«Την αδερφή μου δεν την αγαπούσα ποτέ, από τότε που γεννήθηκε είχα μίσος για την ίδια».
Αυτά είναι τα πρώτα λόγια της αδερφής της Φαίης στην 15η ανακρίτρια κατά τη διάρκεια της χθεσινής απολογίας της που ήταν μαραθώνια. Η ομολογία της ότι τη σκότωσε προκάλεσε σοκ αλλά δημιούργησε και πολλά ερωτήματα καθώς ορισμένοι ισχυρισμοί της δεν ανταποκρίνονται στην ιατροδικαστική έκθεση.
Η «Ζούγκλα» παρουσιάζει την απολογία της
«Εγώ σκότωσα την αδερφή μου γιατί δεν την άντεχα άλλο. Έδινε το τηλέφωνό μου σε διάφορους αγνώστους που δεν τους γνώριζα. Τσακωνόμασταν πολύ, της έδινα πολύ ξύλο, πολύ όμως ξύλο γιατί όταν νευριάζω δεν καταλαβαίνω τίποτα, απολύτως τίποτα. Πήγαμε να μείνουμε στην Κυψέλη γιατί μέναμε στο δρόμο. Την βρήκε η Φαίη την σπιτονοικοκυρά και μας μάζεψε στο σπίτι της. Η Φαίη μας κορόιδευε, με έβριζε, έδινε τα τηλέφωνά μου σε αγνώστους, όποτε της έλεγα να πάμε βόλτα δεν ήθελε».
Η περιγραφή για το βράδυ που ισχυρίζεται ότι σκότωσε τη Φαίη είναι ανατριχιαστική
«Τσακωνόμασταν μία, μιάμιση ώρα… διαπληκτιζόμασταν. Τα παιδιά δεν ξύπνησαν γιατί είχα κλείσει την πόρτα. Μετά με έπιασαν τόσο πολύ τα νεύρα μου γιατί δεν άντεξα άλλο. Την έριξα κάτω, την πάτησα στο λαιμό, κούναγε τα χέρια και τα πόδια και της λέω τώρα εδώ θα πεθάνεις. Η Φαίη καθόταν σε μία πολυθρόνα. Την πλησίασα, την τράβηξα την έριξα κάτω αφού πρώτα έφαγε ξυλιές. Την χτύπαγα με τα χέρια και τα πόδια μου. Δεν θυμάμαι σε ποια σημεία τη χτύπησα, προσπαθούσε να το σταματήσει φώναζε βοήθεια και της είπα να μην φωνάζει και ξυπνήσει τα παιδιά γιατί θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα ».
Τα όσα περιγράφει δεν τα χωρά ανθρώπινος νους
«Ήμουν εν βρασμώ ψυχής. Δεν θυμάμαι τίποτα. Μετά την έπιασα από τους ώμους και την έσυρα στο κρεβάτι. Την έβαλα ανάσκελα. Δεν περίμενα να έρθει κάποιος, αν ερχόταν κάποιος θα ήταν η σπιτονοικοκυρά η οποία ήταν έξω.
Η μεταφορά με το παιδικό καρότσι
Στη συνέχεια η αδερφή της Φαίης υποστηρίζει ότι μετέφερε τη σορό με παιδικό καρότσι στο σημείο που βρέθηκε νεκρή:
«Παίρνω το καρότσι του παιδιού μου, δεν θυμάμαι τι χρώμα είχε, ούτε τώρα θυμάμαι τι καρότσι είχε το παιδί μου. Έφερα το καρότσι δίπλα στο κρεβάτι της, την έβαλα στο καρότσι σαν να κάθεται, πήρα μια κουβέρτα τη σκέπασα και μετά σιγά σιγά ανοίγω την πόρτα και προχωράω το καρότσι μπροστά. Δεν την έδεσα με κάτι μην πέσει από το καρότσι. Ήταν νύχτα, δεν θυμάμαι τι ώρα. Τα χέρια της δεν ήταν σε ακαμψία μπορούσα να τα κουνήσω. Κατέβηκα με το ασανσέρ, βγαίνω έξω και τρέχω με το καρότσι μην με δει κανείς. Δεν είχε αυτοκίνητο πουθενά. Έτρεξα να την αφήσω κάπου να τελειώνω. Δεν μπορώ να προσδιορίσω πόση ώρα έτρεξα. Την άφησα σε ένα σημείο μέσα στην ταραχή μου, δεν θυμάμαι καθόλου τον χώρο εκεί που την άφησα ούτε τι είχε γύρω γύρω. Θυμάμαι ότι ήταν δρόμος. Την πέταξα από το καρότσι και έφυγα».
Η αδερφή θα κρατήσει μυστικό όπως ισχυρίζεται το τι έκανε
«Η σπιτονοικοκυρά και η μητέρα μου δεν ήξεραν κάτι. Πέρσι το καλοκαίρι του 2022 τους το είπα μου είπαν πλάκα κάνεις και τώρα τους το είπα στα κρατητήρια ότι εγώ τη σκότωσα. Εγώ τη μετέφερα και δεν το μετανιώνω. Και στη ζωή να ήταν πάλι θα τη σκότωνα. Τόσο καιρό δεν το έλεγα γιατί φοβήθηκα. Τώρα άλλαξαν πολλά και δεν πρέπει να την πληρώσει η μητέρα μου και η σπιτονοικοκυρά».