Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος- συνταγματολόγος- συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα-νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα- νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος- ΔΣ πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων- ΔΣ ιδρύματος Μπότσαρη.
Το σύνολο των μελών μίας υπηρεσιακής κυβέρνησης, αποτελείται από εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα, κοινής αποδοχής. Μια υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν έχει την δυνατότητα να νομοθετεί, αφού η Βουλή είναι κλειστή. Ωστόσο αν λόγω εκτάκτου ανάγκης απαιτηθεί κάποια νομοθετική διαδικασία ,αυτή υλοποιείται μέσω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση, είναι προσωρινή και κύριο έργο της, είναι η προετοιμασία και διενέργεια εθνικών εκλογών. Ωστόσο μπορεί να διαχειρίζεται έκτακτες περιστάσεις και τα τρέχοντα ζητήματα.
Επίσης, η υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν συνηθίζεται να αποστέλλει εκπροσώπους σε συνεδριάσεις ευρωπαϊκών οργάνων ή διεθνή φόρα. Στην περίπτωση που απαιτηθεί ελληνική εκπροσώπηση για παράδειγμα σε μια έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, την χώρα μας θα εκπροσωπούσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η αρμοδιότητά της υπηρεσιακής κυβέρνησης επικεντρώνεται στην ομαλή λειτουργία της εκλογικής διαδικασίας, στη διασφάλισης της ελεύθερης και ανόθευτης λαϊκής βούλησης, στην πιστή τήρηση των κανόνων της εκλογικής νομοθεσίας και στην ομαλή διεξαγωγή του προεκλογικού αγώνα και της εκλογικής διαμάχης. Στο διάστημα αυτό η υπηρεσιακή κυβέρνηση διεκπεραιώνει τις τρέχουσες υποθέσεις, και λαμβάνει αποφάσεις που δεν είναι δυνατόν να αναβληθούν.
Η λήψη ουσιαστικών αποφάσεων από μία υπηρεσιακή κυβέρνηση, δεν δημιουργεί θεσμικά προβλήματα ώστε να γίνεται λόγος για καταδολίευση ή καταστρατήγηση του Συντάγματος, αλλά δημιουργεί ηθικά ζητήματα, καθώς δεν διαθέτει Λαϊκή νομιμοποίηση. Ο εκάστοτε πρόεδρος της Δημοκρατίας, εμπιστεύεται και διορίζει πρόσωπα κοινής αποδοχής, για την συγκρότηση μίας υπηρεσιακής κυβέρνησης, με κύριο μέλημα την ομαλή διεξαγωγή των εθνικών εκλογών.
Μετά την ορκωμοσία της υπηρεσιακής κυβέρνησης, θα θυροκολληθεί στη Βουλή το Προεδρικό Διάταγμα για τη διάλυσή της, την προκήρυξη των εκλογών και την ημερομηνία σύγκλησης της νέας Βουλής που θα προκύψει από τις εκλογές. Θα προηγηθεί το άνοιγμα της Βουλής για μία ημέρα, ώστε να ορκιστούν οι νέοι βουλευτές και να εκλεγεί το νέο προεδρείο της Βουλής.
Οι επόμενες εθνικές εκλογές, θα διεξαχθούν με το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής (όπου το πρώτο κόμμα λαμβάνει «μπόνους» 40 εδρών) και οι βουλευτές θα προκύψουν όχι με σταυρό προτίμησης από τους ψηφοφόρους, αλλά με βάση την λίστα των υποψηφίων που θα έχουν καταρτίσει τα κόμματα. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση έχει όλες τις αρμοδιότητες που διαθέτουν οι κανονικές κυβερνήσεις σε μη προεκλογική περίοδο. Έχει το συνταγματικό δικαίωμα να ασκεί τη γενική πολιτική της χώρας και των επιμέρους Υπουργείων, καθώς και να υπογράφει κανονιστικές ή ατομικές πράξεις.
Ωστόσο, όπως επιβάλλει η πολιτική ηθική, η υπηρεσιακή κυβέρνηση έχει περιορισμένες αρμοδιότητες και απέχει από την ανάληψη δεσμεύσεων που περιορίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία της επόμενης κυβέρνησης. Δεν διαθέτει λαϊκή νομιμοποίηση.
Στις επαναληπτικές εκλογές θα κατέλθουν όλα τα κόμματα που διεκδίκησαν την ψήφο στις πρώτες εκλογές, αλλά και νέα κόμματα που θα εγκριθούν από το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου.
Οι εκλογές του Ιουνίου θα διεξαχθούν με λίστα, κάτι που σημαίνει ότι οι πολίτες δεν θα μπορούν να «σταυρώσουν» κάποιον υποψήφιο. Είθισται οι λίστες των κομμάτων να διαμορφώνονται με βάση την κατάταξη των υποψηφίων στις πρώτες εκλογές.
Οι δεύτερες εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Σε αυτή την περίπτωση εξακολουθεί να ισχύει το όριο του 3%, όμως το πρώτο κόμμα λαμβάνει μπόνους μέχρι και 40 έδρες. Ως εκ τούτου, ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης γίνεται ευκολότερος καθώς αρκεί ένα ποσοστό γύρω στο 37% και το ποσοστό αυτοδυναμίας διαμορφώνεται ανάλογα με το ποσοστό που θα λάβουν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής.
Η υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν θα εμφανιστεί στην Ολομέλεια της Βουλής για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, εξαιτίας της ειδικής αποστολής που θα έχει να διεξάγει τις δεύτερες εθνικές εκλογές.
Ως εκ τούτου θα υποβάλλει στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας το διάταγμα περί διάλυσης της Βουλής.
Στις δεύτερες εκλογές , οι πολίτες θα επιλέγουν μόνο το ψηφοδέλτιο του κόμματος και δεν θα «σταυρώνουν» τους υποψηφίους, οι οποίοι θα εκλεγούν βάσει της λίστας που θα έχουν καταρτίσει οι πρόεδροι των κομμάτων. Παραδοσιακά οι πρόεδροι των κομμάτων τηρούν τη σειρά σταυροδοσίας της πρώτης κάλπης, χωρίς να δεσμεύονται όμως νομικά στην τήρηση της συγκεκριμένης σειράς. Δεν πρόκειται για επαναληπτικές εκλογές, αλλά για νέες εκλογές.
Με βάση το Άρθρο 37 του Συντάγματος ο διορισμός πρωθυπουργού και κυβέρνησης γίνεται ως εξής:
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της Kυβέρνησης και τους Yφυπουργούς.
2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Bουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Aν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Kυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής.
3. Aν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Kάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Aν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Kυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, επιδιώκει το σχηματισμό Kυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Eπικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Kυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Bουλή.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, εντολή σχηματισμού Kυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ’ αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. H πρόταση για την ανάθεση εντολής γίνεται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημέρα που ο Πρόεδρος της Bουλής ή ο αναπληρωτής του ανακοινώνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη δύναμη των κομμάτων στη Bουλή η ανακοίνωση αυτή γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής.
Τα ιστορικά προηγούμενα της υπηρεσιακής κυβέρνησης μετά την μεταπολίτευση είναι τρία, μια το 1989 ,μια το 2012 και μία το 2015.
Το 1989 ανέλαβε η κυβέρνηση του Ιωάννη Γρίβα μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Τζαννή Τζαννετάκη. Ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Χρήστος Σαρτζετάκης, ανέθεσε στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γρίβα τον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης, προκειμένου να διεξάγει εκλογές στις 5 Νοεμβρίου 1989. Η κυβέρνηση Γρίβα ορκίστηκε στις 12 Οκτωβρίου 1989 και παρέδωσε την εξουσία στις 23 Νοεμβρίου 1989 στον Ξενοφώντα Ζολώτα, επικεφαλής της οικουμενικής κυβέρνησης.
Η δεύτερη περίπτωση ήταν το 2012 όταν μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου δεν ανεδείχθη αυτοδύναμη κυβέρνηση, δεν τελεσφόρησαν και οι διερευνητικές εντολές, επομένως οδηγηθήκαμε σε νέες εκλογές στις 17 Ιουνίου 2012, με υπηρεσιακό πρωθυπουργό τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Παναγιώτη Πικραμμένο.
Η Βασιλική Θάνου διετέλεσε υπηρεσιακή Πρωθυπουργός από τις 27 Αυγούστου 2015 μέχρι και την 21η Σεπτεμβρίου 2015, αναλαμβάνοντας τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου 2015.
Με τον πομπώδη πολιτικό όρο Οικουμενική κυβέρνηση στην ελληνική πολιτική ιστορία, ονομάζεται εκείνη η κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν θεωρητικά όλοι οι κομματικοί πολιτικοί σχηματισμοί της Χώρας, σε κάποια δεδομένη χρονική περίοδο και η Βουλή παραμένει ανοιχτή.
Υπηρεσιακή ονομάζεται η κυβέρνηση που δεν έχει εκλεγεί ούτε έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, αλλά έχει αναλάβει προσωρινά, με σκοπό να διενεργήσει βουλευτικές εκλογές και κατά κανόνα δεν αποτελείται από πολιτικούς. Ενώ η Βουλή παραμένει κλειστή. Υπηρεσιακός πρωθυπουργός διορίζεται δικαστής και συγκεκριμένα ο αρχαιότερος πρόεδρος ενός εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας μας.
Κατά την κρατούσα άποψη, η αποδοχή της εντολής από τον ανώτατο δικαστικό λειτουργό συνιστά υπηρεσιακό καθήκον που του επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Η ιδιάζουσα κατάσταση της ανάθεσης της πρωθυπουργίας της υπηρεσιακής κυβέρνησης σε δικαστικό λειτουργό, έγκειται στο ότι αυτή διενεργείται μέσα σε κλίμα πολιτικής έντασης (αφού έχει προηγηθεί μια σειρά ατελέσφορων διερευνητικών εντολών και προσπαθειών συγκρότησης κυβέρνησης) και κατά συνέπεια αναλαμβάνει υπό αυτές τις συνθήκες την οργάνωση και την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών.
Η υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν διαθέτει τη λαϊκή εντολή και τη δημοκρατική και την συνταγματική νομιμοποίηση να λαμβάνει αποφάσεις που δεν είναι τρέχουσας φύσης και δεν έχουν επείγοντα χαρακτήρα. Υπό την ερμηνεία αυτή, οφείλει να επικεντρωθεί σε υποθέσεις διαχειριστικές, όπως στην προετοιμασία των εκλογών και στην όποια διεκπεραίωση των εκκρεμών υποχρεώσεών της στα συνταγματικά και νομοθετικά προβλεπόμενα πλαίσια άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας. Ο θεσμός της υπηρεσιακής κυβέρνησης από πρόσωπα κοινής αποδοχής, συστηματοποιήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ο απερχόμενος πρωθυπουργός δεν θα χρησιμοποιήσει τον κρατικό μηχανισμό για να επηρεάσει την εκλογική διαδικασία και αποτελεί εγγύηση δημοκρατικών εκλογών με διαφανείς διαδικασίες.