«… Ένα αμάξι ερχόταν από τη Φιλελλήνων κι ένα άλλο από την οδό Σταδίου […] βρέθηκε ανάμεσά τους, τον έριξαν κάτω, τον κλώτσησε το άλογο, πέρασε ο τροχός πάνω από το κεφάλι του με αποτέλεσμα να του σπάσει το σαγόνι…».
Η ανατριχιαστική περιγραφή δημοσιεύεται στον Τύπο («Εφημερίς») της 29ης Ιουλίου 1885 και αφορά σοβαρό ατύχημα στο οποίο ενεπλάκησαν την προηγούμενη ημέρα δύο ιππήλατα οχήματα και ο διανοούμενος Εμμανουήλ Ροΐδης.
Περασμένα μεσάνυχτα Δευτέρας, 27 Ιουλίου προς Τρίτη, 28, όταν ο παθών ξεκίνησε από το καφέ Γιαννοπούλου της πλατείας Συντάγματος (Κ. Σερβίας και Σταδίου), όπου σύχναζε, για το σπίτι του στην οδό Φιλελλήνων 16 (αρίθμηση της εποχής) απέναντι από τη ρωσική εκκλησία. Τρία βήματα στην κυριολεξία. Αλλά όταν ο περιπατητής είναι βαρήκοος, όλα μπορούν να συμβούν…
Είναι εποχή που τα ιππήλατα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και προκαλούν την οργή των Αθηναίων πολιτών. Οι δρόμοι δεν έχουν ακόμη ασφαλτοστρωθεί, ποτάμια και παραπόταμοι διαχέουν τα νερά τους παντού μετατρέποντας το χώμα σε λάσπη και οι αμαξάδες που περνούν με ταχύτητα την εκσφενδονίζουν στους περιπατητές. Από τις καταγραφές της εποχής φαίνεται πως τα μικρά ή λιγότερο μικρά ατυχήματα, που προκαλούσαν οι «καμικάζι» αμαξάδες είναι σύνηθες φαινόμενο. Το πιστοποιούν τα συχνά σχετικά δημοσιεύματα, κάποια από τα οποία μάλιστα υπερθεματίζουν κατά τη συνδρομή της… σάλτσας στο ήδη εύγεστο έδεσμα… Ο ίδιος ο Ροΐδης σε κατοπινό πόνημά του υπό τον τίτλο «Το παράπονο του νεκροθάπτου», όπου με ιδιαίτερα δηκτικό τρόπο θα αναφερθεί στο θράσος των αμαξάδων της Αθήνας και στην κρατική ολιγωρία για θέματα οδικής ασφάλειας, θα γράψει για το ατύχημα, που στοίχισε τη ζωή στον νεαρό Γιάννη, που τον είχε στείλει η μάνα του να ψωνίσει κι έπεσε στο διάβα ενός αμαξά, που έτρεχε σαν κυνηγημένος λαγός: «…ο Γιάννης πέθανε μετά δύο ώρες. Όλοι έκλαιαν κι αναθεμάτιζαν τ’ αμάξια και την αστυνομία. Ο νεκροσκόπος μας έλεγε πως έκαμε λογαριασμό και πως ανάλογα του πληθυσμού περισσοτέρους ανθρώπους σκοτώνουν οι αμαξάδες εις τας Αθήνας, παρά αι τίγρεις εις τας Ινδίας»…
Ένα τέτοιο σοβαρό ατύχημα ήταν θέμα χρόνου, θα γράψουν την επομένη του ατυχήματος με παθόντα τον συγγραφέα οι εφημερίδες, και θα το αποδώσουν ευθέως στην «εγκληματική ταχύτητα των ασύδοτων αμαξάδων», αλλά εκείνο που εν προκειμένω το κατέστησε εύκολα εφικτό είναι η προχωρημένη βαρηκοΐα του παθόντος.
Ο ρεπόρτερ της Εφημερίδος, που περιγράφει το γεγονός, αναφέρεται στους καροτσέρηδες ωσάν αυτοί να αποτελούν μάστιγα της εποχής, που απολαμβάνει πολιτική προστασία: «Ο αμαξηλάτης συνελήφθη. Ευχόμεθα δε να μη έχη πολλήν εκλογικήν ισχύν και να μη χαίρη ως εκ τούτου την ένθερμον προστασίαν τινός των ισχυρών πολιτευομένων, όπως τιμωρηθή, ως δει δια την πράξιν του»…
Σε χρονογράφημα της εποχής ο υπογράφων ξεσπαθώνει: «Το συμβάν εις τον κ. Ροΐδην ατύχημα επαναφέρει εις το μέσον το αιωνίως εκκρεμές ζήτημα της αδικαιολογήτου ανοχής της αστυνομίας προς τους αμαξηλάτας».
Ο 49χρονος Ροΐδης, πάντως, δεν άκουσε ούτε τα καμπανάκια των αμαξών που έρχονταν από τις δύο κατευθύνσεις ούτε βέβαια τον καλπασμό των αλόγων. Στον χρόνο και τόπο της διασταύρωσης των δύο ιππήλατων βρέθηκε κάτω από τα πέταλα των ζώων και το βασικότερο, ένας εκ των τροχών πέρασε πάνω από το κεφάλι του σπάζοντάς του την άνω γνάθο.
Ο πόνος είναι αφόρητος. Ο τραυματισμός κάνει δύσκολο ακόμα και το βογγητό. Στο σημείο του ατυχήματος σπεύδουν οι πελάτες του καφενείου. Μεταφέρουν τον τραυματία σε παρακείμενο φαρμακείο, όπου δέχεται τις πρώτες βοήθειες. Για καλή του τύχη ανάμεσα στη συντροφιά των θαμώνων του Γιαννόπουλου βρίσκεται ο χειρουργός Δημήτρης Κατερινόπουλος. Του κάνει μία πρώτη προσεκτική επίδεση της γνάθου και τον παραπέμπει στον καθηγητή Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θόδωρο Αρεταίο, του οποίου ο ίδιος είναι βοηθός, αλλά και ο Ροΐδης φίλος. Μόνο που ο Αρεταίος λείπει από την Αθήνα για θερινές διακοπές και τον τραυματία αναλαμβάνει ο καθηγητής Χειρουργικής Παθολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθήνας, Σπυρίδων Μαγγίνας.
ΕΝΑ ΟΔΥΝΗΡΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟ ΛΑΘΟΣ
Η φύση του τραύματος καθιστά αδύνατη τη συνεννόηση με τον Ροΐδη, ο οποίος θα αναγκαστεί να εγκαινιάσει τετράδιο για να επικοινωνεί γραπτώς με τους γιατρούς. Σε αυτό το σημειωματάριο θα προσπαθήσει να ζωγραφίσει την πηγή του πόνου του στο κάταγμα της άνω γνάθου. Εκτός του ότι έχασε μερικά δόντια, με το σπάσιμο κάποια μικρά οστά σφηνώθηκαν στα ούλα του. «Οι πλέον φοβεροί πόνοι ήσαν αυτά τα κοκκαλάκια. Σα γιαλί έκοπτον…» θα γράψει ο παθών.
Ο τραυματισμός του «μεγάλου αιρετικού», που μέσα από το έργο του «Πάπισσα Ιωάννα» «τόλμησε» να σατιρίσει τη δυτική εκκλησία του Μεσαίωνα και γι αυτό να αφοριστεί από την Ιερά Σύνοδο, για αρκετό καιρό αποτελεί προσφιλές θέμα σχολίων συμπάθειας, αλλά και κακεντρέχειας, στους κύκλους των διανοουμένων της Αθήνας. «Τον καταράστηκαν οι πάπες…» διατυπώνουν κάποιοι κυνικά, ενώ ορισμένοι θα κάνουν λόγο ακόμη και για ατύχημα – δάχτυλο της θιγμένης εκκλησίας. Αλλά η… πέτρα του σκανδάλου Πάπισσα έχει παλιώσει και δεν πείθει για γενεσιουργός αιτία μίας… συνωμοσίας. Πιάνε πια 20 χρόνια από την κυκλοφορία του μυθιστορήματος κι όπως συχνά πυκνά λέει ο ίδιος ο Ροΐδης «ακόμα κι οι πάπες έχουν ξεχάσει την προσβολή» (η εκκλησία βέβαια δεν έχει ακριβώς την ίδια άποψη, αφού θα άρει τον αφορισμό της μόνον λίγο πριν εκείνος εκπνεύσει για να μεταλάβει τη θεία κοινωνία). Στην πραγματικότητα, αν κάποιοι θέλουν να αποδώσουν το ατύχημα του Ροΐδη σε… μεθόδευση, έχουν άλλους λόγους, πιο σύγχρονους…. Ανυπόγραφο σχόλιο της εφημερίδας «Αιών» κάνει λόγο για τον συν-εκδότη Ροΐδη (ο έτερος είναι ο σκιτσογράφος Θέμος Άννινος) του σατιρικού εντύπου «Ασμοδαίος», φανατικό υποστηρικτή του Τρικούπη, που με τα πύρινα άρθρα του ασκεί σκληρή κριτική στη νεότευκτη κυβέρνηση Δηλιγιάννη και που ενδεχομένως προκάλεσε την μήνι οπαδών του κυβερνήτου, οι οποίοι θέλησαν να του δώσουν ένα μάθημα.
Ουδέποτε θα αποδειχθεί «προβοκάτσια» σε βάρος του Ροΐδη. Άλλωστε και μόνον εκ του παρεξηγημένου επαγγέλματός τους οι δύο εμπλεκόμενοι στο ατύχημα αμαξάδες, είναι γεννημένοι να σπέρνουν τον τρόμο…
Σε κάθε περίπτωση, ο Ροΐδης έχει να αντιμετωπίσει τον σοβαρότατο τραυματισμό του, που για πολύ καιρό τον έχει μετατρέψει από κωφό σε κωφάλαλο. «Με εβούβαναν. Με έδεσαν εις τρόπον που είναι αδύνατον να είπω λέξιν» διατυπώνει με παράπονο στο σημειωματάριό του.
Η αλήθεια είναι ότι το κάταγμα που υπέστη ο συγγραφέας θα ανοίξει δρόμο στην εξέλιξη της χειρουργικής στην Ελλάδα. Ο καθηγητής Μαγγίνας, είτε από αδεξιότητα είτε από απροσεξία, θα προχωρήσει σε στρεβλή ανάταξη της τραυματισμένης γνάθου. «… του το έγραψα πως την αισθάνομαι στραβά, του το εζουγράφισα και πάντα μου έλεγε πως έχω λάθος χωρίς να κυττάξει» θα καταθέσει αργότερα ο Ροΐδης.
Είναι εξαιρετικά θυμωμένος και στις σκόρπιες σημειώσεις του δεν παραλείπει να καταγράφει αιχμές για τη συμπεριφορά του καθηγητή Μαγγίνα, την οποία, όπως λέει, αποδίδει στο γεγονός ότι ο ίδιος ο ασθενής είναι «πολύ πτωχός» για να αξίζει την προσοχή του γιατρού… Την απαρέσκεια του Ροΐδη προς τον χειρουργό περιγράφει χαρακτηριστικά ο βιογράφος του, Α. Ανδρεάδης: «Εθισμένος εις την δυστυχίαν περιωρίσθη, ιαθείς, να είπη εις τον δράστην της πρώτης συγκολλήσεως ασκληπιάδην: Σας εύχομαι, αν ποτέ σας συμβή δυστύχημα, να εύρετε και υμείς ιατρόν να σας περιποιηθή όπως σεις περιποιήθητε εμέ»…
Την αποκατάσταση του λάθους θα αναλάβει εντέλει με την επιστροφή του στην Αθήνα ο Αρεταίος, ο οποίος για να φέρει τη γνάθο στη σωστή θέση της δεν έχει παρά να τη σπάσει. Ο Ροΐδης ανακουφίζεται με την άφιξη του φίλου του και παρά τον αφόρητο πόνο, που γνωρίζει ότι θα του προκαλέσει η αποκόλληση, δηλώνει ικανοποιημένος: «Ούτε πόνοι, ούτε βάσανα… φθάνει μόνον να ήμαι βέβαιος πως τα πράγματα είναι σωστά»…
Η ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ
Από τις σημειώσεις του Ροΐδη, κυρίως όμως από ιατρικές αναφορές που καταγράφηκαν σε πανεπιστημιακά αρχεία, προκύπτει ότι για τη χειρουργική ανάταξη και ακινητοποίηση του κατάγματος της άνω γνάθου του Ροΐδη επιχειρήθηκε αρχικά η τοποθέτηση στο στόμα νάρθηκα από γουταπέρκα (υλικό αδρανές, συγγενές προς το καουτσούκ), ο οποίος όμως λόγω της σκληρής φύσης του προκαλούσε μεγαλύτερο πόνο στον τραυματία, οπότε αντικαταστάθηκε με νάρθηκα από φελλό.
Με τη βοήθεια συρμάτινων περιδέσεων και ελαστικών δακτυλίων, τα στρεβλωμένα από τον τραυματισμό δόντια σταθεροποιήθηκαν πάνω στο ξένο υλικό στη σωστή θέση τους και η αναταγμένη γνάθος ακινητοποιήθηκε για να «δέσει».
…ΞΥΡΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΟΣ…
Κομψός, προσεγμένος, ελαφρώς νάρκισσος, θα έλεγε ο παρατηρητής της εποχής, ο Ροΐδης που υπομένει με στωικότητα τους πόνους και τις ταλαιπωρίες στη διαδρομή προς την αποκατάσταση του τραύματός του, αστράφτει και βροντάει όταν οι γιατροί τού ξυρίζουν την καλοφροντισμένη γενειάδα για να παρακολουθούν καλύτερα τα στάδια της επέμβασης. Είναι εντολή του καθηγητή Φυσιολογίας και Παθολογίας της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, Ζωχιού, και ο Ροΐδης, για να τον τιμωρήσει, ζητά τόσο τη δική του απομάκρυνση από τη διαδικασία αποθεραπείας όσο και των βοηθών του ψυχολόγων, για διάστημα τεσσάρων μηνών, έως ότου -όπως λέει- φτάσει το μούσι του στο σημείο που βρισκόταν πριν το ξυρίσουν! Όταν μετανιώνει γι’ αυτό το πείσμα του, είναι αργά. Για να αντιμετωπίσει τους αφόρητους πόνους αναγκάζεται να παίρνει μορφίνη, η αποτελεσματικότητα της οποίας κάποτε ατονεί. Δεν μπορεί πια να κοιμηθεί. Απελπίζεται. Για «37 νύχτες όλο περπατώ» γράφει. Η κατάσταση κλονίζει αυτήν τη φορά σοβαρά την ψυχική υγεία του. Αϋπνίες και σωματική κόπωση τον κρατούν εγκλωβισμένο στο σπίτι για δύο μήνες. Απομακρύνεται από τον κόσμο, κλείνεται στον εαυτό του κι όταν μπορεί να βγει από το σπίτι, το κάνει νύχτα και κρυφά. Το πρόσωπό του είναι πρησμένο από τις επεμβάσεις, αλλοιωμένο από τον διαρκή πόνο. Ο φόβος του ότι θα μείνει για πάντα παραμορφωμένος, αυτός ο υπηρέτης της αισθητικής, επιτείνει τη δυσφορία του. Προσπαθώντας να διασκεδάσει τις ανησυχίες του, γράφει: «Για παντρειά δεν ήμαι αν μείνω κομμάτι στραβομούρης – υπομονή».
Ο Ροΐδης θα βγει από την περιπέτεια, πράγματι με ελαφρά παραμόρφωση, την οποία θα επιχειρήσει να κρύψει πίσω από παχύ μουστάκι και πλούσια γενειάδα. Οι διανοούμενοι σύντροφοί του θα τον χάσουν για καιρό από τα πηγαδάκια του Γιαννόπουλου και όταν θα τον ξαναβρούν, θα είναι πλέον αλλαγμένος. Οξύθυμος, κυκλοθυμικός, ψυχικά ασταθής, αλλά τουλάχιστον σταθερός σε παραγωγή πονημάτων και εύστοχων ιδεών. Θα αποδημήσει περίπου 20 χρόνια μετά τον σοβαρό τραυματισμό του, στο ξημέρωμα του 20ού αι.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ