Η πασίγνωστη Πάρος είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί των Κυκλάδων και βρίσκεται δυτικά της Νάξου, από την οποία τη χωρίζει στενός δίαυλος πλάτους 3 περίπου μιλίων, ενώ από τον Πειραιά απέχει 90 ναυτικά μίλια. Έχει έκταση 194,46 τετραγωνικά χιλιόμετρα και το μήκος των ακτών της είναι 118,5 χιλιόμετρα. Η καίρια γεωγραφική θέση της Πάρου στο κεντρικό Αιγαίο, το σταυροδρόμι των θαλάσσιων δρόμων που συνδέουν την ηπειρωτική Ελλάδα με τα νησιά του Αρχιπελάγους, τα μικρασιατικά παράλια και ευρύτερα τη Μεσόγειο, αποτέλεσε τη διαχρονική βάση για την ανάπτυξη του νησιού.
Η Πάρος έχει σχήμα ελλειψοειδές μειούμενο προς Βορρά. Ο περίπλους της είναι 35 μίλια. Οι ακτές του νησιού, από τις οποίες άλλες σχηματίζουν όμορφες παραλίες (κυρίως στην ανατολική πλευρά του) και φυσικά λιμανάκια και άλλες είναι απότομες και βραχώδεις, είναι περισσότερο διαμελισμένες στη βόρεια πλευρά του. Εκεί σχηματίζεται ο μεγάλος κόλπος της Νάουσας, ένα από τα πιο γραφικά λιμάνια του Αιγαίου. Οι άλλοι δύο μεγάλοι κόλποι του νησιού βρίσκονται στα δυτικά (Παροικιά) και στα ανατολικά (Μάρμαρα). Κυριότεροι λιμένες της Πάρου είναι: της Παροικιάς, της Νάουσας (αρχαία Αργούσα, πολεμικός λιμένας) μεταξύ των Ακρωτηρίων Κόρακα και Τούρχου, και ο λιμένας του Δρυός καλούμενος και Πόρτο Τρίο, νότια.
Εσωτερικά το νησί διασχίζεται από Β προς Ν από τέσσερα γυμνά όρη, των οποίων υψηλότερες κορυφές είναι ο Προφήτης Ηλίας (776 μ.), η Πάρπησσα και ο Στρούμπουλας (730 μ.). Πηγαία νερά δεν έχει πολλά και τα περισσότερα υφιστάμενα βρίσκονται στην περιοχή του Δρυού.
Το έδαφος του νησιού είναι πετρώδες και αποτελείται από γρανίτες, ασβεστολιθικά πετρώματα(μάρμαρα), γνευσίους και μαρμαρυγίες. Το παριανό μάρμαρο ήταν γνωστό από την αρχαιότητα ως το καλύτερο της Ελλάδας. Σε μικρή ποσότητα υπάρχει επίσης μαγγάνιο, το οποίο οι Παριανοί το εκμεταλλεύονταν ως το 1960 στα ορυχεία των Θαψανών.
Το κλίμα του νησιού είναι τυπικό κυκλαδίτικο: εύκρατο, ξηρό, με ήπιους χειμώνες και λίγες βροχοπτώσεις. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι περίπου 18 βαθμούς Κελσίου, ενώ, από το Μάιο ως το Σεπτέμβριο, η θερμοκρασία ανεβαίνει αρκετά. Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, για 20-30 μέρες περίπου, τη ζέστη του καλοκαιριού μετριάζουν τα μελτέμια (οι “ετησίες” των αρχαίων), που φυσούν με ένταση 5-7 μποφόρ κατά τη διάρκεια της ημέρας και το βράδυ καταλαγιάζουν.
Η χλωρίδα του νησιού είναι πλούσια: στην παραθαλάσσια ζώνη συναντάται ο κρίνος της θάλασσας, ο αμάραντος, διάφορα αγκάθια και το κρίταμο. Στα πεδινά φύονται φίδες, σχινάρια, κέδροι, ρείκια κ.α., ενώ στις ημιορεινές και ορεινές εκτάσεις συναντάται επιπλέον φασκόμηλο, ρίγανη, μάραθο, δεντρολίβανο, κυκλάμινα και ανεμώνες. Στη βλάστηση της Πάρου κυριαρχούν τα αρμυρίκια, τα κυπαρίσσια, τα πεύκα, οι χαρουπιές, οι αροκάριες, τα αμπέλια, οι συκιές, οι ελιέςκ.α.
Οι υγρότοποι της Πάρου προσθέτουν ψηφίδες φυσικής ομορφιάς στο τοπίο, πλουτίζουν τη χλωρίδα της και αποτελούν ζωτικό χώρο για τα μεταναστευτικά πουλιά. Συναντώνται στις Κολυμπήθρες Νάουσας, στη Σάντα Μαρία, στον Μώλο, στη Χρυσή Ακτή, στην Αλυκή, στον Κάμπο και στα Λιβάδια Παροικιάς. Καλλιέργειες υπάρχουν σε πεζούλες στις πλαγιές των λόφων και σε αρκετές πεδινές εκτάσεις. Το νησί παράγει εξαιρετικής ποιότητας λάδι, πατάτες, κρασιά, κηπευτικά, φρούτα και δημητριακά.
Η γεωγραφική θέση της Πάρου την καθιστά πολύ σημαντικό τόπο διαβίωσης μίας πλούσιας ορνιθοπανίδας. Περισσότερα από 200 διαφορετικά είδη πουλιών φιλοξενούνται στο νησί. Από αυτά ορισμένα είναι ενδημικά, ενώ τα περισσότερα είναι μεταναστευτικά και χρησιμοποιούν την Πάρο ως ενδιάμεσο σταθμό των ταξιδιών τους την άνοιξη και το φθινόπωρο. Στα πουλιά που συναντώνται στην Πάρο περιλαμβάνονται ο Αρτέμης (Calonectris diomedea), ο Κορμοράνος (Phalacrocorax carbo), ο Μικροτσικνιάς (Ixobrychus minutus) και το Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus).
Στην ορνιθοπανίδα της Πάρου περιλαμβάνονται επίσης και ορισμένα σπάνια ή απειλούμενα με εξαφάνιση είδη, όπως ο Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis), ο Πορφυροτσικνιάς (Ardea purpurea), η Χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus), ο Λιβαδόκιρκος (Circus pygargus), η Αετογερακίνα (Buteo rufinus), ο Σπιζαετός (Hieraaetus fasciatus), ο Μαυροπετρίτης (Falco eleonorae), η Πετροτριλίδα (Burhinus oedicnemus), ο Αιγαιόγλαρος (Larus audouinii) κ.α.
Στην κατάφυτη κοιλάδα, κοντά στα Ψυχοπιανά, τους καλοκαιρινούς μήνες εμφανίζεται ένα είδος πεταλούδας που την ημέρα μένει ακίνητη πάνω στους κορμούς των δέντρων και στους βράχους, ενώ κατά το απόγευμα ανεβαίνει στα φυλλώματα. Το Σεπτέμβριο, οι θηλυκές πεταλούδες εγκαταλείπουν την κοιλάδα, ταξιδεύοντας μόνο νύχτα, και πηγαίνουν σε περιοχές με θαμνώδη βλάστηση, όπου γεννάνε τα αβγά τους και πεθαίνουν.
Στην Πάρο λειτουργεί από το 1995 ο Σύλλογος Περίθαλψης και Προστασίας Άγριων Ζώων “Αλκυόνη”, ο οποίος έχει ως σκοπό την περισυλλογή, θεραπεία και επανένταξη στη φύση των αγρίων ζώων της ελληνικής πανίδας που για κάποιο λόγο (παράνομο κυνήγι κυρίως, αλλά και μολύνσεις, ατυχήματα κ.α.) έχουν ανάγκη περίθαλψης. Ο σύλλογος λειτουργεί αποκλειστικά με τη βοήθεια εκατοντάδων εθελοντών απ’ όλο τον κόσμο, και οι εγκαταστάσεις του φιλοξενούνται σε κτήμα 12,60 στρεμμάτων στην περιοχή Καμάρες που παραχωρήθηκε από την Ιερά Μονή Λογγοβάρδας.
(πηγές:www.visitgerece.gr, www.wikipedia.com, www.morguefile.com)