Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος, ΔΣ πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων.
Οι ανακεφαλαιοποιήσεις για την διάσωση των τραπεζών την περίοδο της οικονομικής κρίσης, έλαβαν χώρα με χρήματα του ελληνικού δημοσίου, δηλαδή με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, χωρίς να απαιτηθεί από τις τράπεζες η διαγραφή μέρους των δανείων πολιτών. Ο Συνήγορος του Καταναλωτή, Ανεξάρτητη Αρχή επιφορτισμένη από το ν. 3297/2004 (ΦΕΚ Α 259/23.12.04) με τη συναινετική επίλυση καταναλωτικών διαφορών, έχει δεχθεί διαχρονικά πολλές αναφορές καταναλωτών με αίτημα την απαλλαγή τους από τα έξοδα και τέλη καταχώρησης των εμπραγμάτων δικαιωμάτων, που είχαν συσταθεί υπέρ των τραπεζών προς εξασφάλιση των απαιτήσεών τους έναντι των δανειοληπτών.
Έγγραφη σύσταση πόρισμα του συνηγόρου του καταναλωτή κατά Τραπεζών για αυθαίρετες και καταχρηστικές χρεώσεις, που επιβάλλουν για την εγγραφή εμπραγμάτων δικαιωμάτων τους στο Εθνικό Κτηματολόγιο, σε βάρος των δανειοληπτών (αρ. Πρωτ. 4023), εμφαίνεται ότι οι πολίτες επιβαρύνονται με ένα επιπλέον περιττό τέλος, με το οποίο θα έπρεπε να επιβαρύνονται αποκλειστικά οι τράπεζες. Το θεσμικό πλαίσιο για τη σύνταξη και τήρηση του Εθνικού Κτηματολογίου αποτελείται από δύο βασικά νομοθετήματα. Με το ν. 2308/1995 (ΦΕΚ Α’ 114), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ρυθμίζεται η διαδικασία της κτηματογράφησης, ενώ ο ν.2664/1998 (ΦΕΚ Α’ 275), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αφορά στη λειτουργία του Κτηματολογίου. Και τα δύο νομοθετήματα έχουν υποστεί τροποποιήσεις με τους ν. 2508/1997 (ΦΕΚ Α’ 124), 3127/2003 (ΦΕΚ Α’ 67), 3212/2003 (ΦΕΚ Α’ 308), και 3481/2006 (ΦΕΚ Α’ 162) με σκοπό την επικαιροποίηση των ρυθμίσεων και την προσαρμογή τους στις νέες απαιτήσεις. Ειδικότερα, ενόψει των επιμέρους διατάξεων των πιο πάνω νομοθετημάτων, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: α. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, «1. Αντικείμενο των κτηματολογικών εγγραφών είναι τα εγγραπτέα δικαιώματα που αφορούν ακίνητα κατά την έννοια του άρθρου 948 του Αστικού Κώδικα και κάθε άλλο αυτοτελές, συνδεόμενο με το έδαφος, ιδιοκτησιακό αντικείμενο».
Ο Συνήγορος του Καταναλωτή, δέχθηκε πολλές αναφορές καταναλωτών με αίτημα την επιστροφή εξόδων ύψους από 1,20€ έως 1,50€ που τους χρέωσαν οι καταγγελλόμενες Τράπεζες για κάθε κατάθεση χρηματικών ποσών που έκαναν σε λογαριασμούς τρίτων. Ο σχετικός όρος που προβλέπεται στο τιμολόγιο εργασιών κάθε τράπεζας το οποίο είναι αναρτημένο σύμφωνα με την Π∆/ΤΕ 2501/2002 σε κάθε τραπεζικό κατάστημα, αποτελεί Γενικό Όρο Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) και συνεπώς ελέγχεται για την καταχρηστικότητά του βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν.2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών.
Με αυστηρές συστάσεις προς τις τράπεζες, ο συνήγορος του καταναλωτή, ζητά την κατάργηση παράνομων χρεώσεων.
Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, κατ’ άρθρο 4 παρ. 5 ν. 3297/2004, έπειτα από ενδελεχή μελέτη των περιπτώσεων που τέθηκαν υπόψη της Αρχής και συνεκτιμώντας το σύνολο των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που διατυπώθηκαν από τις τράπεζες στα απαντητικά τους έγγραφα, διαπιστώνουμε τα εξής:
Συνηθισμένη πρακτική των καταγγελλόμενων Τραπεζών είναι η χρέωση προμήθειας για κατάθεση σε λογαριασμό τρίτου προσώπου η οποία κυμαίνεται από 1,20€ έως 1,50€, ανάλογα εάν γίνεται μέσω ταμείου Τραπέζης ή μέσω e-banking. H σχετική χρέωση προβλέπεται στο τιμολόγιο εργασιών κάθε Τράπεζας το οποίο είναι αναρτημένο σύμφωνα με την Π∆/ΤΕ 2501/2002 σε κάθε τραπεζικό κατάστημα. Η σχετική χρέωση, από τη στιγμή που συνιστά όρο προδιατυπωμένο από τις τράπεζες και δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειολήπτες, αποτελεί Γενικό Όρο Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) και συνεπώς ελέγχεται για την καταχρηστικότητά της, βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν.2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών.
Σε έκθεση της, η τράπεζα της Ελλάδος ως κεντρική τράπεζα της Ελλάδος και εποπτεύουσα αρχή του συνόλου των τραπεζών, διαπιστώνει ότι: Οι τράπεζες προωθούν πακέτα συναλλαγών που παρέχουν συγκεκριμένο αριθμό τραπεζικών εργασιών με μηνιαία χρέωση.
Στο στόχαστρο της κεντρικής τράπεζας, της τράπεζας της Ελλάδος, έχουν τεθεί εννέα κατηγορίες χρεώσεων που επιβάλλονται σε κατόχους τραπεζικών λογαριασμών και αφορούν την κίνηση των λογαριασμών αυτών και για τις οποίες η κεντρική τράπεζα έχει ζητήσει τη δημοσιοποίηση των προμηθειών που εφαρμόζουν οι τράπεζες.
Η πλειοψηφία τους στρέφεται όμως πλέον σε πακέτα συναλλαγών που εξασφαλίζουν έναν συγκεκριμένο αριθμό τραπεζικών εργασιών με μηνιαία χρέωση του λογαριασμού, που ξεκινάει από 2 ευρώ και φθάνει έως και τα 10 ευρώ. Η εύκολη και κυρίως η προσιτή πρόσβαση των πολιτών σε τραπεζικές υπηρεσίες που έχουν να κάνουν με τη μεταφορά χρημάτων, αποτελεί βασική κατεύθυνση του κανονισμού που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για την εξομοίωση του κόστους για άμεσες πληρωμές και μεταφορές χρημάτων εντός του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών (SEPA), ενισχύοντας τα λεγόμενα instant payments, δηλαδή τις πληρωμές σε πραγματικό χρόνο. Οι κατηγορίες των τραπεζικών εργασιών για τις οποίες η ΤτΕ έχει ζητήσει τυποποιημένη πληροφόρηση για τις χρεώσεις είναι οι εξής:
1. Η παροχή αντιγράφου κινήσεων λογαριασμού. Πρόκειται για την χορήγηση έγχαρτου αντιγράφου κινήσεων και υπολοίπου λογαριασμού πέραν του απαιτούμενου από νομικές και κανονιστικές ρυθμίσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις της τράπεζας, υπηρεσία που χρεώνεται με κόστος από έως 0,90, το οποίο μπορεί να φτάσει όμως ακόμη και τα 45 ευρώ αν πρόκειται για επανέκδοση. 2. Η εγγραφή στις υπηρεσίες web banking. Η υπηρεσία αυτή προσφέρεται δωρεάν από ορισμένες τράπεζες, ενώ σε άλλες μπορεί να φτάσει έως και τα 8 ευρώ.
3. Η υπηρεσία ειδοποιήσεων, δηλαδή η ενημέρωση για τα υπόλοιπα και τις κινήσεις λογαριασμού πληρωμών, alerts κ.λπ. μέσω αποστολής sms ή email, έχει κόστος από 0 έως και 1,9 ευρώ. 4. Η ανάληψη μετρητών από ΑΤΜ είτε του ίδιου του παρόχου ή τρίτου παρόχου, που είναι δωρεάν όταν ο κάτοχος του λογαριασμού χρησιμοποιεί ΑΤΜ της τράπεζάς του, ενώ αντίθετα η ανάληψη χρημάτων από ΑΤΜ άλλης τράπεζας επιβαρύνεται με κόστος κοντά στο 1 ευρώ.
5. Η συνδρομή χρεωστικής κάρτας. Η κατοχή της χρεωστικής κάρτας δεν έχει ετήσια συνδρομή, αλλά επιβαρύνεται (στην 5ετή συνήθως) η ανανέωσή της ή έπειτα από απώλεια, φθορά ή κλοπή με μέσο κόστος 5-6 ευρώ περίπου ανάλογα με την τράπεζα. 6. Η πάγια εντολή, δηλαδή η μεταφορά χρημάτων σε τακτά χρονικά διαστήματα ενός χρηματικού ποσού από λογαριασμό του πελάτη σε άλλο λογαριασμό. Το κόστος αυτής της υπηρεσίας είναι συνήθως χαμηλό της τάξης των 0,50 ευρώ, αλλά μπορεί να είναι και υψηλότερο.
7. Η άμεση χρέωση, δηλαδή η μεταφορά χρημάτων με εξουσιοδότηση τρίτου από τον κάτοχο του λογαριασμού.
8. Η μεταφορά πίστωσης SEPA. Πρόκειται για τη μεταφορά χρημάτων από λογαριασμό του πελάτη σε λογαριασμό τρίτου και το κόστος ποικίλλει ανάλογα με το ύψος του μεταφερόμενου ποσού και τον τρόπο εκτέλεσης της συναλλαγής, δηλαδή αν γίνεται σε πραγματικό χρόνο ή όχι ή αν γίνεται από κατάστημα ή μέσω web. 9. Η πληρωμή οφειλών και λογαριασμών, όπως οφειλές στη φορολογική αρχή, σε ασφαλιστικούς οργανισμούς, ασφαλιστικές εταιρείες, εταιρείες παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας κ.λπ. Ορισμένες από αυτές τις υπηρεσίες παρέχονται δωρεάν για τον κάτοχο του λογαριασμού (π.χ. πληρωμές προς ΑΑΔΕ) ή με κόστος 0,50 ευρώ όταν πρόκειται π.χ. για πληρωμή ασφαλίστρων και εφόσον γίνονται μέσω internet και mobile banking. Η χρήση του ΑΤΜ χρεώνεται έως 1 ευρώ, ενώ έως και 3 ευρώ μπορεί να φτάσει το κόστος εφόσον η πληρωμή γίνει σε τραπεζικό κατάστημα….
Εκτός από την παράνομη μεταβίβαση απαιτήσεων από τις τράπεζες στα Φαντς, η ουσία βρίσκεται : στον έλεγχο του ύψους της οφειλής και στην υποχρέωση τήρησης του Κώδικα Δεοντολογίας και των αρχών της καλόπιστης διαπραγμάτευσης. Παράλληλα, απλές διαδικασίες, όπως η έκδοση μιας βεβαίωσης οφειλών ή βεβαίωση εξόφλησης, είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες.
Το ίδιο ισχύει και για το άνοιγμα λογαριασμού σε περίπτωση που ένα fund πουλήσει ένα δάνειο σε ένα άλλο . Νομικά , οι τράπεζες και τα funds εντός της επικράτειας , δεν έχουν δικαίωμα να λειτουργούν ανεξέλεγκτα , αλλά εποπτεύονται από την τράπεζα της Ελλάδος και το υπουργείο εμπορίου -ανάπτυξης . Με απόφαση τους, πολλά δικαστήρια δικαίωσαν δανειολήπτες, διότι το funds ΔΕΝ ΑΠΕΔΕΙΞΕ την ενεργητική του νομιμοποίηση λόγω γενόμενης τιτλοποίησης δανείων που επικαλέστηκε προς την εταιρεία ειδικού σκοπού .
Σύμφωνα με αποφάσεις δικαστηρίων δεν προσκομίστηκε το σύνολο των εγγράφων της επικαλούμενης τιτλοποίησης, ώστε να αποδειχθεί η ενεργητική νομιμοποίηση του fund, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό την αρχή της εγγράφου αποδείξεως και την αρχή της υποχρέωσης τήρησης του έγγραφου τύπου και έτσι ακυρώνει την εκδοθείσα διαταγή πληρωμής λόγω ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ.
Σύμφωνα με αποφάσεις δικαστηρίων, αποδείχθηκε ότι δεν τηρήθηκε η νομότυπη διαδικασία της τιτλοποίησης – μεταβίβασης των άνω δανείων, ως ο νόμος προβλέπει και διατάσσει: την ακύρωση της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής λόγω μη νομιμοποίησης του FUND και την ακύρωση κάθε πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης. Το δικαστήριο σε πολλές περιπτώσεις εξέδωσε καταδικαστικές αποφάσεις κατά funds, διότι, ΔΕΝ είχε λάβει χώρα νομίμως η διαδικασία της μεταβίβασης του επίδικου δάνειου από την τράπεζα στο fund και κατόπιν τούτου δεν συνάγεται η νομιμοποίηση του FUND λόγω της επικαλούμενης διαδικασίας τιτλοποίησης του δανείου.
Τις περισσότερες φορές τα Funds αμελούν την ύπαρξη του Κώδικα Δεοντολογίας και αποστέλλουν «τελεσίγραφα» προτάσεων με ριζικές λύσεις οριστικής διευθέτησης . Ο Κώδικας αναγράφει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συμπεριφοράς των πιστωτικών ιδρυμάτων και των Funds σε περιπτώσεις καθυστερημένης ή καθόλου εξυπηρέτησης των απαιτήσεών τους, εξειδικεύοντας τις γενικότερες αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Ο ίδιος ο νόμος που προβλέπει την σύσταση της Εταιρειών Διαχείρισης, ορίζει ότι αυτές υποχρεούνται να συμμορφώνονται και με τον Κώδικα Δεοντολογίας.
Ακόμα και σε καταγγελμένες ήδη συμβάσεις που έχουν ανατεθεί σε Funds, εφόσον ο δανειολήπτης καταθέσει όλα τα απαραίτητα έγγραφα και ζητήσει να εφαρμοστεί ο Κώδικας, το Fund είναι υποχρεωμένο να προχωρήσει στην τήρησή του. Αυτή είναι μια πληροφορία που αρκετοί δανειολήπτες δεν γνωρίζουν. Η Τράπεζα είναι υποχρεωμένη από τον νόμο για την προστασία των Προσωπικών Δεδομένων να ενημερώσει τον δανειολήπτη το αργότερο αμέσως πριν πραγματοποιηθεί η διαβίβαση των προσωπικών του πληροφοριών από την Τράπεζα στην Εταιρεία Απόκτησης Απαιτήσεων. Τούτο δεν ορίζεται από τον νόμο για τις μεταβιβάσεις δανείων του 2015, αλλά από τον νόμο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και εφαρμόζεται ο νόμος αυτός καθότι οι τράπεζες πωλώντας τα δάνεια, είναι υποχρεωμένες να διαβιβάσουν στις αγοράστριες εταιρείες και ένα σύνολο πληροφοριών που συνοδεύουν τα δάνεια αυτά και οι οποίες έχουν σχέση με τη φερεγγυότητα κτλ. του δανειολήπτη. Με βάση απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η ενημέρωση αυτή, όσον αφορά στα “κόκκινα” δάνεια, μπορεί να γίνει μαζικά και μέσω του Τύπου.
Η πρόταση ρύθμισης της Εταιρείας Διαχείρισης, ωστόσο, πρέπει να είναι κατάλληλη και βιώσιμη για τον δανειολήπτη (βλ. πρόσφατη απόφαση Πρωτοδικείου Αθηνών: «Η δε πρόταση της καθʼ ης περί οριστικής διευθέτησης της οφειλής, χωρίς καμία τεκμηρίωση και καταφανώς χωρίς να λαμβάνει επʼ ουδενί υπόψιν τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες της ανακόπτουσας, έγινε προσχηματικά, προκειμένου δηλαδή να τηρηθούν στοιχειωδώς τα στάδια της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών»). Τυχόν απόρριψη αντιπρότασης του δανειολήπτη οφείλει να είναι αιτιολογημένη, ούτως ώστε να μπορεί να είναι και δικαστικώς ελέγξιμη ( πρόσφατη απόφαση Πρωτοδικείου Αθηνών: «Η αντιπρόταση της ανακόπτουσας απερρίφθη από την καθʼ ης, επίσης άνευ τεκμηριώσεως και χωρίς η καθʼ ης να επανέλθει με νέα πρόταση ή να απαντήσει έστω στις λογικές αιτιάσεις της ανακόπτουσας σχετικά με την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της οφειλής…»). Επίσης δεν συνάδει με τις βασικές αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας η Εταιρεία Διαχείρισης να απαιτεί οποιαδήποτε χρηματικό ποσό προκαταβολικά πριν εξετάσει το αίτημα ρύθμισης. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έχει καταθέσει από τα τέλη Ιουλίου στο Πρωτοδικείο Αθηνών έγκλιση και μηνυτήρια αναφορά κατά των εισπρακτικών εταιρειών για το αδίκημα της αντιποίησης του δικηγορικού λειτουργήματος. Περιπτώσεις παράνομων – απαγορευμένων πρακτικών εισπρακτικών εταιριών:
* Αν εμφανίζονται ή λειτουργούν ως δικηγορικά γραφεία και απειλούν με κατασχέσεις και φυλάκιση.
* Αν απειλούν με κατασχέσεις οφειλών σε στεγαστικά και καταναλωτικά για ποσά λιγότερα των 20.000 ευρώ χωρίς ξεκαθαρίζουν τις προϋποθέσεις που θέτει ο πρόσφατος νόμος για του πλειστηριασμούς.
* Να αναζητούν προσωπικά δεδομένα μέσω τρίτων προσώπων και μέσω της απόρρητης φορολογικής δήλωσης.
* Να ενημερώνουν τρίτα πρόσωπα για τις οφειλές καθώς και στην περίπτωση αυτή έχουν παράβαση του νόμου για τα προσωπικά δεδομένα.
* Να μην εξηγούν επακριβώς το ποσό της οφειλής και επιβάλουν με εκβιαστικούς τρόπους για να καταβληθεί η οφειλή. Σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω υποχρεώσεων-απαγορεύσεων από τις εισπρακτικές εταιρείες επιβάλλεται με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, σε βάρος των εταιρειών (καθώς και σε βάρος των τραπεζών – δανειστών οι οποίες συνεργάζονται με αυτές αν κριθεί ότι φέρουν κι αυτές ευθύνη) πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής μάλιστα, το ανώτατο αυτό όριο προστίμου διπλασιάζεται (ήτοι 1.000.000€).
Η επιβολή των ως άνω διοικητικών κυρώσεων είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη αστική, ποινική ή πειθαρχική κύρωση που τυχόν προβλέπεται σε βάρος των εταιρειών αυτών στην κείμενη νομοθεσία. Επιγραμματικά:
– Καλύτερη οριοθέτηση επικοινωνίας δικηγορικών γραφείων (που λειτουργούν ως εισπρακτικές εταιρείες )με τους οφειλέτες.
– Επικοινωνία μόνο μία φορά ανά δύο ημέρες, κατά τις εργάσιμες ημέρες (9:00 – 20:00).
– Τηλεφωνήματα στο χώρο εργασίας απαγορεύονται.
Οι εισπρακτικές εταιρείες οφείλουν:
– Να ενημερώνουν τους οφειλέτες για τα χρέη.
– Να διαπραγματεύονται μαζί τους για τους όρους αποπληρωμής (κατ΄εντολή των πιστωτικών ιδρυμάτων).
Σε περίπτωση παραβίασης:
– Πρόστιμο από 5.000€ έως 500.000€ (διπλασιασμός σε περίπτωση υποτροπής).
– Ο οφειλέτης μπορεί να στραφεί κατά της εισπρακτικής σε περίπτωση απειλής ή εκβίασης ή εξύβρισης.
Απαγορευμένες πρακτικές των εισπρακτικών:
– Η άσκηση σωματικής βίας, ψυχολογικής πίεσης ότι τάχα διακινδυνεύουν τα περιουσιακά στοιχεία ή η ζωή του οφειλέτη ή των οικείων του.
– Δεν επιτρέπονται πράξεις, οι οποίες ασκούνται μόνο από δικηγόρους (π.χ. έγγραφα πλειστηριασμού) . – Να ενοχλούν τα οικεία πρόσωπα του οφειλέτη.
-Να καλούν στον εργασιακό χώρο, εκτός και αν είναι το μοναδικό τηλέφωνο επικοινωνίας που έχει δηλωθεί.
-Να παριστάνουν ότι είναι υπάλληλοι της τράπεζας, δικηγόροι, δικαστικοί επιμελητές κ.λπ..
-Να αναθέτουν σε άλλη εταιρία ή φυσικό πρόσωπο, εκτός των υπαλλήλων τους, την ενημέρωση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές.
-Να αναθέτουν σε δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές τη δικαστική διεκδίκηση της οφειλής.
-Να επιβαρύνουν τους οφειλέτες με έξοδα ή να τους επισκέπτονται κατ’ ιδίαν. Οι νέες προβλέψεις του Κώδικα ορίζουν μεταξύ άλλων: «Οι εισπρακτικές εταιρείες θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα δεδομένα των οφειλετών για τους σκοπούς, για τους οποίους διαβιβάσθηκαν από τον δανειστή, καθώς και για την υπεράσπιση δικαιώματος τους ενώπιον των δικαστηρίων ή άλλης δημόσιας αρχής. Απαγορεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις στις εταιρείες, η διαβίβαση των στοιχείων σε τρίτους, με ή χωρίς αντάλλαγμα, καθώς και η χρήση τους για άλλους σκοπούς». Αν ο Servicer δεν μπορέσει να αποδείξει ή δεν προσκομίσει στον κατάλληλο χρόνο τα απαραίτητα έγγραφα από τα οποία να προκύπτει ότι έχει ανατεθεί σε αυτόν η διαχείριση της συγκεκριμένης απαίτησης του συγκεκριμένου οφειλέτη, τότε όλες οι ενέργειες εκτέλεσης δύνανται να ακυρωθούν.
Μάλιστα, τούτο απαιτείται και όταν η διαταγή πληρωμής λ.χ. έχει εκδοθεί κατόπιν αίτησης της τράπεζας, αλλά την κατάσχεση τη διενεργεί ο Servicer, ο οποίος και συνεχίζει τη διαδικασία της είσπραξης. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει ο Servicer να επιδώσει στον οφειλέτη και μια σειρά από έγγραφα, μεταξύ των οποίων και επικυρωμένο αντίγραφο της σύμβασης διαχείρισης και του τμήματος του παραρτήματος που εμπεριέχει τη συγκεκριμένη απαίτηση (με τον αριθμό της σύμβασης δανείου κ.λπ.).
Η σύμβαση διαχείρισης των απαιτήσεων από τον Servicer, εφόσον οι τελευταίες έχουν μεταβιβαστεί (με βάση το νόμο 3156/2003), δημοσιεύεται στο οικείο ενεχυροφυλακείο και άρα είναι ελεύθερα προσβάσιμη (η περίληψη αυτής), ενώ αν δεν έχουν μεταβιβαστεί, αλλά απλώς έχει ανατεθεί από την ίδια την τράπεζα η διαχείριση αυτών σε Servicer (με βάση το νόμο 4354/2015), τότε η σύμβαση διαχείρισης δεν είναι ελεύθερα προσβάσιμη, καθότι δεν δημοσιεύεται στο ενεχυροφυλακείο. Δεκτή έγινε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά αγωγή αποζημίωσης, λόγω παράνομων χρεώσεων και ανατοκισμών αυτών, καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της καθυστέρησης στην ικανοποίηση των αιτημάτων του ενάγοντα, κατά τράπεζας (ΜΠρΠειρ 221/2022).
Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε η αθέτηση εκ μέρους της εναγομένης – τράπεζας του καθήκοντος διαφώτισης, της ορθής ενημέρωσης, της πληροφόρησης και της διαφάνειας, καθώς και η παράνομη και υπαίτια εκ μέρους της πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα την πρόκληση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης στον ενάγοντα.
Κρίθηκε, παράλληλα, ότι η συμπεριφορά της εναγομένης – τράπεζας εμπίπτει και στο πραγματικό της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, καθόσον ο ενάγων υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και ως εκ τούτου τυγχάνει της προβλεπόμενης στο νόμο προστασίας ως το ασθενέστερο μέρος έναντι των παρεχουσών σε αυτόν τραπεζικών υπηρεσιών. Πρόσφατα , με αθροιστικό πρόστιμο 41,7 εκατ. ευρώ σε πέντε τράπεζες και την Ενωση Τραπεζών έληξε η υπόθεση των ελέγχων που έγιναν το 2018 στον κλάδο από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, για εναρμονισμένη πρακτική στα διατραπεζικά συστήματα και στις υπηρεσίες πληρωμών και ηλεκτρονικών συναλλαγών. Επιπλέον, υποχρεώνονται οι τράπεζες να μειώσουν από την 1η Ιανουαρίου 2024 το ύψος της προμήθειας DAF ανά συναλλαγή ανάληψης μετρητών από ΑΤΜ με τη χρήση καρτών, που έχουν εκδοθεί από άλλα ιδρύματα και το ανώτατο όριο να διατηρηθεί για χρονικό διάστημα τριών ετών.
Είχαν προηγηθεί δύο διοικητικά πρόστιμα, συνολικού ύψους €670.000, σε ισάριθμες εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις από το υπουργείο Ανάπτυξης, σε εφαρμογή του άρθρου 13α του νόμου 2251/1994. Μετά τα αλλεπάλληλα διοικητικά πρόστιμα της εποπτεύουσας αρχής, του υπουργείου ανάπτυξης, ανοίγει ο δρόμος για την κατάθεση αγωγών αποζημίωσης και αδικοπρακτικη ευθύνη τραπεζών. Σύμφωνα με την 221/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραια επιδικάζεται αποζημίωση σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δανειολήπτης από παράνομες χρεώσεις και ανατοκισμούς αυτών, καθώς και αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς. Το Δικαστήριο αρχικά επαναλαμβάνει την πάγια νομολογία για την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (“όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”) και τα κριτήρια υπαγωγής στον ανωτέρω κανόνα.
Κατόπιν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού.
Η Απόφαση, εν συνεχεία, κάνει μνεία στον Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή ο οποίος έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» – και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει.
Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται ιδίως, στα άρθρα 9γ – 9ε του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν, ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Στον απόηχο της επιβολής από την Επιτροπή Ανταγωνισμού του πρώτου προστίμου στις τράπεζες για εναρμονισμένη πρακτική στις διατραπεζικές προμήθειες (το 2008, σε ανάλογη υπόθεση, οι τράπεζες είχαν αποφύγει τα πρόστιμα αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις για σεβασμό του νόμου για τον ανταγωνισμό), ο αποχωρών πρόεδρος της Επιτροπής, Ιωάννης Λιανός, έκρινε σκόπιμο να θυμίσει, με ανάρτηση στο “X” (πρώην Twitter) ότι εκτός από τις κυρώσεις που επιβάλλει η ανεξάρτητη αρχή, οι θιγόμενοι καταναλωτές μπορούν να διεκδικήσουν και αποζημιώσεις δια της δικαστικής οδού(νομος 4529/2018 και ενωσιακή νομολογία).
Ο νόμος 4529/2018, που αναφέρει ο πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αφορά την «ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών – μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο νόμος δίνει το δικαίωμα σε θύματα των παραβατών του δικαίου για τον ανταγωνισμό να διεκδικήσουν δικαστικά την αποζημίωσή τους, ανεξάρτητα από τα πρόστιμα που μπορεί να επιβληθούν από τις αρχές στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Η παραβατική συμπεριφορά εκ μέρους των τραπεζών και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών είναι αδιαμφισβήτητη, δεδομένου ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού ακολούθησε τη Διαδικασία Διευθέτησης Διαφοράς, βάσει της οποίας οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε μια υπόθεση καταστρατήγησης του νόμου για τον ανταγωνισμού μπορούν να έχουν μια έκπτωση στο πρόστιμο που θα τους επιβληθεί, υπό τον όρο ότι θα αποδεχθούν την ενοχή τους.
Οι τράπεζες και οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων, εκτός από ιδιωτικές επιχειρήσεις διαμεσολάβησης και διαχείρισης στην κυκλοφορία του χρήματος, παραλλήλως ασκούν και δημόσια λειτουργία, υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, αφού η δραστηριότητά τους αντανακλά ευθέως στην εθνική οικονομία (Μάνεσης – Μανιτάκης, Κρατικός παρεμβατισμός και Σύνταγμα – Έλεγχος τραπεζών βάσει αν. 1665/1951 και ν. 431/1976 ΝοΒ 1981. 1199 επ. και Κοτσίρης, Πρόβλημα αστικής ευθύνης τραπεζών έναντι τρίτων κατά την άσκηση της πιστωτικής λειτουργίας, Αρμ ΛΗ. 601 επ. και Γεωργιάδης, Ευθύνη τράπεζας κατ’ ΑΚ 919, ΝοΒ 1992. 485 επ.). Εξάλλου, οι τράπεζες και οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων κατά την εκπλήρωση των συναφών υποχρεώσεών τους απέναντι στους αντισυμβαλλόμενούς τους, πρέπει να επιδεικνύουν καλή πίστη και να τηρούν τα συναλλακτικά χρηστά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ) και τις αποκαλούμενες υποχρεώσεις προνοίας, επειδή έχουν αυξημένη δυνατότητα να επεμβαίνουν στην περιουσιακή σφαίρα των δανειοληπτών (ΕφΑθ 9460/1999 ΕλλΔνη 41. 1428). Δεκτή έγινε από το Ειρηνοδικείο Μυτιλήνης αγωγή αποζημίωσης κατά Τράπεζας σε υπόθεση ηλεκτρονικής απάτης (ΕιρΜυτ 24/2023).
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η παράνομη συναλλαγή αμφισβητήθηκε εγγράφως από τον καταθέτη, επί του έγγραφου δε αυτού αιτήματος η τράπεζα αποφάνθηκε ότι η αμφισβητούμενη συναλλαγή εγκρίθηκε με Push Notification, μέσω εφαρμογής, για την εγκατάσταση της οποίας χρησιμοποιήθηκαν οι Προσωπικοί Κωδικοί Αναγνώρισης στο e-Banking. Επεσήμανε, επιπλέον, ότι η ενεργοποίηση των Push Notifications προϋποθέτει το δέσιμο της συσκευής/συσκευών, στην οποία αποστέλλονται οι ειδοποιήσεις για την έγκριση των συναλλαγών, με την e-Banking συνδρομή και πως η γνωστοποίηση των Προσωπικών Κωδικών Αναγνώρισης και των κωδικών ενεργοποίησης, συνιστά παράβλεψη από μέρους του δικαιούχου του λογαριασμού, η οποία οδήγησε στην ολοκλήρωση της παράνομης συναλλαγής.
Ωστόσο, όπως έγινε δεκτό από το δικαστήριο, ο δικαιούχος του λογαριασμού δεν έλαβε τους σχετικούς κωδικούς στο κινητό του τηλέφωνο, αλλά τρίτο πρόσωπο αιτήθηκε και έκανε χρήση των ως άνω κωδικών εισόδου και ασφαλείας στο σύστημα e-banking της εναγομένης, αφού εισήλθε στο σύστημα, αμέσως μετά ενεργοποίησε και την υπηρεσία Push Notification της εναγομένης για την έγκριση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, αλλά σε νέα συσκευή, με σκοπό να μπορεί το τρίτο αυτό πρόσωπο να εκτελεί παρανόμως συναλλαγές εν αγνοία τους, αλλά σε χρέωση του δικού τους κοινού λογαριασμού, κάνοντας χρήση της ειδοποίησης Push Notification, για την έγκριση των συναλλαγών, την οποία θα λάμβανε πλέον στη δική του συσκευή μέσω της εγκατασταθείσας σ’ αυτήν εφαρμογής. Πέρα όμως από τα δικαστήρια , τον συνήγορο του καταναλωτή , την γενική γραμματεία καταναλωτή , τον εισαγγελέα και τον εκάστοτε υπουργό ανάπτυξης : η τράπεζα της Ελλάδος ως κεντρική τράπεζα της χώρας , οφείλει να ελέγχει και να εποπτεύει τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης τραπεζών ως προς την διαφάνεια και την νομιμότητα ( τήρηση των νόμων του κράτους). Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι η αρμόδια αρχή για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Στόχος αυτής της λειτουργίας, η οποία διεξάγεται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, είναι η σταθερότητα και η εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για το σκοπό αυτό διεξάγει επιτόπιες επιθεωρήσεις (επιτόπιους ελέγχους) σε περιοδική ή έκτακτη βάση στα εποπτευόμενα ιδρύματα. Το ελληνικό δημόσιο με τα χρήματα των φορολογουμένων, έχει προβεί αρκετές φορές στην ανακεφαλαιοποιηση τραπεζών, δηλαδή στην διάσωση των τραπεζών με κρατικά χρήματα, χωρίς να επιβάλει στις τράπεζες με νόμο την διαγραφή μέρους δανείων των πολιτών. Οι εισπρακτικές εταιρείες των τραπεζών, παρενοχλούν διαχρονικά τους πολίτες δανειολήπτες σε ακατάλληλες ώρες, εκβιάζοντας στην εξόφληση του δανείου τους, κατά παράβαση της εθνικής νομοθεσίας, χωρίς ουσιαστική κρατική παρέμβαση.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε (1/2023) ότι οι διαχειριστές των funds που εδρεύουν στην Ελλάδα μπορούν να ενεργούν δικαστικές πράξεις (να γίνονται διάδικοι) και να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς με τη δική τους επωνυμία και όχι ως πληρεξούσιοι των funds. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με βάση την νομιμοποίηση των funds το 2015, αποφάνθηκε ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.
Αρκετές είναι πλέον οι περιπτώσεις που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα οφειλετών που κατέφυγαν τόσο κατά εισπρακτικών εταιρειών όσο και κατά των ίδιων των Τραπεζών, ζητώντας αποζημίωση για την παράνομη συμπεριφορά τους να χρησιμοποιούν πιεστικά και με απόλυτα καταχρηστικό τρόπο τηλεφωνικές κλήσεις κατά των οφειλετών, με τους Δικαστές να δικαιώνουν τους πολίτες – οφειλέτες και να επιδικάζουν σε αυτούς χρηματικές αποζημιώσεις ως αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστησαν από τις παράνομες αυτές ενέργειες. Μερικές από τις πιο πρόσφατες αποφάσεις και μάλιστα με μεγάλο νομολογιακό ενδιαφέρον είναι οι εξής:
-ΜΠρΑθ 1566/2017: Η απόφαση έκρινε τελεσίδικα ότι τα επανειλημμένα τηλεφωνήματα από εισπρακτικές εταιρείες προς οφειλέτες, υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο μέτρο που οφείλεται στις συναλλαγές και επομένως προσβάλουν την προσωπικότητα των οφειλετών, οι οποίοι για τον λόγο αυτό δικαιούνται αποζημιώσεως. Επιδικάστηκε στον ενάγοντα-οφειλέτη ως αποζημίωση για αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης ποσό 3.000€.
-ΕιρΑθ 415/2016: (Από το κείμενο της απόφασης) «Ο ενάγων (οφειλέτης), δεν γνώριζε ότι τα προσωπικά του δεδομένα θα διαβιβαστούν στην άνω συγκεκριμένη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών (εισπρακτική εταιρεία). Ούτε τους λοιπούς αποδέκτες κατά το όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία εξατομίκευσης αυτών και των τυχόν εκπροσώπων, που θα έπρεπε (βάσει νόμου) να γνωρίζει… Ούτε υπήρξε η ειδική και ρητή συναίνεση του ενάγοντα προς αυτά… Η εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών (εισπρακτική), εξάλλου, με την οποία συμβλήθηκε η εναγομένη (Τράπεζα), ήταν γνωστή μεν σε εκείνη, όχι όμως στον ενάγοντα (οφειλέτη), που δεν συμβλήθηκε μαζί της… Ως συνέπεια, υπήρξε παραβίαση των όρων του νόμου και των δικαιωμάτων ενημέρωσης και χρόνου αντίδρασης του ενάγοντα (οφειλέτη)….
…Κατ` ακολουθία, εφόσον αποδείχτηκε η βασιμότητα της αγωγής στην ουσία της, θα πρέπει, να γίνει δεκτή η αγωγή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό 5.869,40€». Το 2015 καταργήθηκε το διαβόητο άρθρο 938 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το οποίο επέτρεπε την αναστολή της εκτέλεσης (δηλαδή την παύση κάθε ενέργειας που προωθεί την εκτέλεση κι άρα τον πλειστηριασμό) μέχρι την έκδοση απόφασης επί της Ανακοπής κατά της Κατασχετήριας Έκθεσης. Σήμερα, δε, το ίδιο άρθρο επιτρέπει Αίτηση Αναστολής Εκτέλεσης κατά ακινήτου μόνο σε δεύτερο βαθμό, δηλαδή προϋποθέτει να έχει βγει απορριπτική απόφαση επί της Ανακοπής κατά της Κατασχετήριας Έκθεσης, να έχει ασκηθεί Έφεση και μόνον κατόπιν είναι επιτρεπτή η Αίτηση Αναστολής – προϋποθέτοντας ότι ο οφειλέτης έχει το χρόνο να προβεί στις ανωτέρω ενέργειες, όπως παραπάνω αναφέραμε.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν έμμεσες οδοί που επιτρέπουν την αναστολή του πλειστηριασμού. Ειδικότερα, συνεχίζει να ισχύει η Αίτηση Αναστολής που αφορά την Ανακοπή κατά της Διαταγής Πληρωμής, η οποία προϋποθέτει την νομότυπη άσκηση της Ανακοπής αυτής, ήδη με την πρώτη κοινοποίηση της Διαταγής Πληρωμής και δυνάμει της οποίας υπάρχει δυνατότητα αναστολής με ασφαλιστικά μέτρα. Δεκτή έγινε ανακοπή κατ’ άρθρο 933 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, λόγω καταχρηστικής επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ανακόπτουσας, με την επιβολή κατάσχεσης και επίσπευση πλειστηριασμού επί ακίνητης περιουσίας της (ΕιρΑθ 1036/2022)Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.
Η εκτέλεση είναι καταχρηστική, όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή όταν η άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση του να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας. Έχει κριθεί πολλές φορές άκυρη ως καταχρηστική η επίσπευση πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας σε σχέση με την απαίτηση του δανειστή, καθώς μία τέτοια ενέργεια παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, με απλά λόγια θεωρείται ως ένα υπερβολικά επαχθές μέτρο συγκριτικά με τον σκοπό που επιδιώκεται.
Άκυρη λόγω καταχρηστικότητας είναι και η κατάσχεση που επιβάλλεται σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ασήμαντης αξίας σε σχέση με την απαίτηση της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση, ιδίως όταν έχει ως συνέπεια την εξουθένωση του οφειλέτη φυσικού προσώπου ή επιχείρησης.
Επιβολή κατάσχεσης σε περιουσιακό στοιχείο, από τον πλειστηριασμό του οποίου δεν θα ικανοποιηθεί ο δανειστής που επιβάλλει την κατάσχεση, διότι προηγούνται άλλοι δανειστές:
Η εν λόγω περίπτωση αφορά οφειλέτες που έχουν οφειλές έναντι περισσότερων δανειστών, συνήθως πιστωτικών ιδρυμάτων. Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να κριθεί ως καταχρηστική η κατάσχεση που επιβάλλει δανειστής στην περιουσία του οφειλέτη, όταν δεν προσδοκά να ικανοποιήσει την απαίτησή του, είτε επειδή επί του κατασχόμενου περιουσιακού στοιχείου υπάρχουν ήδη εξασφαλίσεις (συνήθως προσημείωση υποθήκης) υπέρ άλλου δανειστή είτε επειδή ο οφειλέτης έχει υψηλά χρέη προς δανειστές που προηγούνται έναντι του επισπεύδοντος στον πλειστηριασμό (π.χ. Δημόσιο ή Ασφαλιστικά Ταμεία). Μάλιστα η αρεοπαγιτική νομολογία έχει κρίνει καταχρηστική την τραπεζική κατάσχεση ακινήτου πολύ ακριβότερου από το ποσό οφειλής και ενώ υπήρχε δυνατότητα κατάσχεσης άλλου ακινήτου μικρότερης αξίας που αντιστοιχούσε στο ύψος του χρέους, υπερκαλύπτοντάς το.
Οι κυριότερες τακτικές άμυνας κατά της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού είναι, μεταξύ άλλων:
-Σφάλματα της τράπεζας κατά τη σύνταξη της κατασχετήριας έκθεσης και της διαδικασίας πλειστηριασμού [π.χ. λανθασμένη περιγραφή του ακινήτου, ζητήματα που αφορούν την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, ζητήματα αρμοδιότητας, μη ακριβής περιγραφή του εκτελεστού τίτλου κ.α.]
-Η πραγματική εμπορική αξία του κατασχεμένου ακινήτου είναι μεγαλύτερη από την τιμή πρώτης προσφοράς.
-Καταχρηστική επίσπευση πλειστηριασμού όταν υπάρχει και άλλη περιουσία ή το ποσό της απαίτησης είναι αναλογικά μικρό [π.χ. ενώ ο οφειλέτης διαθέτει διάφορα ακίνητα εκπλειστηριάζεται η ά κατοικία του]
-Καταχρηστική επίσπευση πλειστηριασμού [π.χ. κατά τις διαπραγματεύσεις ρύθμισης της οφειλής, συμπεριφορά ενάντια στην καλή πίστη]
-Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης [όταν έχουν μεσολαβήσει πολλαπλές μεταβιβάσεις του δανείου χωρίς τη σωρευτική τήρηση των προϋποθέσεων]
-Λοιπά δικονομικά σφάλματα.
Η νομολογία έχει πλούσιο υλικό να επιδείξει από περιπτώσεις δανειοληπτών που δικαιώθηκαν ύστερα από άσκηση Ανακοπής και σταμάτησαν έτσι την εκτέλεση σε βάρος τους. Αναφέρουμε τις πιο συνηθισμένες άμυνες, υπάρχουν δε πολλές ακόμη εξειδικευμένες τακτικές άμυνας, που εξαρτώνται από την εκάστοτε περίπτωση δανείου: – Έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της τραπεζικής εταιρίας, όταν έχουν μεσολαβήσει πολλαπλές μεταβιβάσεις χωρίς να τηρηθούν σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος.
-Ένσταση παραγραφής συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας.
-Λανθασμένος υπολογισμός των τόκων της δανειακής σύμβασης.