Με την ευκαιρία της Ευρωπαϊκής Εβδομάδας Εμβολιασμού, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, τονίζει τη σημαντική συμβολή των εμβολίων στην εξάλειψη λοιμωδών νοσημάτων απειλητικών για τη ζωή. Στο πλαίσιο του αφιερώματος αυτού, καλεί τα κράτη μέλη να αναπτύξουν κατάλληλες στρατηγικές για ίση πρόσβαση του πληθυσμού στα εμβολιαστικά σχήματα και την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Φέτος γιορτάζονται 50 χρόνια από την ανάπτυξη του Διευρυμένου Προγράμματος Ανοσοποίησης (Expanded Programme on Immunization), μια πρωτοβουλία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που ξεκίνησε το 1974, με στόχο τη διασφάλιση ισότιμης πρόσβασης του παγκόσμιου πληθυσμού στον εμβολιασμό ανεξάρτητα γεωγραφικής ή κοινωνικοοικονομικής θέσης. Η ανοσοποίηση αποτελεί βασική συνιστώσα του δικαιώματος στην υγεία αλλά και ατομική, κοινοτική και κυβερνητική ευθύνη. Στα πρώτα στάδια εφαρμογής το EPI επικεντρώθηκε στην προστασία των παιδιών έναντι της φυματίωσης, της διφθερίτιδας, του τετάνου, του κοκκύτη, της πολιομελίτιδας και της ιλαράς. Ένα από τα σημαντικά ορόσημα της περιόδου αυτής είναι η εξάλειψη της ευλογιάς το 1980. Σήμερα, ο αριθμός των εμβολίων που διατίθενται έχει αυξηθεί σημαντικά ενώ απευθύνονται σε όλες τις ηλιακές ομάδες (βρέφη, παιδιά, εφήβους και ενήλικες) ενισχύοντας το εύρος της ανοσίας. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εμβόλια έναντι του Ιού των Ανθρωπίνων Θηλωμάτων, του πνευμονιοκόκκου και της γρίπης. Ουσιαστικά, σε μόλις 5 δεκαετίες χτίστηκε ένας κόσμος όπου κάθε παιδί -μέσω του εμβολιασμού- έχει την ευκαιρία να επιβιώσει και να ευημερήσει.
Ωστόσο, οι προκλήσεις είναι πολλές και ο αγώνας έναντι των λοιμωδών νοσημάτων απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και ευρείες συνεργασίες – εθνικές και διακρατικές όπως αναδείχθηκε στην πρόσφατη κρίση δημόσιας υγείας που οφείλεται στην πανδημία Covid – 19. Ιδιαίτερα σήμερα, οι συλλογικές προσπάθειες με στόχο την κάλυψη των εμβολιαστικών κενών είναι επιτακτικές καθώς κατά τη διάρκεια της πανδημίας σημειώθηκε ανησυχητική παγκόσμια μείωση των ποσοστών εμβολιασμού και κατά επέκταση της συλλογικής ανοσίας με κίνδυνο την αναζωπύρωση απειλητικών για τη ζωή λοιμωδών νοσημάτων όπως ιλαρά και κοκκύτη. Το μεγάλο δίδαγμα από την πανδημία είναι πως η υγειονομική φροντίδα θα πρέπει πλέον να εστιάζει στην πρόληψη και τον έλεγχο των χρόνιων ασθενειών. Η επένδυση στην πρόληψη, όπως ίσως είναι γνωστό, αποτελεί επένδυση στη δημόσια υγεία και την οικονομία. Πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Λοιμωδών Νοσημάτων (CDC), των ΗΠΑ αναφέρει, ότι για κάθε δολάριο που δαπανάται για τον παιδικό εμβολιασμό, εξοικονομούνται 3$ όσον αφορά το άμεσο κόστος και 10$ όσον αφορά το συνολικό κόστος για την κοινωνία. Στην Ελλάδα, για κάθε ευρώ που επενδύεται στον παιδικό εμβολιασμό, υπολογίζεται ότι προκύπτει εξοικονόμηση 3.1€ άμεσα και 8.5€ συνολικά από έμμεσο κοινωνικό κόστος.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο ΣΦΕΕ κρίνει ιδιαίτερα σημαντική την τήρηση των εθνικών συστάσεων, τη θεσμοθέτηση εμβολιαστικών στόχων σύμφωνα με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές οδηγίες, τη συνεχή ενημέρωση του πληθυσμού, την επένδυση σε καινοτόμα εμβόλια και την παρακολούθηση της εμβολιαστικής κάλυψης μέσω συστημάτων καταγραφής. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί από το σύνολο της Πολιτείας στη διατήρηση της εμβολιαστικής κάλυψης σε βρέφη και παιδιά και στην αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού στους εφήβους και ενήλικες καθώς σημειώνονται εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης.
Ο εμβολιασμός είναι βασικός πυλώνας της Πολιτικής Υγείας. Η ανάπτυξη και υλοποίηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων αποτελούν επένδυση στον άνθρωπο και την κοινωνία. Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο σύγχρονα εμβολιαστικά προγράμματα που απευθύνεται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού. Ωστόσο, απαιτούνται συλλογικές προσπάθειες με στόχο την ορθή τήρηση των εμβολιαστικών συστάσεων και τη διαμόρφωση κοινής αντίληψης σχετικά με τα οφέλη των πολιτικών πρόληψης και προαγωγής της υγείας.