Με το βιβλίο του σεναριογράφου Θανάση Σκρουμπέλου «Μπλε καστόρινα παπούτσια», πέρυσι, ο νέος εκδοτικός Οίκος «Τόπος» (του δραστήριου Βαγγέλη Γεωργακάκη) έκανε την έκπληξη. Τώρα, ο ίδιος οίκος εντυπωσιάζει τους αναγνώστες με την έκδοση ενός βιβλίου για τα έργα και τις ημέρες του «καταραμένου» Άγγλου προπονητή Μπράιαν Κλαφ. Τίτλος: «Καταραμένη ομάδα», διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, όχι μόνο από τους μυημένους στο εγγλέζικο ποδόσφαιρο και το κοφτερό μυαλό του Κλαφ, αλλά και όλους όσους κεντρίζονται από ένα μεγαλοφυή μετρ της ποδοσφαιρικής στρατηγικής, της ψυχολογίας. Έναν πρωταγωνιστή, τέλος, αυτοκαταστροφικό, αιχμάλωτο μιας απίθανης εσωστρέφειας και ενός «εγώ», που τελικά τον έστειλε στο περιθώριο.
Αυτό το βιβλίο, που παρακολουθεί το ξεκίνημα της προπονητικής καριέρας του Μπράιαν Κλαφ δίνει αριστουργηματικά το κλίμα των αρχών της δεκαετίας του 70, όταν ο κόουτς, χτυπημένος βρώμικα από αντίπαλο είδε την καριέρα του να λήγει άδοξα και πρόωρα, σε αγώνα με την πιο μισητή αντίπαλό του. Κι όμως, η μοίρα του έπαιξε ένα περίεργο παιγνίδι. Με αυτή την ομάδα που τον κατέστρεψε (Ληντς Γιουνάιτεντ ) ο Κλαφ έστησε τα βασικά υλικά που τον έφεραν στα ύψη του μύθου και της καταξίωσης. Πήρε πρωτάθλημα, απέναντι στα «θηρία» του πρωταθλήματος. Επαλήθευσε το κλασικό «ο προπονητής κάνει τους παίκτες», τόσο παρεξηγημένος στις μέρες μας…
Είχα την τύχη (ή την ατυχία) να γνωρίσω τον Κλαφ από κοντά, όταν η ομάδα του Νότιγχαμ Φόρεστ κληρώθηκε αντιμέτωπη της ΑΕΚ. Πρώτος αγώνας στη Νέα Φιλαδέλφεια. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, με το που έφτασε η αποστολή της αγγλικής ομάδας, ο Κλαφ, αγέλαστος παρακολουθούσε τα πάντα. Κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι ο αρχηγός της ομάδας –νομίζω ο Λόυντ- δε φόραγε γραβάτα. Πλησίασε χωρίς να τον κοιτάζει στο πρόσωπο και του ψιθύρισε: «Πού είναι η γραβάτα σου;». Και στο καπάκι: «Δέκα λίρες πρόστιμο». Ο φουκαράς ο ποδοσφαιριστής προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο κόουτς τον διέκοψε άγρια: «Είκοσι»! Σε δευτερόλεπτα, η γραβάτα βρισκόταν στη θέση της, ταυτόχρονα όμως ο ίδιος ο Κλαφ χαλάρωνε επιδεικτικά τη δική του, την έβγαλε και την πέταξε στην τσέπη του.
Ο αγώνας με την ΑΕΚ ήταν άνισος, ανώτερη ομάδα η Φόρεστ, νίκησε 0-1 και ο Πούσκας (τεχνικός ηγέτης τότε της «Ένωσης») ήταν μάλλον ικανοποιημένος, αφού γνώριζε πως, αν έβαζε τις φωνές ο Κλαφ, το σκορ θα είχε «γράψει» για τα καλά. Όμως, στη συνέντευξη Τύπου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσουν οι Έλληνες δημοσιογράφοι όση αλαζονεία δεν είχαν συναντήσει ποτέ μέχρι τότε. Ζητούσαν από τον Κλαφ να καταθέσει την άποψή του για τον αγώνα και εκείνος, λες και είχε απέναντί του βλάκες, ρωτούσε με τη σειρά του σε τι βαθμούς πίνουν οι Έλληνες το τσάι τους. Τόση παλαβομάρα, τόσος σνομπισμός. Όμως, αυτός ήταν ο Μπράιαν Κλαφ. Φυσικά, χαρακτηρίστηκε (την επόμενη μέρα στα έντυπα) «παράφρων», «εγωιστής», μέχρι «εχθρός της Ελλάδας!»
Στη ρεβάνς –απεσταλμένος από την Αθήνα για το χρονικό– έκανα το λάθος να συνασπιστώ με όσους συναδέλφους είχαν ανοίξει «κόντρα» με τον Άγγλο προπονητή και… ας πρόσεχα. Με τη λήξη του αγώνα (3-1 εύκολα η Φόρεστ) η δήμαρχος του Νότιγχαμ και πρόεδρος της ομάδας, μας φέρθηκε όσο πιο ευγενικά μπορούσε και να χειροφιλήματα ο Λάλος, να αναμνηστικές φωτογραφίες ο Πάντσο, όμως ο Κλαφ όρθιος με ένα ποτήρι μπύρα στο μπαρ του κλαμπ, είχε το ύφος του τίγρη, που με μεγάλη ευχαρίστηση θα ξέσπαγε πάνω στους Έλληνες. Ένας υπέπεσε σε μέγα σφάλμα, τον πλησίασε και ζήτησε… δηλώσεις. Ο Κλαφ, αυτή τη φορά γέλασε (τόσο παγωμένα, που ήταν σαν να σε έβριζε!) και πέταξε κοφτά: «Αν θέλεις παιδί μου, θα σου φανερώσω πώς πίνουμε εμείς εδώ το τσάι μας». Κάποιοι (δικοί μας) έβαλαν τις φωνές σε άπταιστα ελληνικά, ο Κλαφ έκανε πως δεν κατάλαβε και με απίθανο φλέγμα μας αγνόησε.
Εκείνη τη χρονιά, η Νότιγχαμ έφτασε στον τελικό του Πρωταθλητριών Ευρώπης (το τότε Τσάμπιονς Λιγκ) και φυσικά τον κατέκτησε με άνεση. Όπως και τον επόμενο χρόνο. Είχε τον τρόπο του να στέλνει παντού μήνυμα πως είναι ο κορυφαίος και ο πιο άθλιος πάνω στη δουλειά του. Σκεφθείτε πως φτάνοντας στον τελικό με την πρωταθλήτρια Ολλανδίας, τον ρώτησαν αν σκόπευε να ταξιδέψει ώστε να κατασκοπεύσει την αντίπαλο. Ο Κλαφ δε διαφώνησε, μόνο που φώναξε το μάγειρα και του είπε: «Τζιμ, θέλω να πας στην Ολλανδία, να δεις την αντίπαλο σε αγώνα πρωταθλήματος και όταν γυρίσεις να με ενημερώσεις».
Τα ταμπλόιντ θύμωσαν, όμως ο μάγειρας ένοιωθε ευτυχής. Κοτζάμ Κλαφ τον είχε χρίσει συνεργάτη: Πήγε ο φουκαράς, είδε τον αγώνα και γύρισε, όμως ο Κλαφ τον αγνοούσε για μέρες. Τελικά, έγινε ο τελικός –στην Ισπανία– ο Κλαφ νίκησε τους Ολλανδούς 1-0 και κατά την επιστροφή, δήθεν αδιάφορος ζήτησε από τον Τζιμ να του αναφέρει τι είχε δει ως κατάσκοπος. Ο μάγειρας, θα σκέφτηκε ίσως να του ρίξει στην πουτίγκα δηλητήριο, αλλά το απέφυγε… Εννοείται πως σύμφωνα με το πρωτόκολλο, η βασίλισσα έπρεπε να δεξιωθεί την ομάδα του Νότιγχαμ για τον ευρωπαϊκό τίτλο, αλλά η τελετή δεν έγινε ποτέ (ή σχεδόν ποτέ), διότι ο Κλαφ είχε απειλήσει να εμφανιστεί στο παλάτι με σαγιονάρες…