Στη συζήτηση στη Βουλή για το νέο νομοσχέδιο «Αναμόρφωση του θεσμού του Προσωπικού Ιατρού – Σύσταση Πανεπιστημιακών Κέντρων Υγείας και άλλες διατάξεις του Υπουργείου Υγείας», το οποίο περιλαμβάνει σημαντικές ρυθμίσεις για τον θεσμό του προσωπικού γιατρού, τα κόμματα της αντιπολίτευσης τάχθηκαν ενάντια στις αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, ο Υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης και η Αναπληρώτρια Υπουργός, Ειρήνη Αγαπηδάκη, υποστήριξαν πως με την εφαρμογή του το νέο νομοσχέδιο αναμένεται να βελτιώσει την πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Υγείας και να ενισχύσει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Στόχος του υπουργείου Υγείας είναι η καθολική κάλυψη του πληθυσμού, με πρώτο χρονικό ορίζοντα το 2025, στη διάρκεια του οποίου θα επιχειρηθεί η κάλυψη του 75% του πληθυσμού έναντι του περίπου 50% που είναι οι εγγεγραμμένοι σε Προσωπικό Γιατρό πολίτες σήμερα. Έχουν εγγραφεί 5.075.240 πολίτες και οι γιατροί που έχουν ενταχθεί στο σύστημα ανέρχονται συνολικά σε 3.557, κατά κύριο λόγο από το σύστημα δημόσιας υγείας. Μέσα από τις αλλαγές που προωθούνται, εκτιμάται ότι ως το τέλος του 2025 θα έχουν προστεθεί επιπλέον 2.500 Προσωπικοί Γιατροί. Η διεύρυνση της δεξαμενής των Προσωπικών Γιατρών θα γίνει με τους αγροτικούς γιατρούς και τους ιδιώτες παθολόγους ή γενικούς γιατρούς.
Σε ό,τι αφορά τους ιδιώτες γιατρούς, ανοίγει επίσης η «δεξαμενή» και δίνεται πλέον η δυνατότητα στους πολίτες να επιλέγουν τον ιδιώτη γιατρό τους ως Προσωπικό Γιατρό, τον οποίο όμως θα πληρώνουν ιδιωτικά. Μέχρι τώρα, ο Προσωπικός Γιατρός ήταν ο γιατρός που επέλεγε ο πολίτης από συγκεκριμένες κατηγορίες γιατρών, είτε συμβεβλημένων με τον ΕΟΠΥΥ είτε γιατρών του συστήματος δημόσιας υγείας που είχαν οριστεί ως Προσωπικοί Γιατροί. Πλέον, προβλέπεται ακόμη και σε συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ γιατρούς να έχουν το δικαίωμα να παρέχουν υπηρεσίες Προσωπικού Γιατρού ως ιδιώτες και να αμείβονται αναλόγως γι’ αυτό, εξυπηρετώντας έως και 500 πολίτες επιπλέον.
Συζήτηση για τα βαρέα και ανθυγιεινά
Έντονες αντιπαραθέσεις σημειώθηκαν χθες στη Βουλή κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Υγείας για τον προσωπικό γιατρό, ειδικά μεταξύ του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και του Υπουργού Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη.
Ο κ. Ανδρουλάκης αναφερόμενος στην τροπολογία του ΠΑΣΟΚ για την υπαγωγή του υγειονομικού προσωπικού στα Βαρέα και Ανθυγιεινά, τόνισε ότι εάν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά την ενίσχυση του ΕΣΥ θα την έκανε δεκτή, ενώ σχολιάζοντας την επισήμανση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη πως η νομοθέτηση της τροπολογίας θα φέρει πρόωρη συνταξιοδότηση 7.500 ιατρών σε μια περίοδο που το ΕΣΥ έχει ανάγκη προσλήψεων, δήλωσε: «Δεν βρέθηκε ένας συνεργάτης του πρωθυπουργού να τον προστατεύσει και να του πει ότι χρειάζεται 12 συνεχή έτη ασφάλισης με βαρέα για να βγει ένας ιατρός σε σύνταξη στα 62 έτη; Τόση άγνοια;».
Από την πλευρά του, ο Υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης απάντησε σχετικά: «Μας είπατε ότι για τα βαρέα θέλει 12 χρόνια συνεχούς ασφάλισης για συνταξιοδότηση. Δεν ξέρετε όμως ότι μπορούν να τα εξαγοράσουν όσοι έχουν συμπληρώσει τα 62 έτη;» ανταπάντησε ο Υπουργός Υγείας για να προσθέσει: «Είναι συνταγματικό τους δικαίωμα. Και αυτό το δικαίωμα το έχουν σήμερα 7.500 ιατροί που έχουν συμπληρώσει τα 62 έτη. Άρα επιμένετε και μας λέτε ότι την ώρα που αντιμετωπίζουμε ελλείψεις και δίνουμε κίνητρα για να προσελκύσουμε υγειονομικό προσωπικό πρέπει να οδηγήσουμε στην έξοδο 7.500 γιατρούς».
Επένδυση σε ειδικευμένους γιατρούς της ΠΦΥ
Να σημειωθεί ότι το υπουργείο Υγείας επενδύει στις ζωτικές για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα ειδικότητες, δηλαδή σε εκείνες της Γενικής Ιατρικής και της Παθολογίας. Πρόκειται για δύο ειδικότητες που δεν επιλέγονται από τους αποφοίτους. Μόλις το 6% των νέων αποφοίτων Ιατρικής στην Ελλάδα επιλέγουν Γενική Ιατρική ή Παθολογία, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη αγγίζει το 26%.
Με τη νέα νομοθετική παρέμβαση πριμοδοτούνται οι νέοι γιατροί, οι οποίοι ταυτόχρονα με την ειδικότητα θα εκτελούν και χρέη Προσωπικού Γιατρού. ‘Οσοι επιλέξουν αυτές τις ειδικότητες, θα λαμβάνουν από το 2025 θα δίνεται ποσό ύψους 40.000 ευρώ (μικτά). Το ποσό θα καταβάλλεται σε δύο περιόδους (30.000 ευρώ με την έναρξη της ειδικότητας και 10.000 ευρώ με την ολοκλήρωσή της και την απόκτηση του τίτλου).