Αντιγράφει, υπογράφει και γράφει ο Κώστας Κωνσταντινίδης.
«Κατανοώ το γεγονός ότι το θέαμα της σημαίας που κυματίζει στον άνεμο κάνει την καρδιά σας να χτυπάει δυνατά, και η μουσική και οι στίχοι του εθνικού ύμνου σας προκαλούν αυτό το γαργάλημα στις φλέβες και το ανατρίχιασμα που αποκαλείται συγκίνηση. Εσείς, τη λέξη «πατρίδα» (που τη γράφετε πάντα με κεφαλαίο Π) δεν τη συσχετίζετε με τους ασεβείς στίχους του νεαρού Πάμπλο Νερούδα:
Πατρίδα,
λέξη μελαγχολική,
όπως θερμόμετρο ή ανελκυστήρας.
Ούτε με τον φονικό αφορισμό του δρος Τζόνσον («Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός παλιανθρώπου»), αλλά με ηρωικές επελάσεις ιππικού, σπαθιά που βυθίζονται σε στήθη εχθρικών στολών, σαλπίσματα, πυροβολισμούς και κανονιές που δεν προέρχονται από μπουκάλια σαμπάνιας. Ανήκετε, κατά τα φαινόμενα, στο σύμφυρμα αρσενικών και θηλυκών που κοιτάζουν με σεβασμό τα αγάλματα των επιφανών που στολίζουν τις δημόσιες πλατείες και αγανακτούν με τα περιστέρια που χέζουν επάνω τους, και είστε ικανοί να ξυπνήσετε από τα χαράματα και να περιμένετε ώρες ώστε να μη χάσετε την καλή θέση στο Πεδίον του Άρεως για τη στρατιωτική παρέλαση τις μέρες των εθνικών επετείων, θέαμα το οποίο σας ωθεί σε εγκωμιαστικά σχόλια όπου σπινθηρίζουν οι λέξεις «στρατιωτικό», «πατριωτικό» και «αρρενωπό». Κύριε, κυρία: μέσα σας είναι φωλιασμένο ένα λυσσασμένο θηρίο που αποτελεί κίνδυνο για την ανθρωπότητα.
Είστε μια ζωντανή σαβούρα που τραβάει κάτω τον πολιτισμό από την εποχή του κανίβαλου με τα τατουάζ, το τρυπημένο δέρμα και τη θήκη του φαλλού, του προλογικού μάγου που χτυπούσε τα πόδια του στο χώμα για να φέρει βροχή και καταβρόχθιζε την καρδιά του αντιπάλου του για να του κλέψει τη δύναμη. Στην πραγματικότητα, πίσω από τις αγορεύσεις σας και τα λάβαρα προς τιμήν αυτού του θραύσματος γεωγραφίας, του στιγματισμένου από ορόσημα και αυθαίρετα σύνορα στα οποία εσείς βλέπετε την προσωποποίηση μιας ανώτερης μορφής της ιστορίας και της κοινωνικής μεταφυσικής, δεν υπάρχει παρά η πανούργα σημερινή εκδοχή του αρχέγονου φόβου, του φόβου να ανεξαρτητοποιηθεί κάποιος από τη φυλή, να πάψει να είναι μάζα, μέλος, και να γίνει άτομο, και η νοσταλγία για εκείνο τον πρόγονο για τον οποίο ο κόσμος άρχιζε και τελείωνε μέσα στα όρια του γνωστού, στο ξέφωτο του δάσους, στη σκοτεινή σπηλιά, στο ψηλό οροπέδιο, σ’ αυτό τον μικροσκοπικό θύλακο όπου το να μοιράζεται τη γλώσσα, τη μαγεία, τη σύγχυση, τα έθιμα και, κυρίως, την άγνοια και τους φόβους της ομάδας του, του έδινε θάρρος και τον έκανε να νιώθει προστατευμένος απέναντι στον κεραυνό, την αστραπή, τα άγρια θηρία και τις άλλες φυλές του πλανήτη.
Όσο κι αν έχουν περάσει αιώνες από εκείνους τους μακρινούς χρόνους και πιστεύετε ότι, επειδή φοράτε σακάκι και γραβάτα ή στενή φούστα και κάνετε λίφτινγκ στο Μαϊάμι, είστε πολύ ανώτεροι από εκείνο τον πρόγονο που σκέπαζε τα λαγόνια του με φλούδες δέντρων και τρυπούσε τη μύτη του και τα χείλη του για να κρεμάσει στολίδια, εσείς είστε αυτός, και αυτή είστε εσείς. Ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει διαμέσου των αιώνων ονομάζεται τρόμος για το άγνωστο, μίσος για το διαφορετικό, απόρριψη της περιπέτειας, πανικός για την ελευθερία και την ευθύνη της καθημερινής επινόησης του εαυτού, δουλική αφοσίωση στη ρουτίνα, στην αγέλη, άρνηση της αποσυλλογικοποίησης ώστε να μην αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε την καθημερινή πρόκληση της ατομικής κυριαρχίας. Εκείνα τα χρόνια, ο ανυπεράσπιστος ανθρωποφάγος, βυθισμένος σε μεταφυσική και φυσική άγνοια απέναντι σε ότι συνέβαινε γύρω του, είχε κάποιο δίκιο να αρνείται να γίνει ανεξάρτητος, δημιουργικός και ελεύθερος στα δικά μας χρόνια, όπου ξέρουμε πια όλα όσα χρειάζεται να ξέρουμε κι ακόμη παραπάνω, δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για να επιμένει κανείς να είναι σκλάβος και άλογο ον.
Η κρίση αυτή θα σας φαίνεται ίσως αυστηρή, ακραία, όταν αναφέρεται σε κάτι που, για σας, δεν είναι παρά ένα χρηστό και ιδεαλιστικό συναίσθημα αλληλεγγύης και αγάπης για τα πάτρια εδάφη και τις αναμνήσεις («η γη και οι νεκροί», κατά τον Γάλλο ανθρωποειδή κύριο Μωρίς Μπαρές), αυτό το πλαίσιο περιβαλλοντικών και πολιτιστικών αναφορών χωρίς το οποίο ο άνθρωπος αισθάνεται άδειος. Σας διαβεβαιώ ότι αυτή είναι η μια όψη του πατριωτικού νομίσματος˙ η άλλη, δηλαδή το αντίθετο της λατρείας του «δικού» σας, είναι η αμαύρωση του ξένου, η επιθυμία να ταπεινώσετε και να κατατροπώσετε τους υπολοίπους, αυτούς που είναι διαφορετικοί από από εσάς επειδή έχουν άλλο χρώμα δέρματος, άλλη γλώσσα, άλλο θεό, ακόμη και άλλα ρούχα ή άλλο διαιτολόγιο.
Ο πατριωτισμός, που στην πραγματικότητα μοιάζει με καλοκάγαθη μορφή εθνικισμού –γιατί το «πατρίδα» μοιάζει πιο παλιό, πιο εγγενές και σεβαστό από το «έθνος», γελοίο πολιτικό-διοικητικό κατασκεύασμα επινοημένο από πολιτικούς άπληστους για εξουσία και από διανοούμενους σε αναζήτηση αφεντικού, δηλαδή μαικήνα, δηλαδή μαστών προς απομύζηση-, είναι ένα επικίνδυνο αλλά αποτελεσματικό άλλοθι για τους πολέμους που έχουν αποδεκατίσει τον πληθυσμό του πλανήτη αμέτρητες φορές, για τα δεσποτικά ορμέμφυτα που έχουν καθαγιάσει την κυριαρχία του δυνατού πάνω στον αδύνατο, και ένα προπέτασμα εξισωτικού καπνού του οποίου οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις ισοπεδώνουν τα ανθρώπινα όντα, τα κλωνοποιούν και τους επιβάλλουν, ως κάτι το ουσιώδες και ανεπανόρθωτο τον πιο τυχαίο απ’ όλους τους κοινούς παρανομαστές: τον τόπο γέννησης.
Πίσω από τον πατριωτισμό και τον εθνικισμό φλογοβολεί πάντοτε η κακοήθης συλλογική μυθοπλασία της ταυτότητας, αυτού του οντολογικού συρματοπλέγματος που φιλοδοξεί να συμπήξει, σε αναπόδραστη και σαφώς καθορισμένη αδελφότητα, τους «Έλληνες», τους «Ούγγρους», τους «Γάλλους», τους «Γερμανούς», τους «Πολωνούς» κτλ. Εσείς κι εγώ γνωρίζουμε ότι αυτές οι κατηγορίες δεν είναι παρά ποταπά ψεύδη που ρίχνουν ένα μανδύα λήθης πάνω σε άπειρες διαφορές και αντιθέσεις και επιχειρούν να καταργήσουν αιώνες ιστορίας και να επαναφέρουν τον πολιτισμό σ’ εκείνες τις βάρβαρες εποχές πριν την δημιουργία της ατομικότητας, του ορθολογισμού της ελευθερίας και του διαφωτισμού που ΕΣΕΙΣ σιχαίνεστε όπως ο διάολος το λιβάνι πιθανότατα για λόγους που μόνο η ήττα στη κρεβατοκάμαρα της μαμάς σας αλλά και τη δική σας μπορεί να εξηγήσει».