ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΑΥΛΑΙΑΣ: «Άντε γεια…»

Το τρίτο μέρος της γνωριμίας μας θα διαδραματιζόταν στο κλαμπ. Εκεί δόθηκε το δεύτερο ραντεβού μας…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μήπως τελικά δεν υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας; Τα είχα φανταστεί όλα αυτά. Μήπως ήταν ένα καλοκαιρινό φλερτ από αυτά που αναπολούμε στα πρωτοβρόχια. Ή μήπως η παλίρροια της ζωής μου είχε σβήσει ήδη τα αρχικά μας από την άμμο;

Στο κλαμπ το σκηνικό άλλαξε. Εγώ από ένα χαμογελαστό κορίτσι μεταμορφώθηκα στην κακιά αδελφή της Σταχτοπούτας.

Άφησα στο αυτοκίνητο τα φτερωτά μου σανδάλια και φόρεσα τα ψηλοτάκουνα! Μπήκα μέσα με τον αέρα της ντίβας, ένα μείγμα από Κάτια Ζυγούλη και Τζούλια Αλεξανδράτου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Με το ύφος, «Προσκυνήστε το είδωλο!» Μπείτε στην ουρά για τα αυτόγραφα…

Μια επίσκεψη στην τουαλέτα για φρεσκάρισμα και να σου έξω από την πόρτα ο Πέτρος.

Ε, δεν είναι και τόσο όμορφος τώρα που τον ξαναβλέπω. Τι έγινε ασχήμυνε από τη διαδρομή Μητάτα  – «Αίνιγμα»; Ο αέρας πήρε μακριά τη νεραϊδόσκονη από τα μάτια μου;

Ο Λευτέρης χόρευε υπό τους ήχους του  «T-pain» να μιλά για την κατρακύλα μου… She hit da flo, next thing ya know, shauty got Low, low, low…

Στα deck o dj Manos, ένα μεσήλικας γύρω στα 55 που προσπαθούσε και έμενε στην προσπάθεια να δείχνει νεότερος remixarοντας παλιά και καινούρια κομμάτια, όπως τα ρούχα του.

Η Πηγή συνάντησε τον μικρούλη από το καφέ που πηγαίναμε, τον Χαρούλη. «Καλό παιδάκι, αλλά μόλις έκοψε το μπιμπερό», θα μου πει ο Λευτέρης συγκρίνοντάς τον με τον Πετράν.

«Έχω μεγάλη ζήτηση και γίνεται συζήτηση γύρω από το όνομά μου», έτσι αισθανόμουν και τίναζα με νάζι τα μαλλιά μου σαν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη.

Ο Πέτρος στεκόταν παραπέρα με τους φίλους του. Τον πλησιάζω, «Τι θα έλεγες να φεύγαμε από εδώ; Δεν ήμασταν καλύτερα πριν; Θα ήθελες να πάμε κάπου οι δύο μας;»

Τι; Πάει καλά το αγόρι. Δηλαδή επειδή είναι 1.93, έχει γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά, μοιάζει στον Μπρατ Πιτ, είναι καλλιεργημένος και πάνω από όλα καλό παιδί δίχως ίχνος ψωνισμένου, πρέπει να θυσιάσω εγώ το βράδυ μου μαζί τους.

Να απαρνηθώ τα πανουκλάκια και τους τεραντώνηδες που θα μου ανέβαζαν αυτοπεποίθηση βλέποντάς τους να προσεύχονται για ένα μου βλέμμα, ένα άγγιγμα από τα μαλλιά μου;

Σίγουρα είχε χαζέψει… Και φάνηκε στο τέλος.

Αφού περιέφερα τον εαυτό μου σαν την βασίλισσα Κλεοπάτρα, αδιαφόρησα για τα καμπανάκια που μου έκρουσε ο Λευτέρης ότι θα το χάσω το τρένο και ότι η τύχη σου χτυπάει μια φορά την πόρτα… «Ο Πέτρος είναι κούκλος, θα τον χάσεις και θα κλαις… Και θα κλαίμε κι εμείς μαζί σου».

Με τέσσερις δρασκελιές έφτασα προς το μέρος του. Πλησιάζω, φτάνω, το βλέμμα του καρφωμένο σε μια άλλη. Είναι τόσο κοντά που σε λίγο θα φιληθούν.

Τώρα είμαι δίπλα στους φίλους του. Δεν με έχει πάρει χαμπάρι, συνεχίζει με εκείνη την κοπέλα.

«Όχι, δεν θα το ξαναπεράσω αυτό. Το έχω ορκιστεί στον εαυτό μου. Μου το υποσχέθηκα…», αυτές οι σκέψεις γυρίζουν στο μυαλό μου.

Το υποσχέθηκα στον εαυτό μου το καταραμένο βράδυ. Μου ζήτησε να βγούμε. Τι ανείπωτη χαρά με πλημμυρίζει! Καθόμαστε αντίκρυ, είναι και άλλοι, αλλά εμένα με νοιάζει μόνο εκείνος, το Τερατουλίνη μου, όπως τον λέει και ο Λευτέρης.

Η Κατερίνα έχει φέρει μια φίλη της που μιλά συνεχώς με τον έρωτά μου. Αλλάζει θέση τώρα για να καθίσει κοντά του.

Κοιτάζονται, της πιάνει το χέρι καθώς γελούν… Εγώ στη γωνία μου όλο το βράδυ. Όχι δεν είχα ύφος ψωνισμένης! Το είχα εγκαταλείψει για χάρη του. Προσευχόμουν για μια ματιά. Το ήξερε ότι όχι απλώς μου άρεσε, όχι απλώς τρελαινόμουν, αλλά ήμουν ερωτευμένη μαζί του από την πρώτη στιγμή… Εκείνη που μπήκε στο γραφείο από το δικαστήριο με τα μαλλιά του να ανεμίζουν. Χρυσοπύρινοι κρίκοι. Το ήξερα ότι εγώ για σένα θα πάθω έρωτα!

Έσκυψε και τη φίλησε! Μπροστά τα ερωτευμένα μου μάτια. Μαζεύω τα κομμάτια μου.

Δεν υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας, έπεισα τον εαυτό μου. Μέχρι τον Πέτρο και σήμερα έμελλε κι εκείνος να μου επιβεβαιώσει με τη στάση του την πάγια θέση μου!

Ο Πέτρος εδέησε να με δει. Παράτησε την κοπέλα και ήρθε προς το μέρος μου. Ήμουν θυμωμένη και το πρόδιδε το πρόσωπό μου!

Είχα σηκώσει το φρύδι, ήθελα να ουρλιάξω λες και έφταιγε ο Πέτρος για τις πληγές του παρελθόντος. Κάνω να φύγω, ήθελα να χαθώ. Ακόμη και τώρα που όλος ο ανδρικός πληθυσμός παρακαλούσε για μια μου λέξη, μια μου λέξη μου ζητιάνευαν μια λέξη, πάλι είχε νικήσει μια άλλη; Από πού ξεφύτρωσε;

«Πού πας;», με ρωτά και μου πιάνει το χέρι. Μου το σφίγγει να μην φύγω. Δεν θέλω να φύγω, όμως δεν αντέχω να ξανά πληγωθώ είτε πρόκειται για γνωριμία μιας ώρας είτε πέντε ετών, όπως με τον αγιάτρευτο έρωτά μου.

Ο εγωισμός μου με σπρώχνει μακριά από τον κεραυνοβόλο μου έρωτα.

«Άσε με», λέω και με βία σχεδόν προσπαθώ να βγω από τον κλοιό του.

Τρέχει από πίσω μου, «Πού πας;». «Μείνε με την κοπέλα, δεν χρειάζεται να έρχεσαι πίσω μου!», απολογείται κιόλας, «Την γνώρισα στο πλοίο όταν ερχόμουν. Την είδα εδώ και από ευγένεια της μίλησα»… «Δεν με νοιάζει!», εξακολουθώ όμως μέσα μου πονάω. Υποφέρω. «Λευτέρη σώσε με», ήθελα να ουρλιάξω τώρα.

«Για στάσου. Δεν νομίζεις ότι γνωριζόμαστε πολύ λίγο για να μου κάνεις τέτοια σκηνή ζηλοτυπίας;».

Δεν άκουσα καλά! Τι έκανε λέει; Ζήλευα κι από πάνω; Σαν πολλά μας τα είχε πει ο αγιάτρευτος έρωτάς μου που είχε πάρει τη θέση του καλοκαιρινού Πέτρου. Ήταν η ευκαιρία να πω στον πρώην μου αυτό που τόσα χρόνια κρατούσα μέσα μου, μόνο που δεν ήταν εκείνος μπροστά μου. Την πλήρωσε άλλος, λοιπόν.

«Τι είπες;» με το ηχόχρωμα και το στυλ της Άντζελας Δημητρίου, «Άντε Γεια! Το δρόμο σου κι εγώ το δικό μου.» με συνοδεία κίνησης του χεριού.

Ο Πέτρος με κοιτάζει εμβρόντητος με τις τεράστιες ματάρες του. Βλέπω τον κακό μου εαυτό μέσα τους. Ξαφνικά εγώ δεν είμαι εγώ! «Δεν μου έχει πει κανείς άντε γεια», θα προσθέσει για να ακούσει την τελευταία μου κοτσάνα που ο εγωισμός μου και το παρελθόν με ανάγκαζαν να αμολύσω… «Άκουσέ το λοιπόν!»

«Είναι η τελευταία σου λέξη;», φυσικά πώς τολμούσα να πάρω πίσω ότι είπα; Πριν αλέκτωρ όμως… «Ναι.»

Και ο καλοκαιρινός μου έρωτας χάθηκε μέσα στον κόσμο. Η μουσική κάλυπτε την καρδιά μου που φώναζε «Μην φεύγεις!». Είχε ραγίσει πάλι. Την είχα πιέσει και θα έσπαγε!

“Αχ το χάσαμε το κορμί, πατριώτη”, απαντώ στον Λευτέρη που ήθελε να με πιάσει από τα μαλλιά και να με δέρνει για ώρες βάζοντας αλάτι στις πληγές μου. “Τι σου μάθαινα τόσο καιρό μωρή;”

Όμως το είχα ήδη μετανιώσει. Ήθελα να γυρίσει πίσω ο χρόνος. Δεν μου έφταιγε ο Πέτρος, ο οποίος άκουσε αυτά που ήθελα χρόνια να πω στον πρώην μου.

“Ουδείς άσφαλτος” το είχε πει και η λαίδη Άντζι. Όμως ο Πέτρος ανένδοτος. Πείσμα το παλιόπαιδο!

Ακόμη και τώρα που σας γράφω ο Πέτρος δεν θέλει να με ξαναδεί. Μέσα σε μια ώρα γνωριμίας του έδειξα τον πιο κακό μου εαυτό. Λογικό.

Ποτέ δεν θα μάθει ποια είμαι πραγματικά! Τελικά, δεν υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας.

Βασανίστηκα πολλές φορές με τον να σκέφτομαι πώς θα ήταν τα πράγματα αν δεν είχα πει «Άντε Γεια», αν είχαμε φύγει από το κλαμπ, αν δεν πηγαίναμε καθόλου… Το πεπρωμένον, όμως, φυγείν αδύνατον!

(Μα για σταθείτε… Υπάρχει εξήγηση. Το κολοκύθι μου μέσα! Λέτε να έπιασε η κατάρα της νεοκόρου που προφήτευσε ότι θα μου φέρει γρουσουζιά; Μπα;” 

The end

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης