Η ελβετική κυβέρνηση είπε για ακόμη μια φορά όχι στη μεταφορά όπλων προοριζόμενων για τον στρατό της Ουκρανίας, στην προκειμένη περίπτωση παλαιών αρμάτων μάχης Leopard 1, που ανήκουν στη RUAG, δημόσια επιχείρηση αμυντικού υλικού.
Το συνομοσπονδιακό συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πώληση των 96 αρμάτων «δεν είναι δυνατή βάσει του ισχύοντος δικαίου», υπογραμμίζει ανακοίνωση της κυβέρνησης.
«Αυτή η πώληση θα αντίκειτο κυρίως στον νόμο περί πολεμικού υλικού και θα συνεπαγόταν την αλλαγή της πολιτικής ουδετερότητας της Ελβετίας», έκριναν τα επτά μέλη του συνομοσπονδιακού συμβουλίου.
Ο νόμος αυτός, που το συνομοσπονδιακό συμβούλιο ερμηνεύει αυστηρά, απαγορεύει την εξαγωγή ή την επανεξαγωγή πολεμικού υλικού σε οποιαδήποτε εμπόλεμη χώρα.
Η RUAG, εταιρεία που ανήκει εξ ολοκλήρου στο ελβετικό δημόσιο, αγόρασε το 2016 τα 96 άρματα μάχης Leopard 1 A5, που είναι μεταχειρισμένα και μη επιχειρησιακά, από υπηρεσία του ιταλικού υπουργείου Άμυνας.
Ο όμιλος είχε αρχικά πρόθεση να τα επαναφέρει σε λειτουργική κατάσταση και να αναζητήσει δυνητικούς αγοραστές, ή να πουλήσει ως ανταλλακτικά. Τα βαριά άρματα μάχης εξακολουθούν να βρίσκονται στην Ιταλία.
Ωστόσο η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιούργησε νέες πιθανότητες, την ώρα που οι ουκρανικές αρχές ζητούν μετ’ επιτάσεως άρματα μάχης από τους δυτικούς συμμάχους τους.
Με χρηματοδότηση από την Ολλανδία, η RUAG επρόκειτο να επιστρέψει τα άρματα στη γερμανική κατασκευάστριά τους και αυτή με τη σειρά της, αφού τα καθιστούσε επιχειρησιακά, να τα διαθέσει στον ουκρανικό στρατό, που προσπαθεί εδώ και μερικές εβδομάδες να ανακαταλάβει εδάφη που έχουν κυριεύσει οι Ρώσοι.
Η απόφαση της συνομοσπονδιακής κυβέρνησης δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη, αν και βρίσκονται σε εξέλιξη συζητήσεις, ιδίως στο κοινοβούλιο, για να χαλαρώσει η αρχή της ουδετερότητας, θεμέλιο της πολιτικής φιλοσοφίας και της διπλωματίας της Ελβετίας.
Το κοινοβούλιο προτείνει να τροποποιηθεί η νομοθεσία ώστε να επιτρέπει την επανεξαγωγή πολεμικού υλικού σε εμπόλεμη χώρα εάν αυτή βρίσκεται σε νόμιμη άμυνα, αν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ή πλειοψηφία δυο τρίτων της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ επιτρέψει να παραβιαστεί το διεθνές δίκαιο και εάν η αγοράστρια υπογράψει δέσμευση πως δεν θα προχωρήσει σε επανεξαγωγή τους. Οι αλλαγές αυτές ενδέχεται να έχουν διάρκεια 5 ετών.