Οι προσπάθειες της κυβέρνησης των ΗΠΑ να διαπραγματευτούν με τους Ταλιμπάν «απέτυχαν» και τα Ηνωμένα Έθνη πρέπει πλέον να αναλάβουν να ηγηθούν της διαδικασίας για να τερματιστεί ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, ο οποίος συνεχίζεται εδώ και σχεδόν 11 χρόνια, αναφέρει έκθεση ενός ινστιτούτου μελετών που δημοσιεύεται σήμερα.
Εκμηδενίζοντας τις ελπίδες να δοθεί τέλος στον πόλεμο μέσω διαπραγματεύσεων, οι Ταλιμπάν ανέστειλαν τις συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τη σφαγή 17 αμάχων από έναν Αμερικανό στρατιώτη και την καύση αντιτύπων του Κορανίου σε μια βάση του NATO τον περασμένο μήνα.
«Οι ως σήμερα προσπάθειες των ΗΠΑ να διαπραγματευτούν με τους Ταλιμπάν απέτυχαν και υπάρχει ο κίνδυνος να αποσταθεροποιήσουν περαιτέρω τη χώρα και την περιοχή, κι ως εκ τούτου ζητούμε από τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ να παρέμβει και να διορίσει μια ομάδα διαπραγματευτών», ανέφερε η Κάντας Ρόντο, αναλύτρια του International Crisis Group (ICG).
Στην έκθεσή του, έκτασης 51 σελίδων, το ινστιτούτο αναφέρει ότι η διεθνής υποστήριξη των διαπραγματεύσεων διευκόλυνε εκείνους οι οποίοι θέλουν να τις οδηγήσουν σε αδιέξοδο, «οι οποίοι αναγνωρίζουν τώρα ότι η πιο επείγουσα προτεραιότητα για την διεθνή κοινότητα είναι να αποχωρήσει από το Αφγανιστάν με ή χωρίς συμφωνία». Η προθεσμία που έχουν ορίσει οι μεγαλύτερες δυτικές δυνάμεις για την αποχώρηση των στρατευμάτων τους από το Αφγανιστάν είναι το 2014.
Δυτικοί αξιωματούχοι πιστεύουν ότι η διακοπή των συνομιλιών από μέρους Ταλιμπάν είναι μια τακτική κίνηση η οποία αντανακλά εσωτερικές εντάσεις και δεν είναι κάτι οριστικό. Η Ρόντο –από τους βασικούς συγγραφείς της έκθεσης– επισήμανε ότι «τα γεγονότα των τελευταίων δύο μηνών καταδεικνύουν μια σημαντική αλλαγή του πώς οι Αφγανοί αντιλαμβάνονται το ρόλο των ΗΠΑ. Θα είναι πολύ δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να διευκολύνουν μια λύση και να είναι μέρος της λύσης».
Καθώς η Ουάσινγκτον μοιάζει να έχει πολύ πιο μετριοπαθείς προσδοκίες όσον αφορά την εξέλιξη του Αφγανιστάν, «η αφγανική κυβέρνηση και οι διεθνείς υποστηρικτές της έχουν υιοθετήσει μια προσέγγιση παζαριού στις διαπραγματεύσεις. Γίνονται εκπτώσεις ανεξάρτητα από την πολιτική τους σημασία ή το κατά πόσον επηρεάζουν τα πράγματα», σημειώνει το ICG.
Ο απερχόμενος απεσταλμένος της Βρετανίας στο Αφγανιστάν Γουίλιαμ Πάτι δήλωσε ότι κάθε ειρηνευτική διαδικασία αντιμετωπίζει εμπόδια, ωστόσο τόνισε πως δεν πιστεύει ότι οι Ταλιμπάν έχουν λάβει τη «στρατηγική» απόφαση να συμφωνήσουν στην ειρήνη. Το ICG, το οποίο εδρεύει στις Βρυξέλλες, επισήμανε ότι εάν δεν υπάρξει συμφωνία η σύγκρουση θα κλιμακωθεί, ειδικά ενόψει των εκλογών του 2014 όταν ο πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι δεν θα μπορεί να συμμετάσχει. Το γεγονός αυτό «δημιουργεί την αίσθηση πως ανακύπτει ένα πολιτικό κενό, δεν είναι διόλου σαφές ποιος θα τον αντικαταστήσει και αυτό σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός θα γίνει πολύ πιο έντονος. Δυστυχώς οι πολιτικοί ανταγωνισμοί στο Αφγανιστάν δεν είναι ποτέ ειρηνικοί, είναι σχεδόν πάντα βίαιοι», ανέφερε η Ρόντο.
Πάντως ο Γκάβιν Σάντγουολ, εκπρόσωπος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Καμπούλ, ανέφερε ότι οι κατηγορίες που διατυπώνει το ICG στην έκθεσή του βασίζονται σε «ανακριβείς πληροφορίες και εσφαλμένες αντιλήψεις», τονίζοντας ότι η Ουάσινγκτον διατηρεί μια «μακροπρόθεσμη δέσμευση στο Αφγανιστάν».
Ο «καλύτερος τρόπος να φθάσουμε σε ένα Αφγανιστάν σταθερό και ειρηνικό είναι να επιτευχθεί μια συνεκτική πολιτική συμφωνία», πρόσθεσε ο Σάντγουολ, «υπό την προϋπόθεση ότι οι Ταλιμπάν θα διακόψουν πλήρως τις σχέσεις τους με την αλ Κάιντα, θα αποδεχθούν το Σύνταγμα και την προστασία των μειονοτήτων και των γυναικών».