Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος.

Σύμφωνα με το άρθρο 1788 ΑΚ, «το δικαίωμα για ακύρωση διάταξης τελευταίας βούλησης παραγράφεται μετά δύο έτη από τη δημοσίευση της διαθήκης.». Η προθεσμία για προσβολή διαθήκης αυτή των δύο (2) ετών αφορά αποκλειστικά τις περιπτώσεις της πλάνης, απάτης και απειλής και στην περίπτωση της παράλειψης μεριδούχου. Η παραγραφή των δύο ετών για ακύρωση διαθήκης που ισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν ισχύει σε άλλες περιπτώσεις, στις οποίες η αγωγή για ακύρωση διαθήκης μπορεί να ασκηθεί και μετά την πάροδο των δύο ετών. Αυτές οι περιπτώσεις είναι όταν αμφισβητείται η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη στην διαθήκη (δηλ. η διαθήκη είναι πλαστή) και όταν υπάρχει ισχυρισμός ότι ο διαθέτης δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, λόγω π.χ. ασθένειας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η προσβολή της διαθήκης μπορεί να γίνει και ΜΕΤΑ την πάροδο των δύο ετών από την δημοσίευσή της. Όταν υφίσταται λόγος, υπάρχει η δυνατότητα ακύρωσης της διαθήκης από πρόσωπο το οποίο έχει έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του α. 70 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή για την ακυρότητα της διαθήκης, με την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος-ενάγων έχει έννομο συμφέρον.

Κατ’ ουσία, έννομο συμφέρον δικαιολογούν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη. Ως αίτημα της αναγνωριστικής αγωγής τίθεται η αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης για τους προαναφερόμενους νόμιμους λόγους. Στον Αστικό Κώδικα προβλέπονται διάφοροι λόγοι που οδηγούν στην προσβολή μιας διαθήκης. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν είτε τη μη τήρηση του τύπου που ορίζει ο νόμος, είτε την ικανότητα σύνταξης της διαθήκης είτε το περιεχόμενο της διαθήκης, ανάλογα και τον τύπο της διαθήκης. Στο νόμο προβλέπονται διάφοροι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ακυρωθεί μια διαθήκη, ανεξαρτήτως του τύπου αυτής.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ένας από αυτούς αφορά την ικανότητα ενός προσώπου να συντάξει διαθήκη κατ’ άρθρο 1719 ΑΚ.

Ανίκανοι να συντάξουν διαθήκη είναι οι ανήλικοι, όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση με πλήρη στέρηση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας ή με ρητή στέρηση της ικανότητας να συντάσσουν διαθήκη καθώς και όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους.

Στη διάταξη του άρθρου 1782 παρ. 1 και 2 Α.Κ. καθώς και στη διάταξη του άρθρου 1784 Α.Κ. προβλέπονται οι περιπτώσεις όπου ο διαθέτης μπορεί να είχε «πέσει θύμα» πλάνης, απάτης ή απειλής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η διαθήκη μπορεί να ακυρωθεί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Επιπλέον, οι διατάξεις των άρθρων 174 και 178 Α.Κ. προβλέπουν τη δυνατότητα ακύρωσης μιας διαθήκης όταν το περιεχόμενο αυτής αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη.

Ειδική περίπτωση ακύρωσης μιας διαθήκης προβλέπεται στο άρθρο 1786 ΑΚ, όπου ο διαθέτης παρέλειψε μεριδούχο, αγνοώντας την ύπαρξη του. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η προστασία του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος του μεριδούχου, ο οποίος και παραλείφθηκε εν αγνοία του διαθέτη.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ.3 του ίδιου κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι….όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α)η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κ.λπ.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη της λειτουργίας του νού και β)η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι γνωστές ψυχώσεις, όπως λ.χ. μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν από αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νού και σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.α. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμμία έννομη επιρροή. Στην περίπτωση ειδικά που ο διαθέτης πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού ή παροδικού χαρακτήρα, απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αν, όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή βαριά ψυχική διαταραχή, αρκεί η απόδειξη ότι ο διαθέτης κατά την εποχή περίπου της σύνταξης της διαθήκης “όχι ακριβώς και κατά το χρόνο σύνταξής της” έπασχε από μόνιμη πνευματική νόσο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε, ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί την απόφαση από νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά, δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε αυτή να επιδέχεται στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια.
Η δημόσια διαθήκη μπορεί να ακυρωθεί, αν δεν έχει συνταχθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπου αυτές προβλέπονται στο νόμο. Αρχικά, προβλέπονται στο νόμο κωλύματα που αφορούν το πρόσωπο του συμβολαιογράφου και των μαρτύρων, τα οποία οδηγούν στην ακυρότητα της δημόσιας διαθήκης. Παραδείγματος χάριν δεν μπορεί να συμπράξει στη σύνταξη διαθήκης ως συμβολαιογράφος ή μάρτυρας ο σύζυγος του διαθέτη ή συγγενής του διαθέτη.

Επιπλέον, δεν μπορεί να συμπράξει ως συμβολαιογράφος ή μάρτυρας ο τιμώμενος με τη διαθήκη κληρονόμος. Σχετικά με τους μάρτυρες δεν μπορούν να συμπράττουν πρόσωπα που δεν έχουν όραση ή ακοή, αφού δεν μπορούν να ελέγξουν την ταυτότητα των προσώπων που υπογράφουν ούτε να ακούσουν τη διαθήκη, όταν αναγνωστεί ενώ δεν μπορούν να συμπράξουν ως μάρτυρες και τα πρόσωπα που συνδέονται με το συμβολαιογράφο με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Δεν μπορούν να συμπράξουν ως μάρτυρες ανήλικοι, δηλαδή πρόσωπα κάτω των 18 ετών. Όλες οι ανωτέρω περιπτώσεις επιφέρουν ακυρότητα της διαθήκης. Ιδιόγραφη είναι η διαθήκη που γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι αν λείπει ένα από τα παραπάνω στοιχεία του τύπου της μπορεί να ακυρωθεί.

Ειδικότερα, μπορεί να ακυρωθεί αν π.χ. τρίτο πρόσωπο κατευθύνει τη γραφική κίνηση του χεριού του διαθέτη ή ο ίδιος ο διαθέτης, καθώς δε γνωρίζει γραφή, απλώς «πατάει» σε ήδη γραμμένο κείμενο που προέρχεται από τρίτο πρόσωπο. Μπορεί να ακυρωθεί, επίσης, διαθήκη η οποία συντάσσεται με τη χρήση μηχανικού μέσου π.χ. ηλεκτρονικού υπολογιστή ή μαγνητοφώνου ή σε ψηφιακό δίσκο (CD).

Σχετικά με τη χρονολογία, αυτή θα πρέπει να είναι πλήρης, δηλαδή να προκύπτουν η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Εάν λείπει κάποιο από τα παραπάνω στοιχεία, τότε προκύπτει ζήτημα ως προς το κύρος της.

Εάν λείπει η υπογραφή του διαθέτη, η ιδιόγραφη διαθήκη είναι άκυρη. Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, η υπογραφή πρέπει να είναι ιδιόχειρη και να περιέχει το κύριο όνομα και το επώνυμο. Αν, δηλαδή, αποτυπώνεται με μηχανικό μέσο π.χ. σφραγίδα ή τεθεί με άλλο τρόπο π.χ. δαχτυλικό αποτύπωμα ή σταυρό, η διαθήκη θεωρείται άκυρη. Τέλος, κατά κανόνα, τίθεται στο τέλος της διαθήκης και όχι στην αρχή ή τη μέση της διαθήκης, άλλως υπάρχει πιθανότητα ακύρωσης της.

Στην περίπτωση που υπάρχουν διαγραφές, ξύσματα ή άλλα εξωτερικά ελαττώματα στη διαθήκη μπορεί να προκύψει ακυρότητα της, αν κάποια από αυτές τις μεταβολές καθιστά ακατάληπτη τη διαθήκη ή διαφαίνεται ότι πρόκειται για «σχέδιο» διαθήκης. Μυστική διαθήκη μπορεί να ακυρωθεί όταν δεν πληρούνται οι προβλέψεις του νόμου που αφορούν είτε το έγγραφο που συντάσσει ο διαθέτης είτε τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον συμβολαιογράφου είτε την πράξη που συντάσσει ο συμβολαιογράφος.

Επί παραδείγματι, το έγγραφο το οποίο συντάσσει ο διαθέτης, πριν το παραδώσει στο συμβολαιογράφο πρέπει να φέρει την υπογραφή του, άλλως η διαθήκη μπορεί να ακυρωθεί ενώ το ίδιο θα συμβεί και αν δεν υπογραφεί από το διαθέτη, το συμβολαιογράφο και τους μάρτυρες η σημείωση του συμβολαιογράφου στο σφραγισμένο έγγραφο. Αναφορικά με τη πράξη που συντάσσει ο συμβολαιογράφος αυτή θα πρέπει να φέρει όλα τα απαραίτητα στοιχεία του νόμου, όπως π.χ. τη χρονολογία, τον τόπο σύνταξης, τον προσδιορισμό του διαθέτη, το ονοματεπώνυμο του συμβολαιογράφου, τη βεβαίωση εγχείρησης κ.α.

Ειδική περίπτωση ακυρότητας της μυστικής διαθήκης προβλέπεται στη διάταξη του α. 1748 Α.Κ., όταν αυτή συντάσσεται από πρόσωπο το οποίο δεν είναι ικανό να διαβάζει για οποιοδήποτε λόγο. Ακύρωση συμβολαιογραφικής πράξης : Η αγωγή για ακύρωση συμβολαίου ασκείται ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, το οποίο είναι το πρωτοδικείο της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται ο τόπος εκτέλεσης της δικαιοπραξίας ή ο τόπος όπου ο ενάγων έχει την κατοικία ή την κύρια διαμονή του. Η δικαστική απόφαση υπερισχύει της συμβολαιογραφικής πράξης . Πλάνη: Όταν ο ένας ή και οι δύο συμβαλλόμενοι υπέπεσαν σε ουσιώδη πλάνη κατά τη σύναψη του συμβολαίου.

Αντίθεση στη καλή πίστη και στα χρηστά ήθη: Όταν το συμβόλαιο χρησιμοποιείται για την επιδίωξη παράνομου ή αντικοινωνικού σκοπού.

Απάτη: Στις περιπτώσεις που κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη παρέστησε στο έτερο μέρος ψευδή στοιχεία ως αληθινά ή απέκρυψε η παρασιώπησε την αλήθεια

Παραβίαση νόμιμης διάταξης: Όταν το συμβόλαιο παραβιάζει απαγορευτικό νόμο.

Έλλειψη ικανότητας για δικαιοπραξία: Όταν ένας από τους συμβαλλόμενους δεν είχε ικανότητα για δικαιοπραξία κατά τη σύναψη του συμβολαίου, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις περιπτώσεις της πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης.

Έλλειψη νομικής βάσης: Όταν το συμβόλαιο δεν έχει νόμιμη αιτία. Κατά τους ορισμούς του άρθρου 131 του Αστικού Κώδικα, η δήλωση βούλησης σε συμβολαιογραφική πράξη είναι άκυρη, εάν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική ταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βουλήσεως του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η ακυρότητα δεν θεραπεύεται και οι μάρτυρες που συναίνεσαν, έχουν ποινική ευθύνη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, ώστε οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, δύναται να την προσβάλλει. Η αξίωση από την διεκδικητική αγωγή, παραγράφεται σε είκοσι χρόνια (20 χρόνια) και η παραγραφή αρχίζει από την στιγμή που προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητας (1094 ΑΚ). Η ένεκα πλάνης, απάτης ή απειλής, ακύρωση συμβολαιογραφικής πράξης, επέρχεται με δικαστική απόφαση, συνέπεια αγωγής περί τούτου (ΑΠ 744/76, ΑΠ 24/70). Η αγωγή αδικοπραξίας, παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών, από την πράξη ή μετά από πενταετία αφότου ο παθών έμαθε την ζημία. Κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, αναγνωριστική αγωγή δύναται να εγείρει όποιος έχει έννομο συμφέρον αναγνώρισης ύπαρξης ή μη κάποιας έννομης σχέσης. Σύμφωνα με την νομολογία, η αναγνωριστική αγωγή δεν υπόκειται σε παραγραφή, αλλά θα πρέπει να συντρέχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της. Η αγωγή διάρρηξης, μπορεί να ακυρώσει οποιοδήποτε είδος συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης ακινήτου (αγοραπωλησία, γονική παροχή, δωρεά κτλ.) και παραγράφεται μετά την πάροδο πέντε ετών από την ημερομηνία κατάρτισης της συμβολαιογραφικής πράξης.

Με βάση το άρθρο 130 του Αστικού Κώδικα, η δήλωση βούλησης από ανίκανο για δικαιοπραξία, είναι άκυρη. Ανίκανος για δικαιοπραξία, είναι ο ανήλικος ή όποιος τελεί σε δικαστική συμπαράσταση ή όποιος δεν έχει συνείδηση των πράξεών του ή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή. Άκυρη είναι η συμβολαιογραφική πράξη που έγινε ένεκα πλάνης ή απάτης ή απειλής ή με εικονική δήλωση ή με δήλωση αντίθετη στο νόμο ή τα χρηστά ήθη ή με εσφαλμένη διαβίβαση δήλωσης. Δεν αποκλείεται να στοιχειοθετείται και το αδίκημα της σύνταξης και χρήσης πλαστού εγγράφου (πλαστογραφία). Η αγωγή για ακύρωση, απευθύνεται κατά του άλλου συμβαλλόμενου (π.χ. του αγοραστή). Αν πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία, απευθύνεται κατά εκείνου που αντλεί άμεσα από αυτήν έννομο συμφέρον. Το άρθρο 904 του Αστικού Κώδικα, αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό που δικαιούται να ζητήσει, όποιος έχει έννομο συμφέρον. Ο λήπτης έχει την υποχρέωση να αποδώσει αυτό που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Ο λήπτης οφείλει επίσης να αποδώσει και τους καρπούς που τυχόν συνέλεξε, καθώς και ότι απέκτησε από ακίνητο. Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, αναφέρεται στον λήπτη που έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή με ζημία άλλου. Ο λήπτης υποχρεώνεται να αποδώσει την ωφέλεια στο σύνολο της. Με βάση τον κώδικα συμβολαιογράφων , Ο συμβολαιογράφος οφείλει να απέχει από σύνταξη πράξης που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη.

Ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του ευσυνείδητα και αμερόληπτα. Κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων οφείλει να εξηγεί στους δικαιοπρακτούντες τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν και τα δικαιώματα που έχουν από τις πράξεις που καταρτίζονται και να διαπιστώνει ότι γνωρίζουν τα αποτελέσματα των πράξεων αυτών. Ο συμβολαιογράφος κωλύεται να συντάξει πράξεις στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Όταν δικαιοπρακτεί ο ίδιος ή αντιπροσωπεύει αυτόν που δικαιοπρακτεί ή αυτός που δικαιοπρακτεί είναι σύζυγος ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και του τρίτου βαθμού ή θετό τέκνο του, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα, τα αναφερόμενα κωλύματα ισχύουν ως προς τους εκπροσώπους τους ανεξαρτήτως αν δικαιοπρακτούν αυτοπροσώπως ή δια πληρεξουσίου.

β) Όταν με την πράξη πραγματοποιείται άμεση παροχή προς τον ίδιο ή σε κάποια από τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο α’ περίπτωση

πρόσωπα. Ο συμβολαιογράφος που έχει στερηθεί την προσωπική του ελευθερία, μετά από βούλευμα ή δικαστική απόφαση, τελεί αυτοδίκαια σε κατάσταση αργίας.

Αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε η αργία, ο συμβολαιογράφος επανέρχεται αυτοδίκαια στην ενεργό υπηρεσία.

2. Ο συμβολαιογράφος που έχει παραπεμφθεί τελεσίδικα για έγκλημα που επισύρει στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων ή ο συμβολαιογράφος κατά του οποίου υφίσταται εκκρεμής πειθαρχική δίωξη για αδίκημα που επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να τεθεί σε κατάσταση αργίας. Η θέση σε αργία γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από απόφαση του τριμελούς πειθαρχικού συμβουλίου, που επιλαμβάνεται ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, αρχίζει δε και παύει από την επομένη της κοινοποίησης της αντίστοιχης απόφασης.

Δεν απαιτείται έκδοση απόφασης και ο συμβολαιογράφος επανέρχεται αυτοδίκαια στην ενεργό υπηρεσία, αν εκδοθεί αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή τελεσίδικη απαλλακτική πειθαρχική απόφαση.

Για την αυτοδίκαιη αυτή επάνοδο του συμβολαιογράφου στην ενεργό υπηρεσία συντάσσεται διαπιστωτική πράξη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

3. Ο συμβολαιογράφος στον οποίο έχει επιβληθεί η ποινή της αργίας έχει υποχρέωση να απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του. Για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αργίας, αναπληρωτής του, για τις πράξεις του άρθρου 3 παράγραφος 5 του παρόντος Κώδικα, ορίζεται αυτεπάγγελτα από τον πρόεδρο του συμβουλίου ή το δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο. Η παράβαση αυτής της υποχρέωσης αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα.

Παύση συμβολαιογράφου:

1. Εκτός από την περίπτωση της επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου, λόγω βαρέος πειθαρχικού παραπτώματος, ο συμβολαιογράφος παύεται, αν καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή σε ποινή φυλάκισης για κάποιο πλημμέλημα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 5 του παρόντος.

2. Σχετικά με την παύση της προηγούμενης παραγράφου, αποφασίζει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης. Η κίνηση της σχετικής διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου του προηγούμενου εδαφίου είναι υποχρεωτική και ανήκει στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

3. Μετά την κίνηση της διαδικασίας για την παύση του συμβολαιογράφου, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ως εισηγητή, ο οποίος συγκεντρώνει τα αναγκαία στοιχεία για βεβαίωση του λόγου για τον οποίο εισάγεται για παύση ο συμβολαιογράφος και έχει δυνατότητα να εξετάσει μάρτυρες και να παραγγείλει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Ο εισηγητής καλεί τον εγκαλούμενο να παράσχει εξηγήσεις και συντάσσει πόρισμα και υποβάλλει στον πρόεδρο του δικαστηρίου εμπεριστατωμένη έκθεση, που περιέχει και τη γνώμη του για την ουσία του θέματος.

4. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει δικάσιμο, στην οποία καλείται ο εγκαλούμενος συμβολαιογράφος, με κλήση που περιέχει το λόγο της εισαγωγής του για παύση, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αυτόν το λόγο, με λεπτομέρειες. Η κλήση επιδίδεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη δικάσιμο. Η συζήτηση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση, κατά την οποία ο εγκαλούμενος μπορεί να παρίσταται και με πληρεξούσιο δικηγόρο.

5. Το δικαστήριο προβαίνει σε γενικότερη εκτίμηση της καθόλου υπηρεσίας και συμπεριφοράς του εγκαλούμενου για παύση συμβολαιογράφου. Η απόφαση του δικαστηρίου, που δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίασή του, επιδίδεται στον εισαχθέντα για παύση και αντίγραφό της υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η παύση του συμβολαιογράφου επέρχεται από την επομένη της επίδοσης σε αυτόν της αμετάκλητης απόφασης, εκδίδεται δε σχετική με αυτό διαπιστωτική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η διάταξη του άρθρου 94 παράγραφος 2 του παρόντος εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Διορισμός διερμηνέα: Αν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους αγνοεί, κατά την κρίση του συμβολαιογράφου, την ελληνική γλώσσα, προσλαμβάνεται διερμηνέας για μετάφραση γενικά των δηλώσεών του από την ξένη γλώσσα στην ελληνική και το αντίθετο, καθώς και του περιεχομένου του συμβολαίου από την ελληνική στην ξένη γλώσσα. Ο διερμηνέας ορκίζεται ενώπιον του συμβολαιογράφου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ότι θα ασκήσει πιστά τα καθήκοντά του.

Προκειμένου για γλώσσα που είναι πολύ λίγο γνωστή, μπορεί να προσληφθεί σύμφωνα με τα παραπάνω διερμηνέας του διερμηνέα.

2. Εάν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους είναι κωφός ή πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, γνωρίζει όμως ανάγνωση και γραφή, οι δηλώσεις, ερωτήσεις και τυχόν παρατηρήσεις γίνονται:

α) γραπτά προς τον κωφό, ο οποίος επιλέγει να απαντήσει είτε προφορικώς είτε εγγράφως, σύμφωνα με τον προσφορότερο τρόπο επικοινωνίας για τον ίδιο,

β) προφορικά προς το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου, ο οποίος απαντά γραπτά.

Στις περιπτώσεις αυτές οι γραπτές ερωτήσεις και απαντήσεις επισυνάπτονται στο συμβόλαιο, πριν δε από την υπογραφή του, το συμβόλαιο διαβάζεται από τον κωφό και γίνεται σχετική αναφορά σε αυτό.

3. Εάν ο κωφός ή το πρόσωπο με σοβαρή αναπηρία λόγου δεν γνωρίζει ανάγνωση ή γραφή ή αδυνατεί για οποιονδήποτε λόγο να υπογράφει, προσλαμβάνεται ως διερμηνέας του πρόσωπο που να μπορεί να συνεννοηθεί μαζί του.

4. Οι κατά τα ανωτέρω διερμηνείς προσυπογράφουν το σχετικό συμβόλαιο.

5. Η μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων επιφέρει ακυρότητα του εγγράφου. Υποχρεωτικά στοιχεία συμβολαιογραφικού εγγράφου:

1. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο πρέπει να περιλαμβάνει:

α) Την ημέρα, το μήνα, το έτος και τον τόπο της υπογραφής του.

β) Το ονοματεπώνυμο και την έδρα του συμβολαιογράφου.

γ) Το ονοματεπώνυμο, το όνομα του πατέρα και της μητέρας, το επάγγελμα, τον τόπο, το έτος γέννησης και την κατοικία καθενός από τους δικαιοπρακτούντες, τους αντιπροσώπους, τους μάρτυρες και τους διερμηνείς που συμπράτουν. Επί εγγάμων γυναικών των οποίων ο γάμος τελέστηκε προ του Ν.1329/1983 τίθεται και το όνομα και το επώνυμο του

συζύγου.

δ) Τα στοιχεία του εγγράφου από το οποίο αποδεικνύεται η ταυτότητα των δικαιοπρακτούντων.

2. Η ταυτότητα των δικαιοπρακτούντων ή των αντιπροσώπων τους ή των εκπροσώπων των νομικών προσώπων και των υπόλοιπων προσώπων, που συμπράττουν, αποδεικνύεται από έγγραφα που ορίζονται από το νόμο και σε περίπτωση έλλειψής τους βεβαιώνεται από δύο μάρτυρες, των οποίων η ταυτότητα αποδεικνύεται με κάποιο από τα έγγραφα αυτά για τους οποίους δεν ισχύει κώλυμα συγγένειας. Σε περίπτωση μεταβολής ή έλλειψης στοιχείων ταυτότητας, εκτός από το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία αναγράφονται όπως δηλώνονται από τον δικαιοπρακτούντα.

3. Στην περίπτωση δικαιοπρακτούντων με αντιπρόσωπο, τα στοιχεία της ταυτότητας της παραγράφου 2 αναγράφονται όπως έχουν στο πληρεξούσιο έγγραφο και μπορούν να συμπληρωθούν, πλην του ονοματεπωνύμου, με δήλωση του αντιπροσώπου. Η νομιμοποίηση των εμφανιζομένων ως αντιπροσώπων των δικαιοπρακτούντων, όπου αυτή απαιτείται, αποδεικνύεται από τα έγγραφα που ορίζει ο νόμος.

4. Τα έγγραφα νομιμοποίησης που αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο αναγράφονται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο και προσαρτώνται σε αυτό, αν δεν βρίσκονται στο αρχείο του συμβολαιογράφου.

5. Στις δικαιοπραξίες των νομικών προσώπων αναγράφεται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο η έδρα, η επωνυμία και το είδος τους, όπως προκύπτουν από τη συστατική ή τροποποιητική τους πράξη.

6. Τα ονόματα των φυσικών προσώπων ή οι επωνυμίες νομικών προσώπων, τοπωνυμίες ή άλλα αναγκαία στοιχεία, που αναφέρονται σε ξένη γλώσσα, πρέπει να αναγράφονται με στοιχεία του ελληνικού αλφαβήτου στην ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια στην ξένη γλώσσα με λατινικά στοιχεία. Υποχρεωτική σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων:

1. Η σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων κατά την ανάγνωση

και υπογραφή συμβολαιογραφικών εγγράφων είναι υποχρεωτική μόνο σε περίπτωση αδυναμίας υπογραφής για οποιονδήποτε λόγο από κάποιον εμφανιζόμενο. Ο συμβολαιογράφος μπορεί σε κάθε περίπτωση να αξιώσει τη σύμπραξη μαρτύρων.

2. Σε περίπτωση σύμπραξης συμβολαιογράφων, αυτοί δεν πρέπει να είναι μεταξύ τους σύζυγοι ή συγγενείς σύμφωνα με αυτά που ορίζει το άρθρο 7, εδάφιο α’. Ο συμβολαιογράφος που συμπράττει πρέπει να είναι και αυτός αρμόδιος κατά τόπο, πλην αν υπηρετεί στην έδρα του ειρηνοδικείου ένας συμβολαιογράφος οπότε συμπράττων είναι ένας συμβολαιογράφος που εδρεύει στην περιφέρεια του αυτού πρωτοδικείου.

Στις περιπτώσεις σύμπραξης συμβολαιογράφου, αυτός δικαιούται μέχρι το ήμισυ των δικαιωμάτων.

3. Οι μάρτυρες πρέπει να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, να έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και να μπορούν να υπογράφουν. Επίσης δεν πρέπει να συντρέχει γι’ αυτούς κανένα κώλυμα από όσα αναφέρονται στο άρθρο 7 εδάφιο α’ αναφορικά με τον ή τους συμβολαιογράφους ή κάποιον από τους δικαιοπρακτούντες.

Αποκλείονται ως μάρτυρες όσοι έχουν εξαρτημένη εργασία από τον ή τους συμβολαιογράφους.

4. Η μη τήρηση των παραπάνω διατάξεων επιφέρει ακυρότητα του εγγράφου.

5. Διατάξεις του Αστικού Κώδικα που ρυθμίζουν διαφορετικά τα σχετικά με τη σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή μαρτύρων, καθώς και τα κωλύματά τους, διατηρούνται σε ισχύ. Κατά το άρθρο 131 παρ. 1 του ΑΚ η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη αν κατά τον χρόνο που αυτή έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόρισε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, κατά δε το άρθρο 180 του ΑΚ η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η δήλωση βουλήσεως είναι άκυρη κατά την πρώτη περίπτωση του ανωτέρω άρθρου 131 του ΑΚ όταν εκείνος που δηλώνει τη βούλησή του δεν έχει κατά τον χρόνο της δηλώσεως, εξαιτίας ειδικής καταστάσεως στην οποία βρίσκεται, συνείδηση των πράξεών του, αδυνατεί δηλαδή να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της επιχειρούμενης πράξης, συνιστά δε η έλλειψη αυτή της συνειδήσεως παροδική διατάραξη που δεν οφείλεται σε ασθένεια (ΑΠ 1637/2008, 319/2000). Κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης δεν απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνειδήσεως του εξωτερικού κόσμου (ΑΠ 1396/2001, αλλ’ αρκεί η θόλωση της διάνοιας του δηλούντος από κάποιο νοσηρό ή μη αίτιο, η οποία να επιφέρει σε μεγάλο βαθμό σύγχυση της συνείδησής του (ΑΠ 1360/2002) και εντεύθεν αδυναμία του να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της δηλώσεως. Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του σε ζήτημα που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης