Πριν την σέντρα του αγώνα Κυπέλλου ΠΑΟΚ – Ολυμπιακού αποφασίστηκε από τη διοίκηση Ζαγοράκη να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή στη μνήμη τού Γιώργου Παντελάκη, του σπουδαιότερου παράγοντα του «Δικεφάλου» όλων των εποχών και ενός πληθωρικού παράγοντα, ο οποίος διοικώντας αθλητικό σωματείο δεν έβαλε μπροστά τα χρήματα ΠΟΤΕ, παρά μόνο την εκπληκτική σκέψη του και την απλή λογική. Σε ηλικία 82 ετών, ο θάνατος καραδοκούσε και ήταν οδυνηρός: χτύπημα από μοτοσικλέτα και τέλος!
Ο Παντελάκης στην ποδοσφαιρική Θεσσαλονίκη ήταν ό,τι ο Βελλίδης για τα δημοσιογραφικά πράγματα, αυτός που έτρεμαν οι λομπίστες παράγοντες του Λεκανοπεδίου για δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Ήταν αυτός ο οποίος διέθετε «μάτι» και «αυτί» παντού στη Βόρεια Ελλάδα, εκεί όπου χτυπούσε ο παλμός του ταλέντου. Και είχε τον τρόπο του να συγκεντρώνει στην Τούμπα ό,τι έδειχνε ότι μπορούσε να εξελιχτεί σε αστέρι πρώτου μεγέθους.
Βέβαια, για τους σημερινούς 20άρηδες, που πυκνώνουν τις εξέδρες του γηπέδου, ο Παντελάκης αποτελεί ένα θρύλο (πρωτάθλημα το 1976, Κύπελλα το 1972 και το 1974, αλλά και καθοδήγηση στον Πέτρο Καλαφάτη στον τελευταίο τίτλο πρωταθλητή το 1985) και μάλλον τίποτε περισσότερο. Αλλά μην τους αδικούμε. Αυτοί που σήμερα χειροκροτούν τη διοίκηση που κλείνει τον… Χούτο, δεν μπορούν να αντιληφθούν το μεγαλείο των κινήσεων Γιώργου Παντελάκη, όταν διαπραγματευόταν.
Δεκάδες διεθνείς ήταν δική του δημιουργία με σημαιοφόρο βέβαια τον Γιώργο Κούδα. Ως έφορος ποδοσφαιρικού τμήματος αρχές της δεκαετίας του’ 60, τον έβαλε έφηβο να υπογράψει στον ΠΑΟΚ. Και όταν κατατάχτηκε στο Λιμενικό Σώμα και ο νεαρός ξεμυαλίστηκε από το… κλέος του Ολυμπιακού και τα παλάτια που του έταζε το Πασαλιμάνι, ο Παντελάκης λίγο έλειψε να κηρύξει «εμφύλιο» με τον Πειραιά. Τα όσα ακολούθησαν έχουν καταγραφεί στην Ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου και αποτελούν το «υλικό» μιας κόντρας του ΠΑΟΚ με τον Ολυμπιακό, που διήρκεσε σχεδόν μια γενιά. Ήταν η εικοσαετία που ο «Θρύλος» έχανε τον αγώνα «από τα Τέμπη».
Για να αντιληφθεί κάποιος το μεγαλείο της σκέψης του πανέξυπνου Παντελάκη, αρκεί νομίζω να περιγραφεί το εξής περιστατικό. Ο ΠΑΟΚ – θαρρώ ήταν η πρώιμη περίοδος του Κούδα, του Σαράφη, του Αποστολίδη, του Τερζανίδη και του Ασλανίδη – κεντούσε στους αγωνιστικούς χώρους και πρόσφερε το θεαματικότερο (και ουσιαστικότερο) ποδόσφαιρο. Όμως, τα πριμ που έδινε η διοίκηση θεωρούνταν πενιχρά και σίγουρα ταπεινά σε σχέση με αυτά που εισέπρατταν οι μάγκες των μεγάλων ομάδων του Λεκανοπεδίου. Βάζοντας μπροστά τον αρχηγό θέλησαν να διαπραγματευτούν αύξηση. Στάθηκε, λοιπόν, ο Κούδας μπροστά στον Παντελάκη, στο μαγαζί με είδη υγιεινής που διατηρούσε ο παράγοντας στη Θεσσαλονίκη, πήρε όσο θάρρος διέθετε – γιατί τον έτρεμε – και το πέταξε:
«Πρόεδρε, μας αδικείς. Εμείς παίρνουμε δέκα και οι Αθηναίοι είκοσι, χωρίς να είναι καλύτεροι από εμάς. Θέλουμε όσα παίρνουν εκείνοι».
Ο Παντελάκης τον άκουσε αυστηρά, φόρεσε το ωραιότερο χαμόγελο που διέθετε και απάντησε:
«Γιώργο, δεν έχω αντίρρηση να σας δώσω τα ίδια και περισσότερα. Με έναν όρο: θα μου φέρετε στο γήπεδο ισόποσα εισιτήρια με αυτά που κόβουν αυτοί εκεί κάτω».
Ο Κούδας συμφώνησε και έφυγε χαρούμενος να ανακοινώσει το ευχάριστο νέο στα άλλα καρντάσια. Όμως, στη διαδρομή, κατάλαβε τη μπλόφα που είχε εισπράξει. Ήταν αδύνατο να τηρηθεί ο «μοναδικός όρος» που είχε θέσει ο Παντελάκης, για ένα πολύ απλό λόγο. Φίσκα και να γέμιζαν το παλαιό γήπεδο της Τούμπας (που είχε χωρητικότητα άντε 12.000 ψυχές ) δεν θα μπορούσαν να αγγίξουν τα διπλάσια εισιτήρια του «Καραϊσκάκη», της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και της Νέας Φιλαδέλφειας.
Κατατάσσοντας οι ιστορικοί του ποδοσφαίρου τον Παντελάκη στο πάνθεο των σπουδαίων ηγετών, ενδεχομένως θα τον «τοποθετήσουν» στην ευθεία με τον Γιώργο Ανδριανόπουλο, τον Απόστολο Νικολαΐδη, τον Νίκο Γκούμα ή και τον Λουκά Μπάρλο. Δικαίως. Μόνο που ο Παντελάκης πλεονεκτεί έναντι όλων αυτών για ένα απλό λόγο: εκείνος πολέμησε με νύχια και δόντια και «έχτισε» μια μεγαλειώδη ομάδα, στηριζόμενος ΜΟΝΟ στο κοφτερό μυαλό του και ποτέ στο πολύ χρήμα. Οι άλλοι (σίγουρα σπουδαίοι) ηγέτες, ή είχαν πίσω τους τεράστια δύναμη (κυρίως πρόσβαση στις Αρχές κλπ.) ή ξόδεψαν μέχρι δραχμής την περιουσία τους για να φτάσουν κάπου (Μπάρλος).