Ο πρόεδρος της Φινλανδίας Σάουλι Νιινίστο κάλεσε σήμερα τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν και είχαν τηλεφωνική συνομιλία σχετικά με την επικείμενη υποψηφιότητα της σκανδιναβικής χώρας για να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, κάτι στο οποίο αντιτίθεται η Μόσχα, ανακοίνωσε το Ελσίνκι.
«Η συνομιλία υπήρξε άμεση και χωρίς περιστροφές και διεξήχθη χωρίς εκνευρισμό. Θεωρήθηκε σημαντικό να αποφευχθούν οι εντάσεις», αναφέρει ο αρχηγός του φινλανδικού κράτους σε ανακοίνωση που εκδόθηκε από την προεδρία.
I spoke with Putin. The conversation was direct and straight-forward and it was conducted without aggravations.https://t.co/yPDXmqYq9H pic.twitter.com/z8Nmm3VeQ9
— Sauli Niinistö (@niinisto) May 14, 2022
Την είδηση για την τηλεφωνική συνομιλία των προέδρων Νιινίστο και Πούτιν μετέδωσε και το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Interfax επικαλούμενο το πρακτορείο Bloomberg.
Η σκανδιναβική χώρα «θέλει να ασχοληθεί με τρόπο σωστό και επαγγελματικό με πρακτικά ζητήματα τα οποία συνδέονται με το γεγονός ότι είναι μια χώρα γειτονική της Ρωσίας», διαβεβαίωσε το Ελσίνκι.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, ο ίδιος «είπε στον Πούτιν ότι ήδη από το 2012, κατά την πρώτη τους συνάντηση, του είχε διαμηνύσει ότι κάθε ανεξάρτητο κράτος κοιτάζει προς την μεγιστοποίηση της ασφάλειας του. Αυτό συμβαίνει και τώρα. Με την ένταξη στο ΝΑΤΟ η Φινλανδία ενισχύει την ασφάλεια της και αναλαμβάνει την ευθύνη της. Στο μέλλον, το Ελσίνκι επιθυμεί να διευθετήσει τα πρακτικά ζητήματα που εγείρουν οι Ρώσοι γείτονές του, με έναν ορθό και επαγγελματικό τρόπο».
Ακόμα ο Φινλανδός πρόεδρος επανέλαβε τη βαθιά του ανησυχία για τον ανθρώπινο πόνο που έχει προκαλέσει η ρωσική εισβολή.
Σημειώνεται πως νωρίτερα έγινε γνωστό ότι οι εξαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος από τη Ρωσία στην Φινλανδία σταμάτησαν.
Η διαχειρίστρια εταιρεία του δικτύου ηλεκτροδότησης στη Φινλανδία εμφανίζεται καθησυχαστική, διευκρινίζοντας ότι δεν θα παρουσιαστεί πρόβλημα με την αναστολή εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τη Ρωσία.
Σύμφωνα με την ίδια εταιρεία, το ηλεκτρικό ρεύμα που εισάγεται σήμερα από τη Ρωσία καλύπτει περίπου το 10% της συνολικής κατανάλωσης της χώρας. Η εισαγόμενη ποσότητα θα μπορούσε να καλυφθεί με εισαγωγές από τη Σουηδία και, εν μέρει, από την εγχώρια παραγωγή.