Το δικό του βιβλίο ζωής θα μπορούσε να γράψει ο 90χρονος, σήμερα, βιβλιοπώλης Βασίλης Δρούκας, ο οποίος διατηρεί ένα από τα παλαιότερα βιβλιοπωλεία της πόλης των Σερρών, που φέτος κλείνει τα 100 χρόνια ύπαρξής του. Το αιωνόβιο βιβλιοπωλείο με τη λευκή βιτρίνα, την οποία κοσμεί μια μικρή ελληνική σημαία, βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, στην οδό Κωνσταντίνου Καραμανλή -άλλοτε γνωστή ως οδό Μεραρχίας, που σήμερα είναι ένας μεγάλος πεζόδρομος στην «καρδιά» των Σερρών.
Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν, όμως το βιβλιοπωλείο κράτησε τον αρχικό του χαρακτήρα αλώβητο, χωρίς να έχει υποστεί καμία αλλαγή στην εμφάνισή του, παρά τους πολέμους και την επέλαση των διάφορων κατακτητών από την πόλη. Μόνο τα ξεθωριασμένα γράμματα πάνω στην πινακίδα θυμίζουν το πέρας των χρόνων, με ευδιάκριτη την επιγραφή «ΗΛΙΑΣ Β.ΔΡΟΥΚΑΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΧΑΡΤΟΠΩΛΕΙΟΝ» 1924. Η μεγάλη τετράγωνη άσπρη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου θυμίζει αρχιτεκτονική διακόσμηση άλλων εποχών, χωρίς να είναι παράταιρη από τα μοντέρνα και φινετσάτα παρακείμενα καταστήματα.
Το βλέμμα των περαστικών «αιχμαλωτίζεται» από τα διάσπαρτα βιβλία που έχουν στήσει τη δική τους ακανόνιστη «συνομοταξία», με τα παραμύθια να κάνουν παρέα με τις αυτοβιογραφίες, τα λογοτεχνικά βιβλία με τα μυθιστορήματα και τις πλαστικές κασετίνες, τα αγγλικά με τα αρχαία ελληνικά… Όλα μέσα στο χρώμα, με τα παιδικά αυτοκόλλητα να παιχνιδίζουν και να «σκαρφαλώνουν» πάνω στα εξώφυλλα επιστημονικών βιβλίων, αλλά και στις γωνίες της βιτρίνας, όπου φιγουράρουν βιβλία του Λουντέμη, του Καζαντζάκη, του Καραγάτση, αλλά και παλιές εκδόσεις από το «Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ».
Η άσπρη ξύλινη πόρτα της εισόδου, με το μακρύ αστραφτερό τζάμι, ανοίγει κι εκεί, σε μία ξύλινη καρέκλα, που μετρά κι αυτή πολλά χρόνια στην πλάτη της, κάθεται χαμογελαστός ο πιο χαρακτηριστικός βιβλιοπώλης της πόλης των Σερρών, ο Βασίλης Δρούκας.
Είναι ενήμερος για κάθε βιβλίο που κυκλοφορεί, αλλά και για όλες τις πολιτικές εξελίξεις, δίνοντας έμφαση κυρίως στην εξωτερική πολιτική. Είναι ο «σοφός της γειτονιάς», λένε Σερραίοι που τον γνωρίζουν, οι οποίοι και πάντα τον ρωτούν πώς βλέπει τα πράγματα. Κι αυτός απαντά πάντα με επιχειρήματα, αλλά και πολλά ιστορικά γεγονότα τα οποία, όπως λέει, «επαναλαμβάνονται μέσα στον χρόνο».
Στα δεξιά του βρίσκονται στοιβαγμένα, πάνω στα ξύλινα ράφια, βιβλία από κάθε εποχή, που αφήνουν μία ελκυστική οικεία μυρωδιά. «Τα βιβλία αυτά είναι από χαρτί του Λαδόπουλου», λέει με περηφάνια η 70χρονη σύζυγος του βιβλιοπώλη, Σπυρούλα. «Δεν υπάρχει πλέον η ποιότητα αυτού του χαρτιού. Πιάσε το για να καταλάβεις» μας προτρέπει και αποκαλύπτει το «θησαυρό» του βιβλιοπωλείου, που είναι κρυμμένος σε μικρά τετραδιάκια με τυπωμένη την προπαίδεια πολλαπλασιασμού στο οπισθόφυλλο τους, σε χειροτεχνίες που κάποτε έβαφαν τα παιδιά για να μάθουν τα χρώματα, σε παλιά καρτ ποστάλ, αλλά και ευχετήριες κάρτες που έχουν ακόμη τη γραφή τους στην καθαρεύουσα.
Αριστερά είναι τοποθετημένα στον τοίχο πράσινα και άσπρα μικρά συρταράκια, σαν κύβοι, που ανοίγοντας αποκαλύπτουν μέσα τους μπλοκάκια, συνδετήρες, καρφίτσες… Κάποτε τοποθετούνταν στο εσωτερικό τους λαχνοί ή ακόμη και μικροί λογοτεχνικοί θησαυροί. «Το πιο πολύτιμο βιβλίο δεν υπάρχει στο βιβλιοπωλείο. Το κάθε βιβλίο έχει τη δική του αξία και δεν ξεπουλιέται», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Σπυρούλα Δρούκα, που κρατά στα χέρια της ένα πολύ παλιό βιβλίο με 213 μύθους του Αισώπου από τις εκδόσεις ΑΤΛΑΝΤΙΣ. «Είναι τόσο παλιό βιβλίο που δεν φαίνεται πότε εκδόθηκε. Το σπουδαιότερο είναι ότι φυλάσσει μέσα του 213 μύθους του Αισώπου. Αυτό το βιβλίο δεν μπορεί να έχει τιμή πώλησης και δεν πωλείται σε καμία τιμή» τονίζει.
Απέναντί του, με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, που κρύβει μέσα του στοιχεία περηφάνιας, ο σύζυγός της κοιτά τη φωτογραφία του πατέρα του, που βρίσκεται κρεμασμένη στο κέντρο του μαγαζιού κάτω ακριβώς από το πατάρι.
Το πρώτο περίπτερο – βιβλιοπωλείο και η διανομή των εφημερίδων
Οι σκέψεις του «τρέχουν» στην παιδική του ηλικία και ακόμη πιο πίσω, όταν ακόμη δεν είχε γεννηθεί. Ο πατέρας του, Ηλίας Δρούκας, ορμώμενος από τα Κυπαρίσσια Γορτύνιας της Αρκαδίας, το 1924 άνοιξε με τον αδερφό του, στην πλατεία Κρονίου, το πρώτο περίπτερο – βιβλιοπωλείο, που ασχολούνταν με την πρακτόρευση και τη διανομή των εφημερίδων στις Σέρρες. Το 1929 μεταφέρθηκαν στην οδό Εμμανουήλ Ανδρόνικου, ενώ στον συγκεκριμένο χώρο, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα, στεγάστηκε το 1936.
«Έμεινε στις Σέρρες καθώς αγάπησε και παντρεύτηκε τη μητέρα μου, Αγγελική Βενέτη, από το Νέο Σούλι Σερρών. Εγώ γεννήθηκα στις Σέρρες. Το 1959, όταν ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή, ανέλαβα εγώ το βιβλιοπωλείο. Ήμουν 25 ετών. Μόλις είχα απολυθεί από τον στρατό. Τότε αναγκάστηκα να παρατήσω τις σπουδές μου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα της Νομικής. Είμαι τεταρτοετής και χρωστάω ένα μάθημα, το Διοικητικό Δίκαιο, από το 1955», λέει ο κ. Δρούκας και τα μάτια του γυαλίζουν.
«Όσο και να ήθελε να τελειώσει το πανεπιστήμιο, είχε αναλάβει ολόκληρη την οικογένεια και δεν μπορούσε. Ήταν και αδερφός και πατέρας για τα αδέρφια του, που είχαν δυστυχώς πολλά προβλήματα υγείας» θα συμπληρώσει η σύζυγός του.
«Ο Θεός δεν μας έδωσε παιδιά, είχε άλλα πλάνα» θα πει, από την πλευρά του, ο ίδιος ο κ. Δρούκας, που η πίστη του είναι θερμή. «Κάποτε ανέβαινα με έναν φίλο καλόγερο στο μοναστήρι. “Δεν θα κάνεις παιδιά”, μου είπε ο γέροντας. “Γιατί;” τον ρώτησα. “Γιατί αν γίνει αυτό θα εγκαταλείψεις τα άρρωστα αδέρφια σου”, μου είπε. Αυτό έγινε. Είχα δύο αδέρφια. Ο ένας έπαθε μηνιγγίτιδα στην επιδημία του ’40, ο άλλος έπαθε βλάβη στον εγκέφαλο κατά τη γέννησή του -ιατρικό λάθος. Ήταν εξαρτημένοι από τη δική μου παρουσία. Αν δεν γίνονταν όλα αυτά, εγώ θα ήμουν το τσιράκι τους. Ο ένας ο αδερφός μου ήταν διάνοια», λέει με πικρία ο κ. Δρούκας.
Τον Μάιο του 2000, λόγω συνταξιοδότησης, το γνωστό βιβλιοπωλείο ανέλαβε η σύζυγός του, χωρίς όμως αυτό να τον αποτρέπει να βρίσκεται κάθε μέρα εκεί. «Παντρεύτηκα τον Βασίλη και ασχολήθηκα με το μαγαζί. Το βιβλιοπωλείο είναι η ζωή του Βασίλη. Είναι 91 χρονών και κάθε πρωί έρχεται να ανοίξει μαζί με εμένα το μαγαζί», εξομολογείται η Σπυρούλα Δρούκα.
Το μυστικό της μακροζωίας…
Για τον Βασίλη Δρούκα, μυστικό της μακροζωίας δεν υπάρχει. «Εγώ δεν έρχομαι. Τα πόδια μου με …φέρνουν» θα πει όλο νόημα ο κ. Δρούκας, που θεωρεί πως «…ίσως τα γονίδια, ίσως η …τρέλα με την ορειβασία, αλλά κυρίως τα βιβλία, το διάβασμα, η μυρωδιά τους, ο κόσμος τους είναι που δίνουν μακροζωία».
«Με την ορειβασία είχα τρέλα. Το ’59 ξεκίνησα ταξίδι προς τον Όλυμπο… Είχα ένα μικρό αυτοκινητάκι, φτάσαμε στο Λιτόχωρο νυχτιάτικα και από εκεί ξεκινήσαμε τον ανήφορο. Φτάσαμε στην κορυφή το πρωί. Κατεβήκαμε το βράδυ και την επόμενη μέρα ήμασταν πίσω στις Σέρρες, στο βιβλιοπωλείο», θυμάται.
Οι αξέχαστοι πελάτες
Ο σημαντικότερος πελάτης του βιβλιοπωλείου ήταν για τον κ. Δρούκα, ο «γέρος» Καραμανλής, όπως τον αναφέρει. «Τον εξυπηρέτησα μια μέρα για να του δώσω ξυραφάκια. Τότε πουλούσαμε στο βιβλιοπωλείο και ξυραφάκια…Πριν από λίγα χρόνια ήρθε και ο Κωστάλας, που νομίζω πως τον αδικεί η τηλεόραση. “Ρε φίλε σε αδικεί η τηλεόραση”, του είπα. Πέρασε και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο στιχουργός. Κοντοστάθηκε… τού έκανε εντύπωση η βιτρίνα, που παραμένει ακόμη η ίδια από το 1936», λέει με καμάρι.
Όσο για τους Σερραίους, η αγάπη τους για το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο είναι διαχρονική. «Το μαγαζί αυτό έχει οπαδούς, φίλους και …μαζόχες πελάτες (πνευματικοί Σερραίοι). Αυτή που μας στήριξε πολύ ήταν η περιφέρεια, από κάθε άκρη του νομού», τονίζει ο κ. Δρούκας.
Θυμάται τις καλές εποχές των μικρών βιβλιοπωλείων, με έναν βαθύ αναστεναγμό. «Εκείνη την εποχή, τη σχολική σεζόν γέμιζε το μαγαζί από το πρωί μέχρι το βράδυ. Όταν έπρεπε να κλείσουμε, έμπαιναν από την κύρια είσοδο και τους βγάζαμε από την πίσω πόρτα για να προλάβουμε το ωράριο. Μια μέρα μπαίνει ένας χωροφύλακας και μου λέει: “γιατί κλείσατε;”. Ήταν ήδη πολύ αργά», αναπολεί.
«Αυτό γινόταν μέχρι το ’80 περίπου. Τότε τα βιβλιοπωλεία ήταν μαζεμένα εδώ, στο κέντρο στη Μεραρχίας, και πραγματικά γινόταν συνωστισμός. Θυμάμαι μια μέρα που ήρθα πρωί πρωί, κάθισα στο ταμείο κι όταν σήκωσα το κεφάλι ήταν νύχτα! Τόσος κόσμος… Απέναντι είχαμε και άλλο βιβλιοπωλείο και ο κόσμος δεν ήξερε πού να πρωτοπάει», θυμάται η Σπυρούλα Δρούκα.
Το βιβλιοπωλείο του κ. Δρούκα δεν μπόρεσε ποτέ να φιλοξενήσει κάποιον συγγραφέα για την παρουσίαση του έργου του, λόγω έλλειψης χώρου, παρότι πολλοί θα ήθελαν να βρεθούν εκεί, λόγω της θέσης του αλλά και της ιστορίας που «κουβαλά».
Ο ξεριζωμός της οικογένειας και το λουκέτο του μαγαζιού
«Στις 23 Απριλίου του 1941 μπαίνουν οι Βούλγαροι στις Σέρρες και τον Ιούλιο μήνα υποχρεώνουν όλους να βάλουν τι βουλγαρικές σημαίες στα μαγαζιά τους. Ο πατέρας μου κάνει το λάθος να βάλει τη σημαία τους ανάποδα. Μπήκε ο χωροφύλακας ο Βούλγαρος να τον “φάει”. Μετά από 2-3 μέρες μπαίνει ο Βούλγαρος αξιωματικός στο μαγαζί. Του μιλάει βουλγαρικά, τουρκικά, γερμανικά και στο τέλος του μιλά άπταιστα ελληνικά. Προφανώς ήταν από τις οικογένειες που έμειναν εδώ από την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1926. Ο πατέρας μου του αντιμίλησε. “Γιατί με ταλαιπωρείς;”, του είπε. Την ίδια μέρα δόθηκε εντολή ο Δρούκας να φύγει από τις Σέρρες. “Πελοποννήσιος είναι, τι να τον κάνουμε”, είπαν. Στις 3 Αυγούστου του 1941 φύγαμε στη Θεσσαλονίκη. Μετά από τέσσερα χρόνια επιστρέψαμε στις Σέρρες. Ήταν Μεγάλη Δευτέρα, 30 Απριλίου, του 1945. Το απόγευμα διέσχισα την πλατεία Ελευθερίας. Το χνούδι από τις λεύκες έφτανε το μισό μέτρο. Κατέβηκα στο μαγαζί. Το βιβλιοπωλείο ξανάνοιξε. Είμαι εδώ σχεδόν 80 χρόνια με μία διακοπή, λόγω των σπουδών και της στράτευσης», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Δρούκας.
«Ο νέος κόσμος δεν αγοράζει βιβλία σήμερα»
Παρά τα όσα πέρασε στη ζωή του, η μοναδική πικρία που φέρεται να έχει σήμερα στην καρδιά του είναι για τους νέους που δεν διαβάζουν, όπως λέει, βιβλία. «Πώς να μπει να πάρει βιβλίο, αφού σε μια παρέα που κάθεται στο καφέ, έχει ο καθένας το κινητό του και αντί να κουβεντιάζουν χαζεύουν στο κινητός Αυτοί πώς να διαβάσουν ένα βιβλίο; Αφήστε που δυστυχώς η νεολαία με τα ελληνικά έχει πάρει …διαζύγιο», θα πει χαριτολογώντας ο κ. Δρούκας.
«Αυτό που είναι το ευχάριστο κι επειδή ασχολούμαστε πολύ με το παιδικό βιβλίο και δίνουμε βάση σε αυτό, είναι ότι οι νέοι γονείς ψάχνουν για το καλό παιδικό βιβλίο και τα μικρά διαβάζουν. Αυτή είναι η δική μου χαρά», θα πει η σύζυγός του, που αποκαλύπτει πως όταν ήταν μικρή, καταγόμενη από ένα χωριό των Σερρών δεν είχε την ευκαιρία να πάει σε ένα βιβλιοπωλείο και να αγοράσει ένα βιβλίο. «Στα μαθητικά μου χρόνια δεν μπορούσαμε εμείς να πάμε στο βιβλιοπωλείο, πήγαινε ο μπαμπάς και η μαμά, όταν χρειαζόμασταν ένα τετράδιο και ένα βιβλίο. Θυμάμαι πως μόνο μία φορά είχα πάει στο βιβλιοπωλείο, όταν ήμουν μικρή» θα πει η κ. Δρούκα, που παρά τα 70 της χρόνια, η νιότη είναι ακόμη εμφανής στο πρόσωπό της.
«Αισθάνομαι ευτυχισμένη εδώ μέσα. Γιατί έχω να επιλέξω και να διαβάσω ένα βιβλίο, ένα βιβλίο που θα μου αρέσει. Αν όχι θα το αφήσω στην άκρη… μου αρέσει που είμαι εδώ», λέει. «Το βιβλιοπωλείο συνεχίζει να είναι ενεργό περισσότερο για συναισθηματικούς λόγους και λιγότερο για εμπορικούς, διότι τα μικρομάγαζα πλέον είναι τελειωμένα. Πολλές φορές το συντηρούμε και από τις συντάξεις μας. Αλλά αυτή είναι η ζωή μας», θα καταλήξει.
Ο Βασίλης Δρούκας δεν έχει κινητό τηλέφωνο, ούτε είχε ποτέ. Χαρακτηρίζεται από τους Σερραίους «βιβλιοφάγος», ο ίδιος όμως δεν το παραδέχεται. Ομολογεί πάντως ότι ένα από τα αγαπημένα του βιβλία -«Η μεγάλη χίμαιρα», του Μ. Καραγάτση, ξεκίνησε να το διαβάζει το πρωί κι έως τις 11 το βράδυ το είχε τελειώσει…