Σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύει η αμερικανική επιθεώρηση «Circulation», η καθημερινή κατανάλωση ενός τρίτου του λίτρου ζαχαρούχου ποτού αυξάνει κατά 20% τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου στους άνδρες συγκριτικά με όσους πίνουν λιγότερο ή καθόλου.

Ζαχαρούχα ποτά με τεχνητά γλυκαντικά δεν διαπιστώθηκε να σχετίζονται με έναν αυξημένο κίνδυνο των ασθενειών αυτών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Η έρευνα αυτή προς επίρρωση άλλων μελετών επισημαίνει ότι η τακτική κατανάλωση ζαχαρούχων ποτών είναι επιβλαβής για την καρδιοαγγειακή υγεία» υπογραμμίζει ο βασικός συντάκτης της μελέτης δρ Φρανκ Χου, καθηγητής Διατροφής και Επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ (Μασαχουσέτη, βορειοανατολικές Η.Π.Α.).

«Τα συμπεράσματα της μελέτης συνιστούν τη μείωση της κατανάλωσης ζαχαρούχων ποτών στους ασθενείς και κυρίως στον πληθυσμό» προσθέτει σε ανακοίνωση, υπενθυμίζοντας ότι οι καρδιοαγγειακές νόσοι συνιστούν την κύρια αιτία θνησιμότητας στις Η.Π.Α..

Η μελέτη διεξήχθη σε 42.883 λευκούς άνδρες, ηλικίας 40 με 75 ετών, που εργάζονταν όλοι στον τομέα της υγείας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η αύξηση του κινδύνου για καρδιοαγγειακή νόσο κατά 20% σε όσους πίνουν καθημερινά ένα τρίτο του λίτρου ζαχαρούχου ποτού παρέμεινε μετά και τον συνυπολογισμό άλλων παραγόντων που συμβάλλουν στην αύξηση της πιθανότητας ανάπτυξης των ασθενειών αυτών, όπως το κάπνισμα, η καθιστική ζωή, η κατανάλωση αλκοόλ και ένα οικογενειακό ιστορικό καρδιακής νόσου, διευκρινίζουν οι επιστήμονες.

Ο κίνδυνος αυτός δεν αυξήθηκε σε όσους έπιναν ζαχαρούχα ποτά μόνο δύο φορές την εβδομάδα ή λιγότερο, τονίζουν οι συντάκτες της μελέτης. Οι ερευνητές μέτρησαν επίσης τα επίπεδα διαφόρων λιπιδίων και πρωτεϊνών στο αίμα που είναι οι βιοδείκτες στις καρδιοαγγειακές παθήσεις.

Πρόκειται κυρίως για την πρωτεΐνη C-reactive (CRP), έναν δείκτη φλεγμονής και για τα ποσοστά της κακής χοληστερόλης (LDL) και της καλής χοληστερόλης (HDL).

Συγκριτικά με όσους δεν καταναλώνουν καθημερινά ζαχαρούχα ποτά, οι καταναλωτές των εν λόγω ποτών είχαν υψηλά επίπεδα της CRP και της κακής χοληστερόλης (LDL) και υπερβολικά χαμηλή την καλή χοληστερόλη (HDL).

Η μελέτη άρχισε τον Ιανουάριο του 1986 και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2008 και βασίστηκε σε αιματολογικές αναλύσεις και σε ερωτηματολόγια που έθεταν οι ερευνητές κάθε δύο χρόνια στους συμμετέχοντες στην έρευνα.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης