Σπυριδωνία Κρανιώτη

Η ταλαντούχα Σοφία Καλογιάννη στη δεύτερη σκηνοθεσία της, παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το αριστούργημα του Μπόρις Βιάν «Οι Οικοδόμοι της Αυτοκρατορίας» στο θέατρο 104. Βασικό χαρακτηριστικό της αξιόλογης καλλιτέχνιδας  και η μεγαλύτερη ώθησή της για δημιουργία είναι η αγάπη της για το θέατρο.

«Το κείμενο των Οικοδόμων αμφισβητεί, ανατρέπει και προκαλεί με τρόπο ευφυή. Ο Βιάν σαρκάζει, με το ιδιότυπο μαύρο χιούμορ του, τις απαρχαιωμένες αστικές αξίες του δυτικού πολιτισμού, τον κοινωνικό κομφορμισμό, το χάσμα των γενεών και τους τυποποιημένους κώδικες ηθικής» αναφέρει η Σοφία Καλογιάννη στη Ζούγκλα και προσθέτει: «Είναι ένα έργο με έντονο πολιτικό και υπαρξιακό προβληματισμό, περιτυλιγμένο με την χαριτωμένη ελαφράδα της πένας του συγγραφέα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η αξιόλογη καλλιτέχνιδα μας συστήνεται λέγοντας: «Ενώ είμαι βαθιά συναισθηματική και συχνά καταλαμβάνομαι από ρομαντικές εμμονές, ταυτόχρονα παραμένω άκρως ορθολογίστρια». Ακόμη επισημαίνει: «Λατρεύω την άδολη τρυφερότητα και απεχθάνομαι τον κυνισμό, την αλαζονεία και τη μιζέρια. Ενίοτε με διακατέχει το πείσμα, σε βαθμό κακουργήματος, να κατορθώσω να πετύχω εκείνο που αρχικά φαίνεται απίθανο. Να το μετατρέψω σε πιθανό και εφικτό. Αυτό μπορεί κάποιες φορές να με βάλει σε περιπέτειες και να έχει απρόβλεπτες (θετικές ή αρνητικές) συνέπειες στην ζωή μου, αλλά σίγουρα κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μου. Έχω ωστόσο έναν ισχυρό και ξεκάθαρο προσωπικό κώδικα πεποιθήσεων και αντιλήψεων, που εν τέλει κρατά τον εσωτερικό μου κόσμο σε μια κατάσταση ισορροπίας και συνοχής».

Ακόμη αποκαλύπτει στη Ζούγκλα τα μελλοντικά της σχέδια καθώς και τι ονειρεύεται για την καλλιτεχνική της διαδρομή.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πείτε μας λίγα λόγια για την παράστασή σας «Οι Οικοδόμοι της Αυτοκρατορίας»

Πρόκειται για ένα εξαιρετικό έργο που έγραψε ο Μπορίς Βιάν λίγο πριν πεθάνει, χωρίς να προλάβει να το σχολιάσει, αλλά και χωρίς να έχει τη χαρά να το δει να ανεβαίνει στη σκηνή. Ένα έργο που συνομιλεί με το σήμερα, 65 χρόνια μετά τη συγγραφή του, και συγκινεί ακόμα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Το κείμενο των Οικοδόμων αμφισβητεί, ανατρέπει και προκαλεί με τρόπο ευφυή. Μέσα από την ιστορία μιας μεσοαστικής οικογένειας, η οποία βρίσκεται σε ένα οικιστικό συγκρότημα, καταδιώκεται από έναν απροσδιόριστο θόρυβο και στην προσπάθειά της να διαφύγει ανέρχεται στους ορόφους του οικήματος, ο Βιάν σαρκάζει, με το ιδιότυπο μαύρο χιούμορ του, τις απαρχαιωμένες αστικές αξίες του δυτικού πολιτισμού, τον κοινωνικό κομφορμισμό, το χάσμα των γενεών και τους τυποποιημένους κώδικες ηθικής. Εκθέτει τον αποπροσανατολισμό του ανθρώπου της σύγχρονης εποχής, που ενώ πιστεύει ότι ελέγχει τους όρους της ζωής του, στην πραγματικότητα βρίσκεται παγιδευμένος σε συστήματα που τον εγκλωβίζουν.

Παράλληλα μιλάει για τη μοναξιά, τη δυσχέρεια της επικοινωνίας, την εσωτερική πίεση που εκτρέπει στη βία και το ζήτημα της ετερότητας. Ακόμα, για την αναζήτηση της ταυτότητας, τον τρόμο και την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, μπροστά σε ότι την υπερβαίνει και για την αυταπάτη της ελευθερίας. Πρόκειται για ένα έργο με έντονο πολιτικό και υπαρξιακό προβληματισμό, περιτυλιγμένο με την χαριτωμένη ελαφράδα της πένας του συγγραφέα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε το συγκεκριμένο κείμενο του Μπόρις Βιάν και γενικότερα με ποια κριτήρια επιλέξατε και τα δύο έργα που έχετε σκηνοθετήσει;

Για όλους τους λόγους που προανέφερα. Επίσης, επειδή τα επίπεδα ανάγνωσης του έργου είναι πολύ περισσότερα από τα επίπεδα που ανέρχεται η πολύπαθη οικογένεια της ιστορίας στην προσπάθειά της να αποδράσει από ό,τι τη στοιχειώνει. Κοινό στοιχείο στα δύο – κατά τα άλλα τελείως ετερόκλητα θεματικά και μορφολογικά – έργα με τα οποία καταπιάστηκα, αποτελεί το σχόλιο πάνω στον τρόπο με τον οποίο οι θεμελιώδεις επιλογές ενός ανθρώπου επικαθορίζουν το μέλλον και προσδιορίζουν την ταυτότητά του και την ίδια του την ύπαρξη.

Οι κοινωνικοί κανόνες, οι ηθικές προκαταλήψεις και ο τρόπος που οι ήρωες αυτοπροσδιορίζονται, τους φέρνουν αντιμέτωπους όχι μόνο με το άμεσο περιβάλλον τους, αλλά και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Αναζητούν τον χώρο τους. Σε κάποια στιγμή του έργου του Βιάν, ο Πατέρας διεκδικεί όπως λέει «τον χώρο που του έκλεψαν, τον χώρο που του ανήκει». Αυτός ο «χώρος», σε ένα δεύτερο επίπεδο δεν είναι κυριολεκτικός. Δεν μας οριοθετεί απαραίτητα και πρωτίστως ο γεωγραφικός τόπος, μας περιορίζει η (προαποφασισμένη ερήμην μας) στενότητα των αντιλήψεων και των θεωριών με τις οποίες έχουμε γαλουχηθεί. Μας περιορίζει ότι ξένο μας έχουν «φορέσει» παιδιόθεν, σαν ρούχο που δεν μπορούμε να βγάλουμε από πάνω μας χωρίς να ντραπούμε για τη γύμνια μας. Εμείς όμως δεν είμαστε το ρούχο μας. Επιλέγουμε νομίζοντας ότι γνωρίζουμε και ότι έχουμε ελευθερία επιλογής, αλλά κάτι τέτοιο αποτελεί φενάκη. Η ελεύθερη επιλογή προϋποθέτει κατά πρώτον αυτεπίγνωση και κατά δεύτερον γνώση του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένος αυτός ο κόσμος. Αυτά είναι ζητήματα που με απασχολούν σε ευρύτερο επίπεδο.

Πού εστιάσατε τη ματιά σας στη σκηνοθεσία και τι σας δυσκόλεψε περισσότερο;

Ο στόχος μου εξαρχής ήταν να αναδείξω το κείμενο. Ακολούθησα την δραματουργική γραμμή που χάραξε ο Μπορίς Βιάν και επικεντρώθηκα στον ρυθμό (εσωτερικό και εξωτερικό) και στην δημιουργία μιας ατμόσφαιρας ζοφερής, που ωστόσο αφήνει χώρο για να αναδυθεί το μαύρο, σουρεαλιστικό χιούμορ του συγγραφέα. Η διαχρονικότητα του κειμένου με οδήγησε στην απροσδιοριστία σε σχέση με το χώρο και τον χρόνο, αλλά και σε μια αισθητική λιτότητα που πιστεύω πως εκφράζει απόλυτα την ουσία του έργου. Οι δυσκολίες προέκυψαν, αφενός από το δραματουργικό εύρημα ενός χαρακτήρα που λειτουργεί σε διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης, κυριολεκτικά και συμβολικά, αφετέρου από τον ετερόκλητο τρόπο διαχείρισης των υπόλοιπων χαρακτήρων του έργου, οι οποίοι δεν έχουν το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κάποιες ανισορροπίες. Αποτέλεσμα του τελευταίου είναι ότι κι η ίδια η δομή του έργου είναι πρωτότυπη και ασυνήθιστη. Όλα αυτά προκάλεσαν κάποιες περιπλοκές που χρειάστηκε να τις αντιμετωπίσουμε επίμονα και επίπονα.

Τι διαφορά έχει το θέατρο από τον κινηματογράφο σε ό,τι αφορά έναν σκηνοθέτη;

Τεχνικά μιλώντας, ο τρόπος οργάνωσης της δουλειάς είναι τελείως διαφορετικός, τόσο σε σχέση με τον σχεδιασμό, όσο και σε σχέση με την εκτέλεση. Κατά τα άλλα, το θέατρο είναι μια συνθήκη ρέουσα, ζωντανή και απρόβλεπτη, με ότι αυτό συνεπάγεται. Υπάρχουν πράγματα εδώ που δεν οριοθετούνται με τον τρόπο που συμβαίνει στην κινηματογραφική συνθήκη. Τα εκφραστικά μέσα είναι διαφορετικά. Η εικόνα του κόσμου μέσα από την κάμερα είναι διαμεσολαβημένη, σε αντίθεση με την αμεσότητα της σκηνής. Πρόκειται για τελείως διαφορετική οπτική. Παράλληλα, ο κόσμος του φιλμ που διαμορφώνεται από τον σκηνοθέτη την ώρα του γυρίσματος ελέγχεται απόλυτα από τον ίδιο και έχει την δυνατότητα να αναπλάθεται αρκετές φορές μέσω του μοντάζ. Στο θέατρο, πέραν του ότι ο δίαυλος επικοινωνίας μπορεί να είναι και αμφίδρομος, κάθε παράσταση φέρει την σφραγίδα μιας στιγμής μοναδικής, η οποία δεν μπορεί να επαναληφθεί και η οποία, τη στιγμή που παίρνει σάρκα και οστά, ελέγχεται πλήρως από τους ερμηνευτές και καθόλου πλέον από τον σκηνοθέτη. Αποκτά μια ζωή δική της, αυτόνομη.

Πώς βλέπετε την ανταπόκριση του κόσμου;

Αν σκεφτεί κανείς ότι έχουμε συμπληρώσει μόλις έξι παραστάσεις, άρα βρισκόμαστε στην εκκίνηση, είμαι πολύ ικανοποιημένη με την ανταπόκριση. Το κοινό που γνωρίζει και αγαπά τον Μπορίς Βιάν έχει ενθουσιαστεί που το συγκεκριμένο έργο ανεβαίνει στην χώρα μας. Μου δίνει ωστόσο ιδιαίτερη ικανοποίηση να βλέπω και ανθρώπους που χωρίς να γνωρίζουν το κείμενο, ή τον συγγραφέα, να έρχονται και να μου μιλούν για πράγματα που δεν θα φανταζόμουν ότι θα τους προβλημάτιζαν και να αποκωδικοποιούν το κείμενο με έναν τρόπο πολύ προσωπικό, αυθόρμητο και άμεσο. Επιδέχεται εξάλλου διαφορετικές ερμηνείες και αναγνώσεις το κείμενο, άρα και οι προβολές του κοινού έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι πρόκειται για έργο που ανήκει στο Θέατρο του Παραλόγου και ότι το είδος αυτό – με εξαίρεση κάποια εμβληματικά κείμενα πολύ γνωστών συγγραφέων που ανεβαίνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα – δεν είναι το πιο δημοφιλές στη χώρα μας. Είναι λοιπόν τιμή και χαρά μεγάλη για εμένα, το ότι άκουσα τη φράση «σε ευχαριστώ για αυτό το έργο».

Μπορεί τελικά το θέατρο, ή ο κινηματογράφος να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε ενσυναίσθηση και να βελτιωθεί ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τους άλλους;

Ο κινηματογράφος και το θέατρο έχουν μεγάλη δύναμη να κινητοποιήσουν συμπαγή κομμάτια του ανθρώπινου ψυχισμού, αλλά και να δώσουν αφορμή να αμφισβητηθούν πεποιθήσεις, βεβαιότητες και αντιλήψεις. Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι που η ψυχική τους συγκρότηση είναι τέτοια ώστε να αποτρέπει την ταύτιση, τη συμπόνοια, ή έστω απλώς την κατανόηση της ψυχικής κατάστασης των άλλων, θα μπορούσαν να παρασυρθούν από την μαγεία των παραστατικών τεχνών και να μετακινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και η παραμικρή ίσως μετατόπιση έχει την σημασία της. Σίγουρα ένα μεγάλο μέρος του κοινού, είτε μέσω της συγκίνησης και της ταύτισης, είτε μέσω της σκέψης και της διανοητικής επεξεργασίας, ή ακόμα και των δύο ταυτόχρονα, αισθάνεται και κατανοεί πράγματα που του ανοίγουν δρόμους. Πολλές φορές, ακόμα και αν δεν τολμάει κανείς να ξεκινήσει μια διαδρομή, το να ανοίγει τα μάτια του και να αγναντεύει τον ανοιχτό ορίζοντα είναι μεγάλο κέρδος.

Υπάρχει κάποιο έργο που επιθυμείτε να σκηνοθετήσετε;

Υπάρχουν τόσα μικρά διαμάντια που παραμένουν άγνωστα. Την παρούσα στιγμή όμως, θα ήθελα να αναζητήσω σύγχρονα κείμενα, ει δυνατόν του εικοστού πρώτου αιώνα, από το παγκόσμιο ρεπερτόριο – έχω διαβάσει πρόσφατα έργα που έχουν τραβήξει την προσοχή μου. Θα έβρισκα επίσης πολύ ενδιαφέρον να ανακαλύψω σύγχρονα (ή σχετικά σύγχρονα) έργα της εγχώριας παραγωγής, που να φέρουν έναν σημερινό παλμό και κυρίως να με αφορά η προβληματική τους.

Τι θα λέγατε ότι σας χαρακτηρίζει;

Μου είναι δύσκολο να αυτοχαρακτηρίζομαι και για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω και αν μπορεί κάποιος να κάνει κάτι τέτοιο δημόσια, με πλήρη ειλικρίνεια. Ο τρόπος που προσλαμβάνουμε την εικόνα του εαυτού μας, διαφέρει αρκετά από την εικόνα που οι άλλοι σχηματίζουν για εμάς. Αν έκανα μια απόπειρα, θα σας έλεγα ότι με συνθέτουν οι αντιθέσεις. Ενώ είμαι βαθιά συναισθηματική και συχνά καταλαμβάνομαι από ρομαντικές εμμονές, ταυτόχρονα παραμένω άκρως ορθολογίστρια. Λατρεύω την άδολη τρυφερότητα και απεχθάνομαι τον κυνισμό, την αλαζονεία και τη μιζέρια. Ενίοτε με διακατέχει το πείσμα, σε βαθμό κακουργήματος, να κατορθώσω να πετύχω εκείνο που αρχικά φαίνεται απίθανο. Να το μετατρέψω σε πιθανό και εφικτό. Αυτό μπορεί κάποιες φορές να με βάλει σε περιπέτειες και να έχει απρόβλεπτες (θετικές ή αρνητικές) συνέπειες στην ζωή μου, αλλά σίγουρα κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μου. Έχω ωστόσο έναν ισχυρό και ξεκάθαρο προσωπικό κώδικα πεποιθήσεων και αντιλήψεων, που εν τέλει κρατά τον εσωτερικό μου κόσμο σε μια κατάσταση ισορροπίας και συνοχής.

Tι ονειρεύεστε για την καλλιτεχνική σας διαδρομή;

Καταρχάς να είναι αδιάλειπτη. Θα ήθελα να συνεχίσω τη διαδρομή αυτή τόσο στον χώρο του κινηματογράφου, όσο και στον θεατρικό χώρο. Εκτός των όσων προανέφερα σχετικά με το θέατρο, ο απώτερος στόχος για τον κινηματογράφο είναι πάντα η μεγάλη φόρμα.

Υπάρχει κάτι άλλο που ετοιμάζετε φέτος;

Για την προσεχή χρονιά, θα ήθελα να επεξεργαστώ ένα σχέδιο που έμεινε στη μέση από την εποχή του covid και αφορά σε μια μικρού μήκους ταινία. Διαφορετικά, και ανάλογα με το πως θα εξελιχθεί η ροή των παραστάσεων, θα με ενδιέφερε να συνεχίσω με ένα νέο θεατρικό πόνημα. Έχω ενθουσιαστεί με κάποια σύγχρονα κείμενα που διάβασα πρόσφατα και ελπίζω να καταφέρω να δουλέψω πάνω σε κάποιο από αυτά.

Info

Η παράσταση, η οποία έκανε πρεμιέρα στις 5 Οκτωβρίου συνεχίζει την πορεία της κάθε Σάββατο και Κυριακή στο Θέατρο 104.

Παίζουν:

Γιώργος Χουλιάρας : Λέων
Μαρία Μπρανίδου : Άννα
Ειρήνη Δάμπαση : Ζηνοβία
Χριστίνα Δενδρινού : Βιργινία
Παναγιώτης Τζαφέρης: Γείτονας
Κατερίνα Κασσάνδρα : Σμουρτς

 

 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης