Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, δηλώνει διαχρονικά ότι το «χωρίζει άβυσσος» από τα κόμματα εξουσίας, αλλά κάποια δημοσιεύματα επιμένουν ότι ενδέχεται να νομιμοποιήσει μία κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις εθνικές εκλογές, δια της ψήφου ανοχής.
Το Κ.Κ.Ε. έχει αντιταχθεί σε όλα τα Μνημόνια, έχει χαρακτηρίσει το Δημοψήφισμα του 2015 μια απάτη άνευ προηγουμένου σε βάρος του λαού, έχει αντιταχθεί στον ΕΝΦΙΑ, δηλώνει ότι απαιτείται γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού, έχει αντιταχθεί στη συμφωνία των Πρεσπών για το μακεδονικό διότι «εξυπηρετεί τα σχέδια του ΝΑΤΟ και της ευρωπαϊκής Ένωσης», έχει αντιταχθεί στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για την ενίσχυση του ελέγχου των μέσων μαζικής ενημέρωσης από τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα από τα οποία απορρέουν σχέσεις διαπλοκής, έχει αντιταχθεί στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης της κυβέρνησης Σαμαρά- Βενιζέλου, έχει δηλώσει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προσέφερε τη μισή Ελλάδα για να μετατραπεί σε μια απέραντη Αμερικανονατοϊκή βάση, έχει αντιταχθεί στην υπουργική απόφαση του 2017 για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, ενώ για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη , αναφέρει: «Πρόκειται για το ίδιο κράτος που έχει φτιάξει υποδομές για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς(2017) και το ηλεκτρονικό «φακέλωμα», αλλά όχι για την ηλεκτρονική επιτήρηση των τρένων». Ωστόσο, η ψήφος ανοχής, ερμηνεύεται ως ψήφος εμπιστοσύνης σε μία κυβέρνηση συνεργασίας που ενδεχομένως προκύψει μετά τις εθνικές εκλογές. Δεν σημαίνει αποχή από τα γεγονότα, αλλά ξεκάθαρη νομιμοποίηση μίας κατάστασης. Σύμφωνα με το Σύνταγμα στην περίπτωση που επιτευχθεί συμφωνία για σχηματισμό κυβέρνησης, αυτή οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Μέσα σε 15 ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, αυτός υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Όπως ορίζει το άρθρο 84 του Συντάγματος και το άρθρο 141 του Κανονισμού, η κυβέρνηση απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής αν η πρόταση εμπιστοσύνης εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών (151 βουλευτές αν είναι παρόντες και οι 300 βουλευτές), η οποία δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών (120 βουλευτές).
Σύμφωνα με όσα ορίζει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός, για να λάβει μια κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης δεν είναι απαραίτητοι πάντοτε 151 ψήφοι, καθώς το Σύνταγμα προβλέπει ότι αρκεί η πλειοψηφία των παρόντων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή από 120 βουλευτές.
Με βάση αυτή την συνταγματική πρόβλεψη, ένα κόμμα μπορεί, αντί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης προς μια κυβέρνηση, να επιλέξει την ψήφο ανοχής, να ανακοινώσει δηλαδή εκ των προτέρων ότι οι βουλευτές του θα απόσχουν από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Μια τέτοια δήλωση περί αποχής, σημαίνει ότι η κυβέρνηση του πρώτου κόμματος θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και στην περίπτωση αυτή, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Η απαιτούμενη λοιπόν πλειοψηφία είναι 151, μόνο αν οι παρόντες βουλευτές είναι 300. Αν όμως οι παρόντες είναι, για παράδειγμα 260 τότε η απαιτούμενη πλειοψηφία είναι 131 ενώ αν οι παρόντες βουλευτές είναι, για παράδειγμα, 230, η απαιτούμενη πλειοψηφία δεν είναι 116 αλλά 120 βουλευτές με βάση την πρόνοια ότι η πλειοψηφία δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών.
Το αν μπορεί αυτή η κυβέρνηση να είναι μακράς πνοής είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης. Εξάλλου και οι κυβέρνησεις συνεργασίας έχουν τα δικά τους προβλήματα βιωσιμότητας συν ότι η προσφατη ιστορία έχει δείξει πως αφήνουν πολιτικό συντρίμμι τον δεύτερο ή τρίτο τη τάξει εταίρο.
Στην Ελλάδα η αρχή της δεδηλωμένης καθιερώθηκε άτυπα το 1875 μετά το περίφημο άρθρο του Χαριλάου Τρικούπη «Τις Πταίει» στο οποίο κατηγορούσε τον βασιλιά Γεώργιο Α’ ότι εφάρμοζε καθεστώς απόλυτης μοναρχίας και διόριζε κατά βούληση πρωθυπουργούς από τα κόμματα της μειοψηφίας χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τα αποτελέσματα βουλευτικών εκλογών. Λίγο καιρό μετά ο Γεώργιος ο Α’ δεσμεύτηκε στον λόγο του Θρόνου ενώπιον του Κοινοβουλίου, ότι θα διόριζε στο εξής μόνο πρωθυπουργούς που θα απολάμβαναν την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Η δέσμευση αυτή καθιερώθηκε άτυπα, καθώς δεν πέρασε αμέσως στο Σύνταγμα. Ρητή διάταξη έγινε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1927.
Μέχρι τότε ίσχυε η λεγόμενη «θεωρία του κηπουρού». Δηλαδή ο εκάστοτε Βασιλιάς ή Πρόεδρος μπορούσε να διορίσει πρωθυπουργό οποιονδήποτε πίστευε ο ίδιος ότι θα μπορούσε να λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Οπως έλεγε ο Παύλος ο Α’ μπορεί να διορίσει πρωθυπουργό ακόμη και τον κηπουρό του. Πλέον με το Σύνταγμα του 1975 και μετά αποτρέπεται ο κίνδυνος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να περιφρονήσει την ιεραρχία του κόμματος και να διορίσει πρωθυπουργό άλλο στέλεχός του. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος να διορίσει Πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος (ή αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος που διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών).
Με βάση τα ισχύοντα (άρθρο 37 του Συντάγματος) τόσο κατά την διάρκεια των διερευνητικών εντολών όσο και στην τελική φάση της διαβούλευσης του/της Προέδρου της Δημοκρατίας με τα κόμματα, η μόνη προϋπόθεση για να δοθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης είναι να πεισθεί ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ότι αυτή θα μπορέσει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης.
Αλλά και να μην υπήρχε αυτή η τυποποίηση των διερευνητικών εντολών στο Σύνταγμά μας, θα αρκούσε για την θεμελίωση μιας τέτοιας άποψης και η απλή επίκληση της αρχής της δεδηλωμένης, που είναι η αφετηριακή στιγμή του κοινοβουλευτικού συστήματος. Πράγματι, το μόνο κριτήριο για τον διορισμό κυβέρνησης, με βάση την αρχή της δεδηλωμένης, είναι το να τεκμαίρεται, με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων, ότι αυτή μπορεί να αποκτήσει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (δηλαδή, με βάση το άρθρο 84, την πλειοψηφία των παρόντων που δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα 2/5 του συνόλου των βουλευτών).
Με βάση το Σύνταγμά μας –αλλά και γενικότερα με βάση την αρχή της δεδηλωμένης– τόσο η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης (αν υπάρχει κόμμα απόλυτης πλειοψηφίας) όσο και οι διερευνητικές εντολές (αν δεν υπάρχει τέτοιο κόμμα) δίδονται κατ’ αρχήν στους αρχηγούς των κομμάτων. Από εκεί και πέρα όμως, τόσο κατά το στάδιο των διερευνητικών εντολών όσο και κατά το στάδιο της τελικής διαβούλευσης του/της Προέδρου με τα κόμματα, το ζητούμενο δεν είναι το ποιος θα είναι πρωθυπουργός αλλά το αν μπορεί να σχηματιστεί κοινοβουλευτική κυβέρνηση (δηλαδή είτε κυβέρνηση απόλυτης πλειοψηφίας είτε κυβέρνηση ανοχής, που σημαίνει κυβέρνηση με πλειοψηφίας τουλάχιστον 120 βουλευτές από τους παρόντες). Ως εκ τούτου, στην διαπραγμάτευση μεταξύ των κομμάτων όλα είναι ανοιχτά, συμπεριλαμβανομένου και του προσώπου του πρωθυπουργού. Αν η επιλογή ενός τρίτου προσώπου, που δεν ταυτίζεται αυτό του αρχηγού του πρώτου ή του μεγαλύτερου κόμματος, κατά περίπτωση, διευκολύνει τον σχηματισμό μιας τέτοιας κυβέρνησης, τότε η επιλογή αυτή είναι συνταγματικά θεμιτή. Επιτρέπεται η επιλογή τρίτου προσώπου (μη αρχηγού κόμματος) για την θέση του πρωθυπουργού, αρκεί να προταθεί από το κόμμα ή τα κόμματα και να απολαμβάνει εμπιστοσύνης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί, γενικότερα, ότι το πολίτευμά μας δεν είναι προεδρικό αλλά κοινοβουλευτικό. Άρα οι πολίτες δεν επιλέγουν κατ’αρχήν τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας αλλά κόμματα και βουλευτές, μέσω των οποίων αναδεικνύονται κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, δηλαδή κυβερνήσεις που πρέπει να έχουν την εμπιστοσύνη της Βουλής. Για να σχηματιστούν λοιπόν τέτοιες κυβερνήσεις, οι αρχηγοί των κομμάτων πρέπει να είναι διατεθειμένοι να κάνουν ένα βήμα πίσω, αποδεχόμενα και τρίτα πρόσωπα, κοινοβουλευτικά ή μη, για την θέση του πρωθυπουργού, αν αυτό βοηθά στον σχηματισμό μιας πολιτικά κατάλληλης και κοινοβουλευτικά βιώσιμης κυβέρνησης. Παρότι δε η εμπειρία προηγούμενων κυβερνήσεων ευρείας συνεργασίας, με εξωκοινοβουλευτικούς πρωθυπουργούς, δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχής, αυτό δεν οφειλόταν στο ότι οι πρωθυπουργοί αυτοί ήταν «δοτοί» και «δημοκρατικά ανομιμοποίητοι», όπως λέγεται συχνά, πλην άκριτα, υπό το πρίσμα μιας «δημοκρατιστικής» προσέγγισης. Αντίθετα είχαν τεράστια δημοκρατική νομιμοποίηση, για τα δεδομένα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, δηλαδή τεράστια κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Μεταξύ άλλων, ο κατακερματισμός των κοινωνικών συμφερόντων – απόρροια του ελληνικού μικρο-καπιταλισμού–, η χρόνια δυσπιστία των πολιτών προς το κράτος και του κράτους προς τους πολίτες με παράλληλο ένθεν και ένθεν, εν είδει διπλού δεσμού , τον κρατοκεντρισμό, η καρτελοποίηση των κομμάτων εξουσίας και η πόλωση του ανταγωνισμού εν απουσία σοβαρών αντίβαρων , είναι συλλειτουργούντες παράγοντες που δεν έχουν επιτρέψει και ίσως να μην επιτρέψουν στο μέλλον Βιώσιμες κυβερνήσεις συνεργασίας.
Διαχρονικά, παρατηρείται μεγαλύτερη απώλεια ψήφων στον δεύτερο και τρίτο εταίρο μίας κυβέρνησης συνεργασίας, δηλαδή στο δεύτερο και τρίτο κόμμα, σε σχέση με το πρώτο. Πολλές φορές, η ψήφος στα μικρότερα κόμματα, είναι ψήφος διαμαρτυρίας στην εξουσία και όχι εντολή κυβερνητικής συνεργασίας για την εξουσία