Ρεπορτάζ: Βασίλη Τζήμτσος
Στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά θα καθίσουν τον ερχόμενο Οκτώβριο οι κατηγορούμενοι για την τεράστια οικολογική καταστροφή που προκάλεσε στο Σαρωνικό κόλπο το μικρό δεξαμενόπλοιο “Αγία Ζώνη ΙΙ” στις 10 Σεπτεμβρίου 2017.
Με τη συμπλήρωση επτά ετών από την μεγαλύτερη ρύπανση των τελευταίων ετών από τη Σαλαμίνα μέχρι τη Γλυφάδα, θα καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου οι φερόμενοι ως εμπλεκόμενοι στη ρύπανση, μεταξύ των οποίων και ο πλοιοκτήτης Θεόδωρος Κουντούρης, η εταιρεία του οποίου με έδρα το Πέραμα δραστηριοποιείται στον ανεφοδιασμό πλοίων με ναυτιλιακά καύσιμα.
Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης καθυστέρησε πολλά χρόνια λόγω της πολύμηνης καθυστέρησης στην υποβολή των πορισμάτων των πραγματογνωμόνων, αλλά και δικονομικών ζητημάτων που εξετάστηκαν τα προηγούμενα χρόνια με αποτέλεσμα η δικογραφία να πηγαινοέρχεται στα αρμόδια δικαστικά συμβούλια, μέχρι να αποφανθούν τελικά οι δικαστές πως πρέπει να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι σε δίκη.
Υπενθυμίζεται πως η τεράστια πετρελαιοκηλίδα προκλήθηκε μετά τη βύθιση του “Αγία Ζώνη ΙΙ” νοτιοδυτικά της νησίδας Αταλάντης, ενώ σε αυτό επέβαιναν δύο άτομα που έπεσαν στη θάλασσα και διασώθηκαν.
Από το πλοίο διέρρευσαν περίπου 500 τόνοι πετρελαιοειδών, οι οποίοι ρύπαναν τις ακτές της Αττικής.
Το Λιμενικό Σώμα ενημερώθηκε για το περιστατικό από παραπλέον πλοίο και ξεκίνησε πολυημερη διαδικασία απάντλησης των καυσίμων.
Αρχικά τα καύσιμα αντλήθηκαν στο δεξαμενόπλοιο “Lassea” στο οποίο εντοπίστηκαν μίγματα πετρελαιοειδών χωρίς νόμιμα παραστατικά.
Η απάντληση συνεχίστηκε και τα καύσιμα μεταφέρθηκαν σε άλλο πλοίο.
Η ανέλκυση του ναυαγίου έγινε 2,5 μήνες μετά τη βύθιση και το “Αγία Ζώνη ΙΙ” μεταφέρθηκε στα Αμπελάκια Σαλαμίνας.
Σύμφωνα με την έκθεση του Γ΄ Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων, το ναυάγιο προκλήθηκε από «εκ προθέσεως πράξεις και παραλείψεις και εξ αμελείας αντίστοιχα», επισημαίνοντας ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι «συγκεκριμένες ενέργειες συντελέστηκαν βάσει σχεδίου προκειμένου να αποκομιστεί οικονομικό όφελος».
Αυτές οι ενέργειες ήταν το άνοιγμα των επιστομίων για το έρμα, η καθυστέρηση ενημέρωσης των αρχών, η ανάθεση της απορρύπανσης από την πλοιοκτήτρια σε εταιρεία, η οποία με τη σειρά την ανέθεσε σε άλλη εξειδικευμένη εταιρεία.
Επίσης αναφέρεται ότι κάποια από τα επιστόμια των δεξαμενών καυσίμων ήταν ανοιχτά, με αποτέλεσμα να διαρρεύσει το καύσιμο και να προκληθεί ρύπανση πολύ μεγαλύτερη από ό,τι αν ήταν κλειστά.
Για τα αίτια της βύθισης του μικρού δεξαμενόπλοιου και της πελώριας ρύπανσης, συνέταξε πόρισμα και το Τμήμα Ναυπηγικής και Τεχνολογίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, σύμφωνα με το οποίο η εισροή υδάτων δεν οφειλόταν σε φθορά του πλοίου ή σε λειτουργία των αντλιών νερού, αλλά από «εκρηκτική φόρτιση» των ελασμάτων του πλοίου, η οποία δημιούργησε μια ρωγμή από την οποία εισήλθαν νερά σε δεξαμενές στη δεξιά πλευρά του πλοίου, με αποτέλεσμα το πλοίο να πάρει νερά στο μηχανοστάσιο από το οπίσθιο φινιστρίνι, να πάρει κλίση και να βυθιστεί.
Σύμφωνα με την εταιρεία που ανέλαβε τον καθαρισμό της θάλασσας, αφαιρέθηκαν 142 τόνοι μαζούτ από την επιφάνεια της θάλασσας 3.554 κυβικά υγρών πετρελαιοειδών αποβλήτων και 2.240 τόνοι ρυπασμένων χωμάτων από τις ακτές.
Οι απαγορεύσεις στην κολύμβηση άρθηκαν στις 16 Απριλίου 2018, οκτώ μήνες μετά τη ρύπανση.
Το Διεθνές Ταμείο για Αποζημιώσεις από Ρύπανση Πετρελαίου (IOPC) έλαβε 373 αιτήματα αποζημίωσης, από τα οποία ενέκρινε τα 300, καταβάλλοντας αποζημιώσεις ύψους 11,27 εκατομμυρίων ευρώ.