Ο 56ος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσιντζερ απεβίωσε χθες Τετάρτη 29 Νοεμβρίου στην κατοικία του στο Κονέτικατ σε ηλικία 100 ετών, σύμφωνα με ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα το ίδρυμα που ίδρυσε ο ίδιος και φέρει το όνομά του.

Ο εμβληματικός διπλωμάτης των ΗΠΑ έλαβε το 1973, το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, για τις ενέργειες που πραγματοποίησε για την κατάπαυση του πυρός στον πόλεμο του Βιετνάμ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Ο δρ Χένρι Κίσιντζερ, ένας σεβαστός Αμερικανός επιστήμονας και πολιτικός άνδρας, πέθανε σήμερα στο σπίτι του στο Κονέκτικατ», ανακοίνωσε η εταιρεία Kissinger Associates.

Ο Κίσιντζερ παρά τα εκατό του χρόνια ήταν δραστήριος, καθώς συμμετείχε σε συναντήσεις στον Λευκό Οίκο, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο, ενώ τον Ιούλιο του 2023 επισκέφθηκε το Πεκίνο όπου συναντήθηκε με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Επίσης τον περασμένο Ιανουάριο, τάχθηκε υπέρ της συνέχισης της υποστήριξης στην Ουκρανία, που έπρεπε, κατ’ αυτόν, να γίνει κράτος μέλος του NATO.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η βιογραφία του

Ο Χένρυ Άλφρεντ Κίσιντζερ (Henry Alfred Kissinger) γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1923, και ήταν Γερμανο-Αμερικανός πολιτικός, διπλωμάτης, ακαδημαϊκός, καθηγητής πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως 56ος υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, από το 1973 έως το 1977 υπό τους προέδρους Ρίτσαρντ Νίξον (1973-1974) και Τζέραλντ Φορντ (1974-1977). Επίσης, από το 1969 έως το 1975, υπηρέτησε και ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών στη προεδρία Νίξον και στην προεδρία του προεδρία Φορντ. Είναι μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Επιπλέον, το 2002, διατέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 («Επιτροπή 9/11»), προκειμένου να διερευνηθούν πλήρως οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Κίσιντζερ, θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες φιγούρες της διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας κατά τον 20ο και τον 21ο αιώνα, καθώς και μία από τις πιο αμφιλεγόμενες. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές των Διεθνών Σχέσεων, η θητεία του ως Υπουργός Εξωτερικών, ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική και επιτυχημένη.

Το 1973, έλαβε Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, για τις ενέργειες που πραγματοποίησε για την κατάπαυση του πυρός στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Η υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός ήταν ο λόγος που επικαλέστηκε η επιτροπή όταν του απένειμε το Νόμπελ ειρήνης το 1973, όμως ο βιετναμέζος ηγέτης Λε Ντικ Το αρνήθηκε να το παραλάβει. Η βράβευση πιθανόν θα παραμείνει η πιο αμφιλεγόμενη στην ιστορία.

Αποτελούσε μέχρι σήμερα το γηραιότερο εν ζωή πρώην μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Πολιτειών και το τελευταίο επιζών μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου του Ρίτσαρντ Νίξον.

Ο Χένρι Κίσιντζερ είχε παντρευτεί δύο φορές και απέκτησε δύο παιδιά από τον πρώτο του γάμο.

Γεννήθηκε στη Γερμανία από Γερμανοεβραίους γονείς

Ο Χένρυ Άλφρεντ Κίσιντζερ γεννήθηκε στη Γερμανία ως Χάιντς Άλφρεντ Κίσιντζερ (Heinz Alfred Kissinger) από Γερμανοεβραίους γονείς. Ο πατέρας του Λούις Κίσιντζερ (αγγλ. Louis Kissinger, 1887-1982) ήταν δάσκαλος και η μητέρα του Πάουλα (Στερν) Κίσιντζερ (1901-1998) νοικοκυρά. Σε νεαρή ηλικία, αγαπημένη του ασχολία ήταν το ποδόσφαιρο και μάλιστα υπήρξε παίκτης του νεανικού τμήματος της ποδοσφαιρικής ομάδας «Γκρόιτερ Φιρτ», μίας απ’ τις καλύτερες τότε ομάδες της Γερμανίας. Μαζί με τους γονείς του, το 1938 διέφυγαν ΗΠΑ, στην Νέα Υόρκη υπό την απειλή του ναζιστικού καθεστώτος. Εκεί φοίτησε στο Λύκειο Τζωρτζ Ουάσινγκτον, όπου μετά τον πρώτο χρόνο παρακολουθούσε νυκτερινά μαθήματα, ενώ την ημέρα εργαζόταν σε εργοστάσιο. Κατόπιν, σπούδασε λογιστικά στο Σίτυ Κόλλετζ Νέας Υόρκης, συνεχίζοντας παράλληλα να εργάζεται.

Το 1943 οι σπουδές του διακόπηκαν, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στον Αμερικανικό Στρατό. Κατά την ακόλουθη περίοδο συμμετείχε σε επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων σε αποστολή στο Κρέφελντ και Ανόβερο της Γερμανίας. Μετά τον πόλεμο συνέχισε τις σπουδές του σε μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο. Έλαβε διδακτορικό δίπλωμα Πολιτικών Επιστημών από το Χάρβαρντ το 1954: η διατριβή του είχε τίτλο «A World Restored: Metternich, Castlereagh and the Problems of Peace 1812-1822».

Το θέμα της διατριβής του -οι διασκέψεις και τα συνέδρια που οδήγησαν στην σχεδίαση και κατοχύρωση του νέου διεθνούς συστήματος μετά την ήττα του Ναπολέοντα- προκάλεσε μεγάλη εντύπωση καθώς εκείνη την εποχή (απόγειο του Ψυχρού Πολέμου) όλοι σχεδόν οι Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες ασχολούνταν με θέματα όπως ο κομμουνισμός, τα πυρηνικά όπλα, οι τεχνικές ανταρτοπολέμου κτλ.

Το 1957, με την έκδοση του βιβλίου «Nuclear Weapons and Foreign Policy» έγινε για πρώτη φορά γνωστός ως αξιόπιστος σχολιαστής σε θέματα διεθνών σχέσεων. Ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο Χάρβαρντ, αλλά παράλληλα συμμετείχε σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες και επιτροπές που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.

Εξωτερική Πολιτική

Μετά το 1969, ο Κίσιντζερ ήταν υπεύθυνος για το «άνοιγμα» των διπλωματικών σχέσεων των ΗΠΑ με την κομμουνιστική Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ και την ύφεση (détente) της ψυχροπολεμικής ρητορικής και έντασης με τη Σοβιετική Ένωση του Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ως αποτέλεσμα των επαφών του με τον Κινέζο πρωθυπουργό Τσου Ενλάι, συμφωνήθηκε μία ενιαία αμερικανοκινεζική αντισοβιετική στρατηγική στα πλαίσια κοινών κρατικών συμφερόντων. Ο Κίσιντζερ υποστήριξε ότι αυτή η συμφωνία αποτελεί απόδειξη της υπεροχής των συμφερόντων έναντι της ιδεολογίας στην χάραξη διεθνούς πολιτικής.

Λόγω δε της συμβολής του στην κατάπαυση του πυρός και την απόσυρση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ, του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης 1973, αν και η κατάπαυση πυρός δεν είχε τελικά διάρκεια. Ταυτόχρονα, όμως, υπό την καθοδήγησή του η αμερικανική κυβέρνηση στήριξε αποφασιστικά διάφορα αυταρχικά καθεστώτα, μεταξύ των οποίων η ελληνική Χούντα των Συνταγματαρχών και η χούντα του στρατηγού Αουγούστο Πινοσέτ στη Χιλή.

Πολυγραφότατος, ο Κίσιντζερ ήταν από τους πιο γνωστούς υποστηρικτές της σχολής του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, η οποία υποστηρίζει ότι η εξωτερική πολιτική ενός κράτους πρέπει να χαράσσεται με αποκλειστικό γνώμονα το εθνικό συμφέρον, αγνοώντας παράγοντες όπως οι ηθικο-φιλοσοφικές πεποιθήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, έγινε στόχος έντονης κριτικής από αριστερούς λόγω της υποστήριξής του προς δικτατορικά καθεστώτα εφόσον αυτά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά και από νεοσυντηρητικούς, τις προσπάθειες των οποίων για «ανθρώπινα δικαιώματα» και «παγκόσμια εξάπλωση της δημοκρατίας» ο Κίσιντζερ αντιμετώπιζε ως επικίνδυνες αφέλειες που φανερώνουν άγνοια για το πως λειτουργεί ο κόσμος.

Οι επικριτές τον χαρακτήριζαν ως εγκληματία πολέμου

Επικριτές του Χένρι Κίσιντζερ για χρόνια απαιτούσαν να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου.

Κατήγγειλαν τον σκοτεινό, όχι σπάνια απροκάλυπτο ρόλο του σε αποφάσεις όπως οι μαζικοί βομβαρδισμοί των ΗΠΑ στην Καμπότζη, ή η αμερικανική υποστήριξη στον ινδονήσιο δικτάτορα Σουχάρτο, η εισβολή των δυνάμεων του οποίου στο Ανατολικό Τιμόρ στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους το 1975.

Όμως ήταν πάνω απ’ όλα η δράση της CIA στη Λατινική Αμερική, συχνά με προσωπικές του εντολές, αυτή που αμαύρωσε περισσότερο από καθετί άλλο την εικόνα του. Ειδικά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή, η κατάληψη της εξουσίας από τον Αουγούστο Πινοτσέτ και ο θάνατος του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε.

Στην πορεία των ετών, ήρθαν στο φως απόρρητα έγγραφα που αποκάλυπταν το περίγραμμα και το εύρος αυτού που θα γινόταν γνωστό με την ονομασία «Σχέδιο Κόνδωρ». Σκοπός του ήταν η εξάλειψη των αντιπάλων των στρατιωτικών δικτατοριών στη Λατινική Αμερική τα χρόνια του 1970 και του 1980.

Έντονες επικρίσεις κατά της πολιτικής του Κίσιντζερ έχει εκφράσει μεταξύ άλλων ο Αμερικανός δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς στο βιβλίο του «Η Δίκη του Χένρυ Κίσσιντζερ, όπου διατείνεται ότι θα έπρεπε να δικαστεί για «εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» και άλλα. Ο συγγραφέας δίνει στοιχεία για την εγκληματική, κατά τον ίδιο, ανάμειξή του στα πολεμικά και δικτατορικά δρώμενα στην Ινδονησία, το Μπαγκλαντές, τη Χιλή, την Κύπρο και το Ανατολικό Τιμόρ.

Η στάση του στο Κυπριακό

Επί υπουργίας του, μεταξύ άλλων έλαβε χώρα το πραξικόπημα της ελληνικής Χούντας και η πολύνεκρη τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974. Όπως αποκαλύφτηκε σε εμπιστευτικά έγγραφα του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών και του αμερικανικού Λευκού Οίκου, βασικός στόχος της πολιτικής του Κίσιντζερ στο Κυπριακό ήταν να ικανοποιηθεί η Τουρκία, την οποία θεωρούσε πιο σημαντική από την Ελλάδα ως σύμμαχο των ΗΠΑ.

Από τους πρώτους που αποκάλυψε ότι ο Κίσιντζερ και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν εκ των προτέρων ενήμεροι για το πραξικόπημα της χούντας ήταν ο πολιτικός ανταποκριτής των New York Times, σε φύλλο της εφημερίδας του Αυγούστου του 1974. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Αμερικανό δημοσιογράφο, κατά την επίσημη εκδοχή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, έκρινε ότι έπρεπε να προειδοποιήσει το στρατιωτικό καθεστώς να μη πραγματοποιήσει το πραξικόπημα, το οποίο και έγινε έως την 9η Ιουλίου, σύμφωνα με επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις από τις υπηρεσίες του στην Αθήνα, δηλαδή την Αμερικανική πρεσβεία και τον εκεί πρέσβη κ. Τάσκα. Προχωρώντας παραπέρα, ο τότε βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, Ιωάννης Ζίγδης δήλωσε σε αθηναϊκή εφημερίδα της εποχής ότι ο Κίσσιντζερ «όχι μόνο εγνώριζε το πραξικόπημα για την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου πριν από τις 15 Ιουλίου αλλά και το είχε ενθαρρύνει, αν όχι παρακινήσει».

Αξιοσημείωτο είναι ακόμα ότι, όπως δημοσίευσε τότε η ίδια εφημερίδα, έως και ανήμερα της έναρξης της εισβολής (20 Ιουλίου 1974) ο υφυπουργός του Κίσσιντζερ, Τζόσεφ Σίσκο βρισκόταν στην Άγκυρα σε επαφές με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ετζεβίτ και Υπ. Εξ. Γκιουνές. Την ίδια ημέρα μετέβη, καθ’ υπόδειξιν του Κίσσιντζερ, στην Αθήνα, για να αναχωρήσει και πάλι για την Άγκυρα, το μεσημέρι της επομένης ημέρας. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών δεν εξαιρούνταν από το αντι-αμερικανικό μένος που διακατείχε μεγάλο μέρος της τότε ελληνικής κοινής γνώμης, και ιδίως των νέων, το οποίο δεν αμφέβαλε για τον αρνητικό ρόλο των ΗΠΑ. Σε αντιαμερικανική διαδήλωση φοιτητών στο Ηράκλειο, λίγο μετά τη β’ φάση της τουρκικής εισβολής , ακούγονταν συνθήματα όπως «Δολοφόνε Κίσσινγκερ», «Έξω οι Αμερικανοί» και «Όχι Διχοτόμηση».

Ο Χένρι Κίσιντζερ, μετά την εκλογή του Τζίμι Κάρτερ στην προεδρία, ίδρυσε εταιρεία παροχής συμβουλών και συνέχισε τη σταδιοδρομία του ως ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Το συγγραφικό του έργο

Στα βιβλία που έγραψε ο Χένρι Κίσιντζερ  συμπεριλαμβάνονται: «Η αμερικανική εξωτερική πολιτική» («American Foreign Policy», 1969), «Τα χρόνια στον Λευκό Οίκο» («The White House Years», 1979), «Για την Ιστορία» («For the Record», 1981), «Ηγεσία» («Leadership», 2002), «Διπλωματία» («Diplomacy», 2003), «Ο Πόλεμος του Βιετνάμ 1955-1975» («Ending the Vietnam War: A History of America’s Involvement in and Extrication from the Vietnam War», 2003), «Παγκόσμια Τάξη» («World Order, 2014»), «Η εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και το ανθρώπινο μέλλον μας» («The age of AI and our human future», 2021).

Στις βιογραφίες που έχουν γραφτεί για τον Κίσιντζερ συμπεριλαμβάνονται εκείνες των Μάρβιν και Μπέρναρντ Καλμπ («Kissinger», 1974) και τα βιβλία του Σέιμουρ Χερς «The Price of Power» (1983), μια κριτική μελέτη της δημόσιας δράσης του και του Κρίστοφερ Χίτσενς «The Trial of Henry Kissinger» (2001), που απαριθμεί τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας του Κίσιντζερ.

Τζορτζ Μπους: «Οι ΗΠΑ έχασαν μια από τις πιο αξιόπιστες και διακεκριμένες φωνές σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής»

Ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Ου. Μπους απέτισε φόρο τιμής στον πρώην υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσιντζερ, κρίνοντας πως η Αμερική απώλεσε «μια από τις πιο αξιόπιστες και διακεκριμένες φωνές σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής».

Το γεγονός ότι ο πρόσφυγας που έφυγε από τη ναζιστική Γερμανία μπόρεσε να γίνει ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας και βασικός διαμορφωτής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας πιστοποιεί «το δικό του μεγαλείο όσο και το μεγαλείο της Αμερικής», έκρινε ο πρώην πρόεδρος σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποιήθηκε από το κέντρο που φέρει το όνομά του.

 

 

 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης