Σύνταξη – επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Οι εκπομπές ορυκτών καυσίμων απειλούν το βασικό όριο για το κλίμα που τέθηκε από την συμφωνία του Παρισιού πιο γρήγορα από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως – αναφέρει μια νέα έκθεση. Οι ερευνητές λένε ότι το όριο των 1,5 C θα μπορούσε να παραβιάζεται συνεχώς έως το 2029, αντί για τα μέσα της δεκαετίας του 2030. Προσθέτουν ότι οι εκπομπές ρεκόρ διοξειδίου του άνθρακα τα τελευταία τρία χρόνια αποτελούν τον βασικό παράγοντα.
Επισημαίνουν επίσης την καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η καύση ορυκτών καυσίμων επηρεάζει την ατμόσφαιρα.
Μετά από ένα χρόνο με άνευ προηγουμένου καύσωνες, με τον τον Ιούλιο να καταγράφεται ως ο πιο ζεστός μήνας που έχει υπάρξει, οι θερμοκρασίες για το 2023 στο σύνολό τους αναμένεται να είναι – κατα μέσο όρο – κοντά στον 1,5 C πάνω από το προβιομηχανικό επίπεδο – πριν ο κόσμος αρχίσει να χρησιμοποιεί μεγάλες ποσότητες άνθρακα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο το 1850.
Αν και αυτή η άνοδος της θερμοκρασιας μπορεί να συμβεί εφάπαξ, οι επιστήμονες ανησυχούν ότι σύντομα ο κόσμος θα έχει εκπέμψει αρκετά αέρια θερμοκηπίου για να διατηρήσει τις θερμοκρασίες σε αυτό το επίπεδο για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Οι επιστήμονες λένε ότι τα υψηλά επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων στην ατμόσφαιρα αυξάνουν τις θερμοκρασίες επειδή παγιδεύουν την γήινη ακτινοβολία, δημιουργώντας ένα φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Ο αριθμός 1,5 C είναι βασικό συστατικό των υποσχέσεων που δόθηκαν από τους πολιτικούς ηγέτες όταν υπέγραψαν τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα το 2015. Ανέλαβαν να διατηρήσουν την άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας «πολύ κάτω» από τους 2 βαθμούς Κελσίου και να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να διατηρήσουν αυτή την αύξηση κάτω από τους 1,5 C, αυτόν τον αιώνα.
Ο αριθμός των 1,5 C θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός για τις αναπτυσσόμενες και τις μικρές νησιωτικές χώρες, που φοβούνται ότι πέρα από αυτό το επίπεδο θέρμανσης θα έβλεπαν τη στάθμη των ωκεανών να ανεβαίνει και να καταπίνει τα σπίτια τους. Για να προσδιορίσουν πόσο χρόνο θα χρειαστεί ο κόσμος για να φτάσει σε αυτό το οριακό σημείο, οι επιστήμονες υπολόγισαν έναν «προϋπολογισμό» του ποσού του άνθρακα που μπορεί ακόμα να εκπέμπεται πριν ξεπεραστεί αυτό το σημαντικό όριο.
Νωρίτερα φέτος, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), το βασικό συμβουλευτικό όργανο του ΟΗΕ, προέβλεψε ότι ο κόσμος θα μπορούσε να εκπέμψει μόνο άλλα 500 δισεκατομμύρια τόνους άνθρακα για να έχει 50% πιθανότητα να διατηρήσει την θέρμανση κάτω από το όριο των 1,5 C. Καθώς το τρέχον ετήσιο επίπεδο εκπομπών είναι περίπου 40 δισεκατομμύρια τόνοι, η IPCC προέβλεψε ότι το όριο θα ξεπεραστεί οριστικά μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας.
Όμως αυτή η νέα ανάλυση δείχνει ότι θα συμβει πολύ νωρίτερα από αυτό. Οι ερευνητές εξέτασαν το γεγονός ότι η προβλεψη της IPCC στηρίχτηκε σε δεδομένα μόνο μέχρι το 2020, επομένως προσάρμοσαν τον προϋπολογισμό προς τα κάτω για να ληφθεί υπόψη ο άνθρακας που χρησιμοποιήθηκε τα τελευταία τρία χρόνια. Επίσης, επανεξέτασαν τον ρόλο άλλων παραγόντων που δεν αφορούν τον άνθρακα αλλά επηρεάζουν την υπερθέρμανση.
Ένα από τα πιο κρίσιμα στοιχεία είναι τα σωματίδια αιθάλης που ονομάζονται αερολύματα, τα οποία προέρχονται κυρίως από την καύση ορυκτών καυσίμων. Συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην ατμοσφαιρική ρύπανση, αλλά έχουν ένα απροσδόκητο όφελος για το κλίμα, επειδή βοηθούν στην ψύξη της ατμόσφαιρας αντανακλώντας το ηλιακό φως πίσω στο διάστημα.
Η νέα ερευνητική εργασία διαπιστώνει ότι αυτά τα αερολύματα έχουν στην πραγματικότητα πολύ υψηλότερο αντίκτυπο ψύξης από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως. Καθώς όμως ο κόσμος προσπαθεί να καθαρίσει τον βρώμικο αέρα στις πόλεις και να χρησιμοποιεί λιγότερα από τα πιο βαριά ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, ο αριθμός των αερολυμάτων στην ατμόσφαιρα μειώνεται – κάτι που σημαίνει ότι οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν πιο γρήγορα από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως.
Οι ερευνητές λένε ότι αυτή η νέα κατανόηση του ρόλου των αερολυμάτων αφαιρεί 100 δισεκατομμύρια τόνους από τον υπόλοιπο προϋπολογισμό του στόχου των 1,5 C. Σε συνδυασμό με τον επιπλέον άνθρακα και κάποιες άλλες μικρές προσαρμογές, αυτό μειώνει τον συνολικό προϋπολογισμό που απομένει σε 250 δισεκατομμύρια τόνους. «Το παράθυρο για την αποφυγή θέρμανσης 1,5 C συρρικνώνεται, επειδή συνεχίζουμε να εκπέμπουμε αλλά και λόγω της βελτιωμένης κατανόησης της ατμοσφαιρικής φυσικής», λεει ο επικεφαλής συγγραφέας Dr Robin Lamboll από το Imperial College του Λονδίνου. «Τώρα εκτιμούμε ότι, με τον τρέχοντα ρυθμό απελευθέρωσης εκπομπών μπορούμε να αντέξουμε περίπου έξι χρόνια πριν είναι πιθανό να υπερβούμε το βασικό σημείο αναφοράς των 1,5 C της συμφωνίας του Παρισιού», προσθέτει.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, εάν ο κόσμος θέλει να αποφύγει να ξεπεράσει τους 1,5 βαθμούς Κελσίου, οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να φτάσουν στο καθαρό μηδέν μέχρι το 2034 και όχι το 2050, όπως προβλέπεται επί του παρόντος. «Δεν υπάρχουν παγκοσμίως διαθέσιμα κοινωνικο – τεχνικά σενάρια στην επιστημονική βιβλιογραφία που να υποστηρίζουν ότι αυτό είναι πραγματικά δυνατό ή ακόμη και να περιγράφουν πώς θα ήταν δυνατό», δηλώνει ο καθηγητής Joeri Rogelj, επίσης από το Imperial College του Λονδίνου.
«Αυτο δείχνει πραγματικά ότι η 50% πιθανότητα ή μεγαλύτερη, να περιορίσουμε την θέρμανση στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, ανεξάρτητα από το πόση πολιτική βούληση και πολιτικες υπάρχουν, αυτή τη στιγμή είναι μη υπαρκτή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ξεφεύγουμε από τον έλεγχο και πάμε σε άνοδο τριών ή τεσσάρων βαθμών – αλλά ότι και οι καλύτερες ακόμη εκτιμήσεις δείχνουν ότι θα είμαστε πάνω από 1,5 C της υπερθέρμανσης του πλανήτη» ολοκληρώνει.
Με τους παγκόσμιους ηγέτες να πρόκειται να συναντηθούν στο COP28 στο Ντουμπάι σε λίγες εβδομάδες, αυτή η νέα ανάλυση θα τους παρουσιάσει μια αυστηρή προοπτική σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα μιας πιο ριζοσπαστικής δράσης για τις εκπομπές, εάν πρόκειται να τηρηθεί το πολιτικό σύνθημα «να διατηρηθεί ο στοχος των 1,5 C ζωντανός».
Ο καθηγητής Niklas Höhne, Διευθυντής του Νέου Ινστιτούτου Κλίματος στην Κολωνία, που δεν συμμετείχε στη μελέτη, είπε ότι ήταν μια έκκληση «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» για τη μείωση των εκπομπών όσο το δυνατόν γρηγορότερα. «Η μελέτη δείχνει ότι κάθε τόνος διοξειδίου του άνθρακα που εξοικονομείται είναι ακόμη πιο σημαντικός επειδή ο προϋπολογισμός είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Ακόμα κι αν η πολυετής μέση αύξηση της θερμοκρασίας ξεπεράσει τον 1,5 βαθμό, είναι καλό να έχουμε εξοικονομήσει όσο το δυνατόν περισσότερες εκπομπές εκ των προτέρων, γιατί καθε τόνος που εξοικονομείται οδηγεί σε μικρότερη αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας και επομένως λιγότερες ζημιές».
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Climate Change.