Για την αντιπαράθεση που σοβεί εδώ και αρκετό καιρό ανάμεσα στο υφυπουργείο Αθλητισμού και την ΕΠΟ, όπως και ανάμεσα στη Σούπερ Λίγκα με την Ομοσπονδία μίλησε στην ΕΡΑΣΠΟΡ ο νομικός Νίκος Λαγαρίας, καταθέτοντας την άποψή του για τη διαφορετική προσέγγιση των εμπλεκόμενων επί σημαντικών θεμάτων, το καταστατικό και το Νόμο.
«Σε συγκεκριμένα θέματα υπάρχει απόκλιση μεταξύ αυτών που προβλέπουν οι νόμοι του κράτους και αυτών που προβλέπει το καταστατικό της ΕΠΟ. Πρώτο θέμα: Ο νόμος του κράτους λέει ότι στην ΕΠΟ αποδίδεται από τις ΠΑΕ ποσοστό 1% επί των κερδών τους από την πώληση των τηλεοπτικών τους δικαιωμάτων, και το καταστατικό της ΕΠΟ λέει ότι το ποσοστό αυτό θα πρέπει να ανέρχεται στο 5%», σχολίασε ο κ. Λαγαρίας.
«Δεύτερο θέμα: Ο νόμος του κράτους λέει ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας ανεξάρτητος θεσμός επαγγελματικής διαιτησίας για τα επαγγελματικά πρωταθλήματα και το καταστατικό της ΕΠΟ λέει ότι η διαιτησία στο σύνολό της, τόσο δηλαδή των επαγγελματικών όσο και των ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων, ανήκει στην Κεντρική Επιτροπή Διαιτησίας, η οποία με τη σειρά της ανήκει στην ΕΠΟ η οποία ορίζει και τα μέλη της ΚΕΔ. Τρίτο θέμα: Ο νόμος του κράτους λέει ότι οι πρόεδροι των αθλητικών ομοσπονδιών δεν πρέπει να λαμβάνουν αποδοχές για την άσκηση των καθηκόντων τους και το καταστατικό της ΕΠΟ λέει ότι αν ο πρόεδρος της είναι εκτελεστικός, δηλαδή αν ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα, μπορεί να λαμβάνει αποζημίωση».
Και συμπλήρωσε: «Ωστόσο είναι γνωστό σε όλους ότι ο νόμος του κράτους, που φυσικά θεσπίζεται από τη Βουλή των Ελλήνων, έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του καταστατικού της ΕΠΟ το οποίο θεσπίζεται από τη Γενική Συνέλευση της Ομοσπονδίας, που είναι ένα απλό σωματείο από τα χιλιάδες που υπάρχουν στη χώρα μας. Επομένως, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, για να είναι κανείς νόμιμος στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, θα πρέπει να εφαρμόζει τον νόμο, ή για να το πω και αλλιώς, να μην τον παραβιάζει και μάλιστα με την πρόθεση να εφαρμόσει ένα καταστατικό».
Όσο για τις αποφάσεις που ελήφθησαν στη χθεσινή έκτακτη γενική συνέλευση της ΕΠΟ; «Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, το άρθρο 101, η Γενική Συνέλευση ενός σωματείου όπως είναι η ΕΠΟ, δεν νομιμοποιείται να λαμβάνει αποφάσεις που αντιβαίνουν στον νόμο. Αν οι αποφάσεις που ελήφθησαν αντιβαίνουν στο νόμο του κράτους, τότε, επειδή ο νόμος έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι του καταστατικού, είναι άκυρες. Για να κηρυχθεί βέβαια η ακυρότητα, θα πρέπει να προσφύγει στη Δικαιοσύνη εντός έξι μηνών από σήμερα κάποιο μέλος της Γενικής Συνέλευσης που δεν συναίνεσε στις αποφάσεις αυτές, ή οποιοσδήποτε άλλος έχει έννομο συμφέρον».
Ένα από τα σημεία τριβής της διοργανώτριας αρχής με την Ομοσπονδία είναι το οικονομικό σκέλος σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας. Όπως εξήγησε ο Νίκος Λαγαρίας, «το θέμα έχει να κάνει με το μοντέλο διακυβέρνησης που καθορίζει τις σχέσεις των εθνικών ομοσπονδιών με τα επαγγελματικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου. Όπως βλέπετε διεθνώς, στις περισσότερες των περιπτώσεων τα επαγγελματικά πρωταθλήματα δεν διοργανώνονται από τις εθνικές ομοσπονδίες ποδοσφαίρου, αλλά από νομικά πρόσωπα όπως είναι η Premier League στην Αγγλία, η La Liga στην Ισπανία και λοιπά. Έτσι συμβαίνει και με την Super League 1 στην Ελλάδα, που είναι συνεταιρισμός των ΠΑΕ της κατηγορίας».
Και πρόσθεσε: «Το ζήτημα των σχέσεων των εθνικών ομοσπονδιών με τα επαγγελματικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου εξελίσσεται συνεχώς, δεν είναι στατικό, βρίσκεται εν κινήσει. Τα επαγγελματικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου ανά τον κόσμο δεν έχουν παντού την ίδια νομική μορφή, ούτε τις ίδιες οικονομικές και λοιπές σχέσεις με τις εθνικές ομοσπονδίες. Η ΦΙΦΑ και η ΟΥΕΦΑ αφήνουν πολλά περιθώρια αυτόνομης δράσης στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο και αυτό είναι απολύτως λογικό. Δεν μπορεί δηλαδή να θέλεις επαγγελματικές διοργανώσεις από τη μια πλευρά, που να έχουν όμως ερασιτεχνική οργάνωση από την άλλη. Ο στόχος λοιπόν εν προκειμένω είναι σαφής και ορατός. Η μεν ΕΠΟ θέλει να διατηρήσει κάποια κεκτημένα της, ακόμα και αν στην πραγματικότητα δεν μπορεί να τα υποστηρίξει στη λειτουργία τους, η δε Super League 1 θέλει να αυτοδιαθέτει τα του οίκου της».
Όσο για το θέμα του ηλεκτρονικού μητρώου των αθλητικών σωματείων και τη σχετική διελκυστίνδα ανάμεσα στο υφυπουργείο Αθλητισμού και την ΕΠΟ, όπως και τη ρήση του κ. Μπαλτάκου ότι η Ομοσπονδία θα προσφύγει στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια για το θέμα, εκτός του Συμβουλίου της Επικρατείας στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση τεσσάρων σωματείων της ΕΠΣ Δωδεκανήσου, ο Έλληνας νομικός έδωσε την ακόλουθη απάντηση.
«Το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο, αφενός, αποτελεί τη δικαστική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φροντίζει σε συνεργασία με τα δικαστήρια των κρατών μελών για την ομοιόμορφη εφαρμογή και ερμηνεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν νομίζω να εννοούν αυτό το δικαστήριο στην ΕΠΟ, γιατί η συγκεκριμένη υπόθεση του μητρώου δεν έχει να κάνει με την εφαρμογή και ερμηνεία αυτού του δικαίου, αλλά με το “ποιος παίζει μπάλα ή όχι”, όπως λένε οι ίδιοι οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου. Υπάρχει από την άλλη και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, αν εννοούν αυτό».
Και πρόσθεσε: «Πρώτα απ’ όλα όμως πρέπει να πούμε ότι για να προσφύγεις εκεί πρέπει να έχεις εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα μέσα, δηλαδή πρέπει πρώτα να εκδοθεί η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εν προκειμένω, να απορρίψει το αίτημά σου και μετά να προσφύγεις εκεί. Πάντως ούτε και εκεί προσφεύγει κάποιος για να κριθεί ποιος παίζει μπάλα ή όχι. Ενδεχομένως θα μπορούσαν να προσφύγουν, αν χαθεί η υπόθεσή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας βέβαια, στη βάση του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που αφορά στην ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι».
Για να συμπληρώσει: «Ωστόσο, το θέμα του μητρώου δεν αφορά αμιγώς στην ελευθερία αυτή, αλλά αφορά συνδυαστικά και στην εξουσία που σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα έχει η πολιτεία να ασκεί ανώτατη εποπτεία στον αθλητισμό. Σε κάθε περίπτωση πάντως, επειδή δεν γνωρίζω τι ακριβώς έχουν γράψει τα τέσσερα σωματεία της ΕΠΣ Δωδεκανήσου στα εισαγωγικά τους δικόγραφα που εκκρεμούν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, είναι αδύνατο να σας απαντήσω αν θα είχε έστω και λίγες ελπίδες ευδοκίμησης μια τέτοια προσφυγή».
Αναφορικά με την αργοπορία των δικαστικών αποφάσεων στις αθλητικές υποθέσεις, ο κ. Λαγαρίας παρατήρησε ότι «τα ελληνικά ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα είναι μηχανές παραγωγής αντιδικιών. Οι ποδοσφαιρικές διαφορές της προηγούμενης χρονιάς θα πρέπει να επιλύονται πριν την έναρξη της επόμενης. Αλλά πώς να γίνει αυτό όταν η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της ΕΠΟ στη γνωστή υπόθεση του Πανδραμαϊκού εκδόθηκε στις 6 Ιουλίου, το καλοκαίρι, και η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΠΟ, ευρισκόμενη προφανώς σε αμηχανία, πήρε απόφαση για το αν θα προβιβαστεί ή όχι ο Πανδραμαϊκός, πριν από λίγες ημέρες, δηλαδή μετά από περίπου τρείς μήνες;».