Το υπουργείο Υγείας θα προχωρήσει σε έλεγχο των καταγγελιών για καταχρηστικές χρεώσεις ιδιωτικών κέντρων σε ασθενείς που υπόκεινται σε ακτινοθεραπεία, σύμφωνα με όσα ανέφερε, μιλώντας νωρίτερα στη Βουλή, η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα.
Το θέμα ήταν αντικείμενο επίκαιρης ερώτησης του γραμματέα της ΚΟ της ΝΔ Ιωάννη Μπούγα, η οποία συζητήθηκε στη Βουλή.
«Οι ασθενείς, που υπόκεινται σε ακτινοθεραπεία σε δημόσιες κλινικές είναι περίπου 16.500», είπε ο βουλευτής της ΝΔ, που επισήμανε ότι από τον Ιούνιο του 2020, προβλέφθηκε η θέσπιση της ολοήμερης θεραπείας στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, ένα μέτρο εξαιρετικό το οποίο απέδωσε και αναβάθμισε την παροχή των υπηρεσιών. «Τα τελευταία χρόνια, κυρίως χάρη στο ΕΣΠΑ αλλά και τις δωρεές που έγιναν την τελευταία 5ετία, με κορυφαία τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, το ΕΣΥ βρέθηκε με τα 2/3 των μηχανημάτων του τελευταίας τεχνολογίας, και όλα τα δημόσια νοσοκομεία να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν σύγχρονες μεθόδους ακτινοθεραπείας. Παρά ταύτα όμως, και επειδή πρόκειται για αντικατάσταση μηχανημάτων, ένας αριθμός, περίπου 12.500 συμπολιτών μας που νοσούν από καρκίνο, αναγκάζονται να επισκέπτονται τα ιδιωτικά κέντρα, τα οποία με βάση το νόμο του 2012, παρέχουν τις υπηρεσίες τους δωρεάν, και σε κάποιες από τις περιπτώσεις αυτές, αμείβεται και ο γιατρός. Όμως καταγγελίες ανθρώπων που ζητούν υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα, αναφέρουν ότι, πέραν των υπηρεσιών που δέχονται και τις οποίες τις πληρώνει το ελληνικό Δημόσιο, αναγκάζονται, με διάφορους τρόπους, να καταβάλλουν αρκετά ποσά που φτάνουν αρκετές χιλιάδες ευρώ, τα οποία ζητούνται και με διάφορες αιτίες δικαιολογούνται από τα διαγνωστικά κέντρα», είπε ο κ. Μπούγας και πρόσθεσε πως είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελιών.
«Για τη μείωση των αναμονών, οι ασθενείς έχουν τη δυνατότητα να απευθύνονται στα ιδιωτικά κέντρα, τα οποία, βάσει νόμου, αποζημιώνονται πλήρως για τις ακτινοθεραπευτικές υπηρεσίες που παρέχουν, για δε τις υπόλοιπες ακτινοθεραπευτικές τεχνικές, οι ασθενείς οφείλουν να πληρώσουν μόνο την αμοιβή του γιατρού. Εν τούτοις τα ιδιωτικά κέντρα ζητούν, παρανόμως, από τους πολίτες να καταβάλλουν αποζημίωση και ασθενείς εξαναγκάζονται να πληρώσουν ενώ πολλοί στερούνται της δυνατότητας αυτής, αν δεν μπορούν να καλύψουν το ποσό που τους ζητείται», είπε ο κ. Μπούγας και κάλεσε το υπουργείο Υγείας να ελέγξει τις καταγγελίες ή να προκαλέσει έναν δειγματοληπτικό έλεγχο ώστε να διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχουν επιπλέον χρεώσεις που να επιβαρύνουν μια τόσο ευαίσθητη και ευπαθή ομάδα συμπολιτών μας.
«Στην Ελλάδα σήμερα, λειτουργούν 29 γραμμικοί επιταχυντές στο ελληνικό Δημόσιο, και 25 γραμμικοί επιταχυντές στον ιδιωτικό τομέα, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα, σε πολλές πόλεις. Μαζί με αυτούς λειτουργούν τρεις επιταχυντές που είναι αφιερωμένοι ειδικά στη στερεοτακτική ακτινοθεραπεία», είπε η αναπληρώτρια υπουργός και πρόσθεσε: «Δουλεύω σε ένα νοσοκομείο που έχει πολλούς καρκινοπαθείς και πράγματι, ήταν μεγάλη βοήθεια το γεγονός ότι δόθηκε η δυνατότητα στους ασθενείς να λαμβάνουν θεραπεία και από τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να πληρώνουν ιδιαίτερες αμοιβές. Δεν πληρώνουν καθόλου αμοιβή, όταν πρόκειται για στερεοτακτική ακτινοθεραπεία, ενώ πληρώνεται η αμοιβή του ιατρού για τις υπόλοιπες θεραπείες αλλά αυτή πρέπει να πληρώνεται είτε στον γιατρό με απόδειξη παροχής υπηρεσιών, είτε στο κέντρο με δελτίο παροχής υπηρεσιών, όχι φυσικά και στους δύο», είπε η Μίνα Γκάγκα και πρόσθεσε: «Έχουν κατά καιρούς έρθει στην αντίληψή μας παράπονα από ιατρικούς συλλόγους, όμως ουσιαστικά δεν υπάρχουν επώνυμες καταγγελίες, προς το υπουργείο. Φυσικά, μας ενδιαφέρει να το ελέγξουμε και να δούμε πώς είναι. Πάντως πρέπει να πω ότι και στο ελληνικό Δημόσιο αυξήθηκε η παροχή προς τους ασφαλισμένους ασθενείς και στον ιδιωτικό τομέα αντιμετωπίζονται σήμερα πια πολλοί ασθενείς, που παλαιότερα δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν και αυτό είναι πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους που και χρειάζονται τη συνδρομή του κράτους και χρειάζονται άμεσα θεραπεία».
Ο Ιωάννης Μπούγας πρότεινε, στο πλαίσιο του νέου Ταμείου Ανάκαμψης, να εξετάσει η κυβέρνηση και τη δημιουργία ακτινοθεραπευτικών κέντρων, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα αλλά και σε άλλες περιοχές, διότι το πρέπον θα είναι να βρίσκονται και οι ασθενείς, που δεν κατοικούν σε μεγάλα αστικά κέντρα, σε μια απόσταση περίπου 100 χλμ και να μπορούν να υποβληθούν σε αυτές τις θεραπείες. Πρότεινε επίσης το υπουργείο να μελετήσει ενιαία λίστα, σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, διότι αυτό θα δώσει τη δυνατότητα, τέτοιου είδους φαινόμενα που επισημαίνονται από τους πάσχοντες, αλλά και από τους ιατρικούς συλλόγους, να εξαλειφθούν ή να μετριαστούν αρκετά, διότι η ενιαία λίστα θα αμβλύνει την πίεση του χρόνου και θα δοθεί η δυνατότητα στους πάσχοντες να επιλέξουν τις δημόσιες δομές ή εν πάση περιπτώσει τα ιδιωτικά κέντρα, στα οποία δεν θα χρειάζεται να υποβάλλονται σε δαπάνες μεγαλύτερες αυτών που οφείλουν, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία να πληρώσουν. Είπε επίσης ότι θα ήταν ευχής έργο, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, να γίνει ένα κέντρο ακτινοθεραπείας στο νοσοκομείο «Σωτηρία» ώστε να αυξηθούν οι αριθμοί σε ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα, δεδομένου ότι με βάση τον πληθυσμό των πασχόντων, στην Ελλάδα χρειάζονται περίπου 77, δηλαδή «υστερούμε κατά το ένα τρίτο των αναγκαίων μηχανημάτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ασθενείς».
Ήδη με το Ταμείο Ανάκαμψης έχει ενταχθεί ακτινοθεραπευτικό στο «Σωτηρία», είπε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, που υπογράμμισε πως είναι φυσικά πολύ σημαντικό οι ασθενείς να υποβάλλονται σε θεραπεία κοντά στο σπίτι τους, αυτό όμως με το γεωγραφικό προφίλ της Ελλάδας, δεν είναι πάντα εύκολο. «Έχουμε πολλά νησιά με λίγους κατοίκους, που μοιραία θα μετακινηθούν για να κάνουν ακτινοθεραπεία σε κάποιο μεγάλο κέντρο. Τουλάχιστον, δεν χρειάζεται να μεταφέρονται κάθε φορά, όπως συμβαίνει με τις χημειοθεραπείες», ανέφερε πάντως η αναπληρώτρια υπουργός που ενημέρωσε τον βουλευτή της ΝΔ ότι οι προτάσεις του λαμβάνονται πολύ σοβαρά και θα επανέλθει το υπουργείο Υγείας.