«Τα λιμάνια είναι μία αλυσίδα, που αποτελείται από κρίκους, και δεν μπορεί ο ένας κρίκος να είναι από χρυσάφι και οι άλλοι από τενεκέδες, θα πρέπει να υπάρχει ομοιομορφία». Σε αυτή τη φράση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς κ. Γιώργου Ανωμερίτη συμπυκνώνεται το εύρος των παρεμβάσεων που απαιτούνται στους λιμένες της Ελλάδας προκειμένου να αποτελέσουν μοχλό καινοτομίας, προσέλκυσης επενδύσεων και δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Η μελέτη της McKinsey and Company με τίτλο «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά» ανέδειξε την οικονομική αξία της αναβάθμισης των ελληνικών λιμένων, επισημαίνοντας ότι η βελτίωση των υποδομών 3-4 εξ αυτών σε τερματικούς σταθμούς κρουαζιέρας (home ports) θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση μεριδίου αγοράς σε ποσοστό 10% προάγοντας τη χώρα στην τρίτη θέση πανευρωπαϊκά μετά τη Γαλλία και την Ισπανία και στην πρώτη θέση σε μερίδιο αγοράς λιμενικών υποδομών.
Εκτιμάται μάλιστα ότι η ανάπτυξη των λιμένων με στόχο την προσέλκυση της κρουαζιέρας θα πυροδοτήσει την ανάπτυξη του τουρισμού, την αύξηση των θέσεων απασχόλησης, την αύξηση της παραγωγικής διαδικασίας σε συνεργαζόμενους κλάδους διευκολύνοντας παράλληλα την αύξηση των εξαγωγών.
Η ανάγκη αυτή επιτείνεται από την προγραμματισμένη ιδιωτικοποίηση των λιμένων. Κύκλοι της αγοράς τονίζουν ότι «ανεξαρτήτως του μοντέλου που θα ακολουθηθεί, μια ιδιωτικοποίηση δεν αρκεί από μόνη της για να ενισχύσει την αξία των λιμένων και να αποσοβήσει το ενδεχόμενο πώλησής τους σε χαμηλό αντίτιμο. Η ενίσχυση της ελκυστικότητας των υπό ιδιωτικοποίηση ή παραχώρηση λιμένων και η άντληση ουσιαστικών εσόδων για την ελληνική οικονομία προϋποθέτει την υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής βιώσιμης και αειφόρου εμπορικής ανάπτυξής τους.»
Στην κατεύθυνση αυτή, όπως αναφέρει το portnet.gr, στελέχη με εμπειρία στην ανάπτυξη υποδομών εκτιμούν ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στον ταχύτατο σχεδιασμό μοντέλων αναβάθμισης των λιμενικών υποδομών και της διαχείρισής τους βασισμένων σε ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, καθώς και στην σχεδιασμό της ανάπτυξης εμπορικών δραστηριοτήτων, παράλληλων ή ανεξάρτητων με το λιμενικό έργο.
«Μία συνολική, ετήσια αύξηση εσόδων της τάξεως του 20-30% σε 3-4 λιμένες μέσα από την υλοποίηση επιθετικής εμπορικής – αναπτυξιακής στρατηγικής, με ιδιαίτερο διεθνές τουριστικό ενδιαφέρον και ικανότητα συνεργειών με αερολιμένες, πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες και εμπορικά επιμελητήρια θα μπορούσε να οδηγήσει σε βελτίωση των δεικτών του ΑΕΠ κατά 1-1,5 τουλάχιστον ποσοστιαία μονάδα, δημιουργώντας ψυχολογική κυρίως ανάταση στην ευρύτερη ζώνη της ελληνικής οικονομίας» τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι.
Επισημαίνουν παράλληλα ότι για την επενδυτική ελκυστικότητα των λιμένων ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης η αναβάθμιση της ασφάλειας των και η πλήρης εναρμόνισή τους με το Διεθνή Κώδικα Ασφαλείας Λιμένων και Πλοίων (ISPS Code) και τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς κανονισμούς και οδηγίες. Σύμφωνα δε με συμβούλους με διεθνή εμπειρία στο τομέα της ασφάλειας, η εμπορική αξιοποίηση λιμενικών υποδομών και η κρουαζιέρα θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την «έξυπνη» εφαρμογή εξειδικευμένων συστημάτων που λειτουργούν αποδοτικά σε άλλους τομείς της αγοράς των υπηρεσιών ασφαλείας.
Παράλληλα, κύκλοι της ναυτιλιακής αγοράς επισημαίνουν ότι «απαιτείται πρωτίστως η διαμόρφωση Εθνικής Στρατηγικής Λιμένων και Μαρινών, η αναμόρφωση του εθνικού νομικού πλαισίου λειτουργίας τους, η είσοδος ιδιωτών επενδυτών με διεθνή τεχνογνωσία και εμπειρία που θα μπορέσουν να παράσχουν ολοκληρωμένες υπηρεσίες για την ταχεία κι ασφαλή εξυπηρέτηση των χρηστών των λιμένων και των επιβατών, καθώς και για την ασφαλή διακίνηση των εμπορευμάτων.»
Τονίζουν δε ότι «δεν αρκεί από μόνη της η επίσπευση της ιδιωτικοποίησης των ελληνικών λιμένων. Ίσως μάλιστα είναι λάθος να μιλάει κανείς για ιδιωτικοποίηση, αλλά για παραχώρηση της εκμετάλλευσης και διαχείρισης. Η οικονομική κρίση αναδεικνύει μεν την επείγουσα ανάγκη εισροής κρατικών εσόδων, ωστόσο μακροπρόθεσμα εάν δεν προϋπάρξουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις που θα εξελίξουν με ταχείες διαδικασίες τα ελληνικά λιμάνια σε θύλακες ανάπτυξης, και θα προσελκύουν το διεθνές ενδιαφέρον, ο κρατικός μηχανισμός θα απολέσει ένα ακόμα asset, από το οποίο θα μπορούσε να αντλήσει σταθερά αυξανόμενα έσοδα.»