Ο προπονητής της ΑΕΚ, Ματίας Αλμέιδα έγραψε ένα βιωματικό κείμενο σε ισπανική ιστοσελίδα για τη μέχρι τώρα καριέρα του στα γήπεδα του κόσμου με την ιδιότητα του προπονητή, με τον Αργεντινό να αναφέρεται και στην παρουσία του στη χώρα μας με την «Ένωση».
Αναλυτικά όσα έγραψε στην «coachesvoice»:
“Ξεκίνησα με το τίποτα. Δεν είχα δίπλωμα, πρόγραμμα προπόνησης ούτε προπονητικό τιμ. Έτσι μπορώ να πω ότι το ξεκίνημα μου ως προπονητής ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό των υπολοίπων συμπαικτών μου. Όλη αυτή η ιστορία έχει τις ρίζες της στο 2009. Ήμουν ακόμα ποδοσφαιριστής.
Ήμουν στην Ρίβερ 35 ετών και ουσιαστικά έχοντας σταματήσει το επαγγελματικό ποδόσφαιρο τέσσερα χρόνια πριν. Το έκανα αυτό συνειδητά γιατί είχα κουραστεί από το ποδόσφαιρο, τις προπονήσεις και τις συγκεντρώσεις.
Όμως εκείνον τον χρόνο, μετά από μια περίοδο όπου αγωνίστηκα στη Φένιξ ντε Πιλάρ ένα μικρό κλαμπ της 4ης κατηγορίας της Αργεντινής, αποφάσισα να γυρίσω στην Ρίβερ για να ολοκληρώσω την καριέρα μου ως ποδοσφαιριστής. Στο κλαμπ που έζησα, εκεί που δούλεψα και εκεί που εξελίχθηκα ως ποδοσφαιριστής αλλά και ως άτομο. Ήταν η επιθυμία μου να τελειώσω εκεί.
Δύο χρόνια μετά, τον Ιούνιο του 2011, είχαμε φτάσει πριν την κρίσιμη μονομαχία με την Ατλέτικο Μπελγκράνο. Ένα διπλό παιχνίδι για την παραμονή στην 1η Κατηγορία ή τον υποβιβασμό στη 2η. Την εβδομάδα πριν το πρώτο ματς γνώριζα πολύ καλά τι διακυβευόταν. Είχα πάρει πλέον τον ρόλο του αρχηγού της ομάδας, μια ομάδας που είχε πολλά νεαρά παιδιά.
Εστίασα στο να τους κάνω να καταλάβουν τη σημασία του ποδοσφαίρου και τη δύναμη της ενότητας. Δυστυχώς χάσαμε τη μονομαχία. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που η Ρίβερ υποβιβαζόταν. Ήταν κάτι πολύ λυπηρό. Η νύχτα του υποβιβασμού ήταν φρικτή. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε από το στάδιο μέχρι τις 4 το πρωί. Είχαμε κλειδωθεί μέσα στα αποδυτήρια.
“Διαφορετικό το ξεκίνημά μου από τους συμπαίκτες μου”
Μετά ήταν αδύνατο για εμένα να κοιμηθώ. Συνέχεια γύριζε στο κεφάλι μου η σκέψη ότι πρέπει να πάρω μια απόφαση. Το επόμενο πρωί τηλεφώνησα στον Ντανιέλ Πασαρέλα, τον πρόεδρο της Ρίβερ εκείνη την εποχή. Του είπα ότι θέλω να είμαι ο προπονητή της ομάδας.
«Είσαι τρελός; Αν αναλάβεις και τα πράγματα πάνε στραβά δεν θα μπορέσεις ποτέ να δουλέψεις ποτέ ξανά στη ζωή σου» που είπε ο Πασαρέλα. «Δεν με ενδιαφέρει. Θα είμαι μια χαρά, θα τα πάω καλά» του απάντησα και του ξεκαθάρισα ότι θα έπαιρνα αυτό το ρίσκο.
Και 15 μέρες μετά από αυτό ξεκινήσαμε την προετοιμασία. Πλέον μέσα στα αποδυτήρια ήμουν ο προπονητής των συμπαικτών μου. Αυτό ήταν δύσκολο. Όπως και η κατάσταση στο κλαμπ. Αυτό που ανέλαβα ήταν πολύ βαρύ. Ειλικρινά δεν το ήθελε κανείς. Κανείς δεν ήθελε να είναι ο προπονητής της Ρίβερ σε μια τέτοια κατάσταση. Όμως εγώ ήθελα αυτή την πρόκληση. Πραγματικά, όπως πάντα λέω, πέρασα επτά χρόνια μέσα σε μια σεζόν λόγω όλης αυτής της καταπόνησης και του πάθους με το οποίο το ζήσαμε.
Όσο δούλευα έκανα παράλληλα τα μαθήματα προπονητικής. Μου έδωσαν την άδεια. Ώρες δουλειάς με την ομάδα και πολύ διάβασμα. Είχα πάθει εμμονή με αυτό που μου άρεσε. Δεν σταματούσα να σχεδιάζω συστήματα, να κάνω υπολογισμούς και να δημιουργώ φανταστικές καταστάσεις πίεσης στο μυαλό μου. Νοητικά ποτέ δεν σταμάτησα να δουλεύω.
Ξέρω ότι δεν είχα την εμπειρία του να είμαι προπονητής αλλά ήμουν αποφασισμένος να βάλω στο τραπέζι όλα όσα είχα στο δει στο ποδόσφαιρο. Αυτά που μου άρεσαν. Αυτά που δεν μου άρεσαν δεν τα έκανα ποτέ.
Ποτέ δεν ξεχνάω ότι υπήρξα ποδοσφαιριστής γιατί ξέρω ότι υπάρχουν πράγματα που δεν αρέσουν στους ποδοσφαιριστές. Πάνω απ’ όλα δεν θέλουν να τους λες ψέματα.
“Δεν λέω ψέματα στο ποδόσφαιρο”
Προσπαθώ να είμαι τίμιος, ειλικρινής και ξεκάθαρος με τους παίκτες. Πιστεύω ότι η καριέρα ενός προπονητή βασίζεται πολύ πάνω στο ζήτημα της ψυχολογίας. Υπάρχει ένα κομμάτι της ψυχολογίας που είναι θεμελιώδες. Στο καθαρά ποδοσφαιρικό κομμάτι έχουν ανακαλυφθεί τα πάντα.
Το ψυχολογικό κομμάτι, αναμφισβήτητα, ήταν πολύ σημαντικό για να επιζήσεις μια περίοδο τόσο δύσκολη όσο αυτή που βιώσαμε στη Ρίβερ τη σεζόν της 2ης κατηγορίας. Δεν μπορούσαμε καν να βγούμε για φαγητό με τις οικογένειες μας. Δεν μπορούσαμε να βγούμε ούτε τις Κυριακές που δεν παίζαμε. Έκανα προπόνηση και πήγαινα στο σπίτι. Αυτό για περίπου έναν χρόνο για να αποφύγω προβλήματα. Κρυβόμασταν γνωρίζοντας ότι εξαρτόμαστε από ένα αποτέλεσμα για να έχουμε ηρεμία.
Ο τρόπος που το ζούσε ο κόσμος για εμένα ήταν υπερβολικός, γιατί τελικά μιλάμε για ποδόσφαιρο. Όμως δεν μπορώ να αναλάβω την ευθύνη για το πώς νιώθουν οι άλλοι. Ακόμα και αν δεν συμφωνώ πρέπει να το σεβαστώ και αυτό κάναμε.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου χρόνου στη Ρίβερ, με δεδομένη όλη αυτή την πίεση κάτω από την οποία λειτουργούσαμε, υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που μου είπαν να παραιτηθώ. «Μην συνεχίσεις με αυτό Ματίας» μου έλεγαν. Όμως ήταν άνθρωποι που δεν με ήξεραν πραγματικά.
Σχεδόν όλη μου η ζωή ήταν μια πρόκληση. Από την ηλικία των 15 ετών. Ζω με τις προκλήσεις. Φτάνω στα όρια γιατί μου αρέσει η αδρεναλίνη που μου προκαλεί. Και παρότι τώρα είμαι σε ένα καλύτερο σενάριο για εμένα ως προπονητή, έχω την εμπειρία τόσων χρόνων εργασίας και έχω δουλέψει σε κλαμπ που δεν υπήρχε η αναγκαιότητα ανόδου, κάθε δουλειά που κάνω ποτέ δεν παύει να είναι μια πρόκληση.
Ξέρω ότι για το σύστημα και τι αποκαλεί επιτυχία στο ποδόσφαιρο, ήταν αμαρτία να χαίρεσαι με το γεγονός ότι η Ρίβερ βγήκε πρώτη στην 2η κατηγορία. Όμως αυτό είναι γελοίο και μεγάλη έλλειψη ταπεινότητας. Το κλαμπ βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση εκείνη την εποχή και καταφέραμε να το επαναφέρουμε στην 1η κατηγορία.
Το συναίσθημα όταν ακούστηκε το σφύριγμα της λήξης για την άνοδο ήταν σοκαριστικό. Το συναίσθημα της αποσυμπίεσης από κάτι με μια συγκίνηση τρομερή.
“Έβαλα πραγματικά τα κλάματα”
Σπάνια κλαίω για το ποδόσφαιρο αλλά το έκανα εκείνη τη στιγμή. Δεν ντρέπομαι για αυτό. Ήταν ένα ξέσπασμα για όλη αυτή την πίεση, όλο αυτό τον θυμό για όλα όσα είχαμε ακούσει, για εκείνους που έλεγαν ότι δεν θα τα καταφέρουμε και ότι εγώ δεν ήμουν ικανός να αναλάβω κάτι τέτοιο.
Ήταν μια πολύ δύσκολη σεζόν αλλά και μια σεζόν όπου όλοι μαζί καταφέραμε να το πετύχουμε. Η συμπαράσταση από τον κόσμο της Ρίβερ ήταν εντυπωσιακή. Πολλοί δεν θέλουν να θυμούνται της στιγμή της ανόδου. Όμως εμείς, το επιτελείο μου κι εγώ, εμείς που το ζήσαμε όλο αυτό, θέλουμε να θυμόμαστε γιατί όλοι οι συγγενείς μας υπέφεραν. Γυναίκες, παιδιά, γονείς…
Όλοι υπέφεραν πραγματικά, πώς να μην το θυμάσαι; Πώς να μην χαρείς το γεγονός ότι τόσο γρήγορα επιστρέψαμε στην 1η κατηγορία;
Όταν όμως ανεβήκαμε η ομάδα δεν είχε τη δυνατότητα να ενισχυθεί. Μας είπαν ότι δεν υπήρχαν χρήματα για να αποκτήσουμε παίκτες. Πρακτικά ήταν η ίδια ομάδα που είχαμε στη Β’ με κάποιες απώλειες. Όλα αυτά σε έναν χρόνο εκλογών για την προεδρία της Ρίβερ.
Για να σας δώσω μια ιδέα, μια χρονιά εκλογών στο αργεντίνικο ποδόσφαιρο είναι σαν τη χρονιά των προεδρικών εκλογών για τη χώρα. Μιλούν για το ένα, μιλούν για το άλλο, για το τι τους αρέσει και τι όχι. Ένα τοξικό περιβάλλον δημιουργείται γύρω από την ομάδα. Αυτό αντικατοπτρίζεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο κάθε μέρα και δημιουργεί διχασμό. Οι ομάδες διχάζονται όμως ο κόσμος.
Ήταν οδυνηρός ο τρόπος που με έδιωξαν από το κλαμπ γιατί είχαν μείνει λίγες αγωνιστικές για το τέλος. Μου έμεινε μεγάλος πόνος για το πώς έγινε η έξοδος. «Δεν κερδίζεις, δεν μας κάνεις πλέον», δεν είχε καμία σημασία τι είχαμε πετύχει πριν.
Όμως σε αυτή την περίοδο πήρα ένα μάθημα ως επαγγελματίας και άνθρωπος το οποίο ακολουθώ από τότε. Όταν άρχισα να ακούω τις φήμες ότι θα με διώξουν άλλαξα το σύστημα της ομάδας. Άρχισα να παίζω με τέσσερις κεντρικούς αμυντικούς για να προστατέψω τον εαυτό μου και αυτό ήταν το χειρότερο λάθος. Είναι κάτι που μετανιώνω και δεν θα το κάνω ποτέ ξανά στη ζωή μου ως προπονητής.
Η αγάπη μου για τη Ρίβερ ήταν τόσο μεγάλη που ήθελα να μείνω. Ήθελα να κάνω τα πάντα για να συνεχίσω. Αυτό ήταν μια μεγάλη, διδακτική εμπειρία. Δεν αλλάζω το στιλ μου πλέον γιατί στο τέλος πάλι καταλήγεις να σε διώξουν. Καλύτερα όμως να φύγεις φορώντας τις μπότες σου, σωστά;
“Ήθελα να αλλάξω τα πάντα στην Μπάνφιλντ”
Όταν έφθασα στην Μπάνφιλντ το 2013, επίσης μια ομάδα της 2ης κατηγορία και ιστορικά συνηθισμένη να παίζει με αντεπεθέσεις, ήθελα να αλλάξω τα πάντα. Άλλαξα το 4-4-2, με το οποίο έπαιζαν μέχρι τότε, για ένα 3-3-1-3.
Ξέρω ότι ήταν ένα πολύ περίεργο και ριψοκίνδυνο σύστημα, αλλά επειδή είχα μελετήσει όλους τους αντιπάλους -οι περισσότεροι έπαιζαν με δύο εξτρέμ- έπαιξα με έναν λίμπερο και δύο στόπερ για να βγάλω τη μπάλα και να δημιουργήσω κινητικότητα από εκεί. Χρειάστηκε χρόνος για να το ετοιμάσουμε και να πείσουμε τους παίκτες, αλλά τα καταφέραμε. Καταφέραμε να είμαστε πρωταγωνιστές , να έχουμε τον έλεγχο του παιχνιδιού.
Η ομάδα έπαιξε πολύ καλό ποδόσφαιρο και έκανε ρεκόρ βαθμών στη Β’ κατηγορία και πήρε το πρωτάθλημα κάποιες αγωνιστικές πριν το τέλος. Αυτό μπορέσαμε να το μεταφέρουμε και στην 1η κατηγορία της Αργεντινής.
Το κάναμε και στην Τσίβας στο Μεξικό. Μια ανταγωνιστική ομάδα η οποόια, όπως και ο Μπάνφιλντ, επιδίωκε να έχει την κατοχή της μπάλας και να πρωταγωνιστεί. Όλα αυτά και η τεράστια δουλειά των παικτών μας οδήγησαν να παίξουμε επτά τελικούς από το 2015 έως το 2018. Τελικούς από τους οποίους κερδίσαμε τους πέντε.
Στο τέλος του 2018, το Σαν Χοσέ στο MLS προσπαθούσε να κάνει το ίδιο. Αν και αυτή τη φορά σε μια ομάδα που μετά βίας είχε κερδίσει λίγα παιχνίδια τις προηγούμενες σεζόν. Χωρίς αμφιβολία ήταν μια πρόκληση πολύ πιο δύσκολη για εμένα ως προπονητή.
Όμως με έβαλε σε πειρασμό ο CEO του κλαμπ, Τζέσι Φιορανέλι που με προσέλαβε και μου έδωσε όλα τα εργαλεία για να αναπτυχθώ. Γι’ αυτό αποφάσισα να πάω στις Ηνωμένες Πολιτείες
Δουλέψαμε με τους παίκτες το πώς να απελευθερώνουν την μπάλα, την υποδοχή τους. Πράγματα τα οποία συνειδητοποίησα ότι δεν είχαν κάνει ποτέ ξανά. Χάναμε στα πρώτα παιχνίδι αλλά επέμεινα μέχρι που η ομάδα πήρε μπρος. Και αυτή η ομάδα που τα περασμένα χρόνια ήταν τελευταία έγινε πρωταγωνίστρια του παιχνιδιού.
Οι ποδοσφαιριστές άρχισαν να διασκεδάζουν, κάτι που είναι ένας από τους βασικούς μου στόχος ως προπονητής. Φτάσαμε στην τελευταία μέρα της κανονικής σεζόν με πιθανότητες να μπούμε στα πλέι οφ. Χάσαμε όμως εκείνο το ματς αλλά καταφέραμε να πετύχουμε μια αλλαγή στην ομάδα.
“ΑΕΚ, η πρώτη μου ομάδα στην Ευρώπη ως προπονητής”
Αυτό είναι που ψάχνω επίσης στην ΑΕΚ. Το πρώτο μου κλαμπ ως προπονητής στην Ευρώπη. Ένα μέρος στο οποίο πραγματικά ήθελα να δουλέψω και να δοκιμάσω τον εαυτό μου.
Σίγουρα ο Πασαρέλα είχε δίκιο που μου είπε ότι ήμουν τρελός όταν αποφάσισα να αναλάβω στην Ρίβερ στην πρώτη μου δουλειά. Χωρίς να έχω τίποτα ως προπονητής αντιμετώπισα μια κατάσταση τόσο δραματική όσο σας εξήγησα.
Όμως εκείνη η απόφαση με έκανε να ξεκινήσω και να είμαι αυτό που είμαι τώρα. Αν λοιπόν πάω πίσω και επιλέξω μια νέα αρχή δεν θα άλλαζα τίποτα. Θα έκανα το ίδιο και πάλι”.