Για το περίφημο δημοψήφισμα τον Νοέμβριο του 2011 και τους λόγους που τον οδήγησαν να το προτείνει από το βήμα της Βουλής, μίλησε σε συνέντευξη που παραχώρησε ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου στο ραδιόφωνο RTE, στην Ιρλανδία.
Ήταν δικαίωμα του ελληνικού λαού να διατυπώσει την απόφασή του όχι μόνο για το ευρώ. Αναφέρει επίσης ότι οι Έλληνες, αν είχε διεξαχθεί το δημοψήφισμα που πρότεινε θα καλούνταν να πουν όχι μόνο ότι επιθυμούν την παραμονή της χώρας στο ευρώ- για το οποίο ήταν απολύτως βέβαιος ότι η ψήφος θα ήταν καταφατική- αλλά και «για τα άλλα μεγάλα θέματα που προέκυψαν ως απόρροια της Συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου, όπως και για τις δυσκολίες εφαρμογής του προγράμματος». Παράλληλα, πρόσθεσε, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Αυτά τα μεγάλα διλήμματα έπρεπε να τεθούν υπόψη του ελληνικού λαού και να αποφασίσει δημοκρατικά ο ίδιος».
Ο Γ. Παπανδρέου απαντώντας σε ερώτηση τι έγινε στις Κάννες, είπε ότι το δημοψήφισμα είναι ένα θέμα ευρύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησης και ότι «δεν μπορούμε να ακολουθούμε μόνο τις άμεσες απαιτήσεις των αγορών».
«Θα πρέπει να δούμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των εκλογών και μετά είναι θέμα της κυβέρνησης που θα προκύψει», απάντησε σε ερώτηση που τον ήθελε να τοποθετηθεί για το αν θα εξυπηρετούσε τώρα η διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Όσο για το αν είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ, ο πρώην πρωθυπουργός εμφανίστηκε απόλυτα πεπεισμένος πως αυτό θα ήταν πολύ χειρότερο για τον ελληνικό λαό σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, από το ομολογουμένως δύσκολο πρόγραμμα μετάβασης που σήμερα εφαρμόζεται. Πέραν τούτου, το γεγονός αυτό θα αποτελέσει ταυτοχρόνως και αρνητικό «προηγούμενο» για άλλες χώρες και άρα ολόκληρη την ευρωζώνη που θα απειληθεί. Παράλληλα, επανέλαβε πως το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, αλλά ευρωπαϊκό και αμερικάνικο. Είναι πρόβλημα των αναπτυγμένων οικονομικών.
Τέλος, σχετικά με την πρόταση του νεοεκλεγέντος Γάλλου προέδρου Φρασνουά Ολάντ, στην ομάδα των G8 για την έκδοση ευρωομολόγων, ο κ. Παπανδρέου, αφού υπενθύμισε ότι ο ίδιος το έχει προτείνει από το 2009, αναφέρθηκε στα θετικά που θα επιφέρει η έκδοσή τους, ειδικά στον τομέα της ανάπτυξης, στην καταπολέμηση της ανεργίας, αλλά και στη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής Ευρώπης.
Eπιμέλεια: Μαριάννα Μαρμαρά