Σαν σήμερα στις 26 Απριλίου 1937, έγινε πολύνεκρη αεροπορική επίθεση κατά της βασκικής πόλης Γκουέρνικα από Γερμανούς και Ιταλούς εθελοντές αεροπόρους, που συνεργάζονταν με τους εθνικιστές του στρατηγού Φράνκο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου (1936-1939).
Ο βομβαρδισμός έμεινε στην ιστορία κυρίως χάρη στον πίνακα του μεγάλου Ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, που αποτύπωσε μοναδικά τη φρίκη του πολέμου.
Την άνοιξη του 1937 οι εθνικιστές του Φράνκο, έχοντας υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας, θέλησαν να διασφαλίσουν την κυριαρχία τους και στον βορά, με την κατάληψη του Μπιλμπάο, της μεγαλύτερης πόλης των ανυπότακτων Βάσκων, που συνεργάζονταν με τη δημοκρατική κυβέρνηση της Μαδρίτης. Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν η Γκουέρνικα (Γκερνίκα η σωστή της προφορά στα ισπανικά), που βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο στον δρόμο για το Μπιλμπάο. Η Γκουέρνικα, στην οποία ζούσαν 5.000 άνθρωποι, αλλά και χιλιάδες Δημοκρατικοί πρόσφυγες, ήταν σημαντική πόλη για τους Βάσκους, γιατί κάτω από μια βελανιδιά στο κέντρο της πόλης συνήθιζε να συνεδριάζει η Βουλή τους.
Η εντολή για τον βομβαρδισμό της Γκουέρνικα δόθηκε από τους φρανκιστές στον αντισμήναρχο Βόλφραμ Φράιχερ φον Ριχτχόφεν, που ήταν επικεφαλής των Γερμανών εθελοντών, οι οποίοι είχαν συγκροτήσει τη «Λεγεώνα Κόνδωρ». Τυπικά, η ναζιστική Γερμανία ήταν ουδέτερη στον Ισπανικό Εμφύλιο. Συμμετείχε, όμως, ουσιαστικά στις επιχειρήσεις με μια ομάδα εθελοντών, που ήταν όλοι τους έμπειροι αεροπόροι της Λουτβάφε και πιλοτάριζαν τελευταίου τύπου αεροπλάνα. Όπως παραδέχθηκε αργότερα ο αρχιναζιστής Χέρμαν Γκέρινγκ στη Δίκη της Νυρεμβέργης, οι νεαροί πιλότοι είχαν σταλεί με διαταγή του Ράιχ για να εμποδίσουν την εξάπλωση του Κομμουνισμού, αλλά και να δοκιμαστούν σε συνθήκες μάχης.
Στην επιχείρηση που σχεδίασε ο Ριχτχόφεν θα έπαιρναν μέρος 20 γερμανικά μαχητικά και 3 ιταλικά, τα οποία αποτελούσαν τμήμα του ιταλικού εθελοντικού σώματος, που είχε στείλει ο Μουσολίνι για την υποστήριξη του ομοϊδεάτη του Φράνκο. Τα αεροπλάνα θα επιχειρούσαν πέντε κύματα επιθέσεων, πρώτα στα περίχωρα και στη συνέχεια μέσα στη Γκουέρνικα, με βόμβες των 250 και 50 κιλών και εμπρηστικές του ενός κιλού.
Η Επιχείρηση Επίπληξη (Operation Rugen), όπως ήταν η κωδική της ονομασία, πραγματοποιήθηκε από τις 4.30 το απόγευμα έως τις 7 το βράδυ της 26ης Απριλίου 1937. Ήταν κυριολεκτικά ένας περίπατος για τους πιλότους, καθώς η πόλη ήταν ανοχύρωτη. Οι βομβαρδισμοί ήταν καταιγιστικοί και ανηλεείς, με αποτέλεσμα η πόλη σχεδόν να ισοπεδωθεί και από τις μεγάλες πυρκαγιές που ακολούθησαν. Τα θύματα από τους βομβαρδισμούς ανήλθαν σε 1654 νεκρούς και 889 τραυματίες, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσαν οι αρχές. Πρόσφατες έρευνες μειώνουν τον αριθμό των νεκρών, το πολύ στους 300.
Αυτό δεν μειώνει σε τίποτα τη φρίκη της επίθεσης, που ήταν ένα κλασικό έγκλημα πολέμου, ένα τυφλό χτύπημα και μια πράξη τρομοκρατίας, αφού η επίθεση δεν εκδηλώθηκε κατά στρατιωτικού στόχου.
Σύμφωνα με εικασίες που αναπτύχθηκαν αργότερα, οι Γερμανοί θα πρέπει να υπερέβησαν τις οδηγίες των Ισπανών και να εκδήλωσαν την επίθεση με περισσή ένταση, ως αντίποινα για το λιντσάρισμα από Δημοκρατικούς, ενός Γερμανού πιλότου, το αεροπλάνο του οποίου είχε πέσει κοντά στο Μπιλμπάο, λίγες ημέρες νωρίτερα.
Οι εθνικιστές, χωρίς να αρνηθούν τον βομβαρδισμό της Γκουέρνικα, έριξαν τις ευθύνες για τις μεγάλες πυρκαγιές και τις εκτεταμένες καταστροφές στους υποχωρούντες Δημοκρατικούς και στις τακτικές της «καμένης γης» που εφάρμοζαν. Δημοσιογραφικές μαρτυρίες από πρώτο χέρι τούς δικαιώνουν εν μέρει.
Όπως και σε ανάλογες περιπτώσεις στην Ελλάδα, η Δημοκρατική Γερμανία ζήτησε συγγνώμη για τις ωμότητες που διέπραξαν οι ναζιστές στην Ισπανία. Στην 60η επέτειο του βομβαρδισμού της Γκουέρνικα το 1997, ο γερμανός πρόεδρος Ρόμαν Χέρτζοχ, με επιστολή τους προς του επιζώντες, τους «έτεινε χείρα φιλίας και συμφιλίωσης, εξ ονόματος του γερμανικού λαού». Το 1998 η γερμανική Βουλή με απόφασή της αφαίρεσε όλα τα ονόματα των μελών της Λεγεώνας Κόνδωρ, που είχαν δοθεί σε γερμανικά στρατόπεδα.
Η Γκουέρνικα του Πικάσο
Την εποχή του βομβαρδισμού της Γκουέρνικα, ο μεγάλος ισπανός ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο ετοίμαζε έναν πίνακα, παραγγελία της Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Μαδρίτης, που θα κοσμούσε το Ισπανικό Περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων. Μόλις πληροφορήθηκε τη μεγάλη σφαγή, ονόμασε τον πίνακα Γκουέρνικα, θέλοντας να εκφράσει την απέχθειά του προς τους στρατιωτικούς «που βύθισαν την Ισπανία στον ωκεανό του πόνου και του θανάτου».
Το έργο του Πικάσο είναι μία τεράστια ελαιογραφία (3,49 x 7,77 μ.), που περιγράφει την απανθρωπιά, τη βιαιότητα και την απόγνωση του πολέμου. Δείχνει ένα σκηνικό θανάτου, με διαμελισμένα ζώα και ανθρώπους, γυναίκες να κλαίνε, κρατώντας νεκρά μωρά και κατεστραμμένα κτήρια. Αρχικά, ο Πικάσο πειραματίστηκε με χρώμα, αλλά τελικά κατέληξε στο άσπρο, το μαύρο και το γκρι, καθώς θεώρησε ότι έτσι δίνει μεγαλύτερη ένταση στο θέμα.
Ο πίνακας εκτέθηκε τον Ιούλιο του 1937 στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων και συγκέντρωσε το γενικό ενδιαφέρον. Στη συνέχεια, περιόδευσε σε μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου, προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για την προάσπιση της Δημοκρατίας στην Ισπανία. Μετά την επικράτηση του Φράνκο, το 1939, η Γκουέρνικα βρήκε προσωρινό καταφύγιο στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΟΜΑ).
Το 1968 ο Φράνκο εξέφρασε την επιθυμία να εκτεθεί ο πίνακας στην Ισπανία. Ο Πικάσο αρνήθηκε και εξουσιοδότησε το ΜΟΜΑ να επιστρέψει τον πίνακα στην Ισπανία, μόλις αποκατασταθεί η Δημοκρατία. Αυτό έγινε το 1975, όταν πέθανε ο Φράνκο κι ενώ ο Πικάσο είχε φύγει από τη ζωή, δύο χρόνια νωρίτερα. Το 1981 η «Γκουέρνικα» επέστρεψε στα πάτρια εδάφη και αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα εκθέματα του Μουσείου «Πράδο» της Μαδρίτης. Από το 1992 κοσμεί το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Βασίλισσα Σοφία της Μαδρίτης.