Θάνος Ξυδόπουλος
Νέα έρευνα του UCLA (University of California, Los Angeles) διαπιστώνει ότι το 30% των ατόμων που υποβλήθηκαν σε θεραπεία για την νόσο COVID-19 ανέπτυξαν “Long COVID”. Ο κίνδυνος δεν συσχετίστηκε με την ηλικία.
Άτομα με ιστορικό νοσηλείας, διαβήτη και υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν την πάθηση. Παραδόξως, η εθνικότητα, η μεγαλύτερη ηλικία και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση δεν συσχετίστηκαν με το σύνδρομο, παρόλο που αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν συνδεθεί με σοβαρή ασθένεια και μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από COVID-19.
Οι ερευνητές του UCLA μελέτησαν 1.038 άτομα από τον Απρίλιο του 2020 έως τον Φεβρουάριο του 2021. Από αυτούς, 309 εμφάνισαν Long COVID. Ένα άτομο αποφασίστηκε ότι έχει το σύνδρομο εάν ανέφερε επίμονα συμπτώματα σε ερωτηματολόγια 60 ή 90 ημέρες μετά τη μόλυνση ή τη νοσηλεία. Από τα 309 άτομα με μακρά COVID που μελετήθηκαν, τα πιο επίμονα συμπτώματα ήταν κόπωση και δύσπνοια (31% και 15%, αντίστοιχα) σε νοσηλευόμενα άτομα και απώλεια όσφρησης (16%) σε εξωτερικούς ασθενείς.
Η συχνότητα εμφάνισης και οι παράγοντες κινδύνου για Long COVID, ακόμη και ο τρόπος ορισμού του συνδρόμου, έχουν παραμείνει ασαφείς καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Οι ερευνητές προσπάθησαν να αξιολογήσουν τη συσχέτιση του συνδρόμου με δημογραφικά και κλινικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να επινοήσουν τις πιο αποτελεσματικές θεραπείες.
Οι αιτίες
Η μόλυνση από SARS-CoV-2 μπορεί να συμβάλει στη μακροχρόνια COVID με διάφορους τρόπους. Μπορεί να προκαλέσει άμεση βλάβη στους ιστούς καθώς και μικροσκοπικούς θρόμβους αίματος, που μερικές φορές καταλήγουν σε εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, πνευμονική εμβολή και εγκεφαλικό επεισόδιο.
Το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να προκαλέσει βλάβη από μόνο του στον οργανισμό όταν αρχίσει να επιτίθεται στον φυσιολογικό ιστό ή να παράγει μια καταιγίδα κυτοκινών. Όλα αυτά τα αποτελέσματα παρατηρούνται σε εγκεφαλική βλάβη που σχετίζεται με την COVID, η οποία είναι πιθανό να είναι αποτέλεσμα μόλυνσης, μικροθρόμβων, έλλειψης οξυγόνου και ενεργοποιημένης ανοσολογικής απόκρισης.
Μια μεγάλη μελέτη, μεταξύ σχεδόν 250.000 ασθενών με COVID, ανέφερε ότι το 33,6% διαγνώστηκε με νευρολογικές και ψυχιατρικές παθήσεις τους επόμενους έξι μήνες. Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα περιελάμβαναν το εγκεφαλικό επεισόδιο, τη νόσο του Πάρκινσον, την άνοια, το άγχος και την ψύχωση.
Μια άλλη μελέτη βετεράνων των ΗΠΑ ανέφερε αυξημένο κίνδυνο άγχους και κατάθλιψης. Μελέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Κίνα κατέδειξαν ενδείξεις γνωστικής έκπτωσης, που σχετίζεται και πάλι με τη σοβαρότητα της αρχικής ασθένειας.
Τέλος, μια μελέτη απεικόνισης εγκεφάλου στο Ηνωμένο Βασίλειο περιελάμβανε συμμετέχοντες που είχαν αρχικά σαρωθεί πριν από τη μόλυνση, καθιστώντας δυνατό να δουν οι ερευνητές ξεκάθαρα το χρονοδιάγραμμα των αλλαγών. Η ομάδα που είχε προσβληθεί από COVID-19 παρουσίασε βλάβες στον εγκεφαλικό ιστό και συνολική μείωση του μεγέθους του εγκεφάλου σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν μολυνθεί, ενώ οι αλλαγές συνέβησαν ακόμη και με σχετικά ήπια μόλυνση.