«Η ιστορική γνώση και η μετάδοσή της στους νεώτερους, η συναίσθηση της οδύνης των θυμάτων, η κατανόηση και η αναγνώριση του Ολοκαυτώματος ως “πανανθρώπινη ιστορική κληρονομιά” μας επιτρέπει να εξοπλιστούμε, απέναντι σε μια νέα επέλαση του κακού, ενδεχομένως με άλλη μορφή, πάντοτε όμως απειλητική και αποτρόπαιη» τόνισε, εμφανώς συγκινημένη, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, μετά την ολοκλήρωση της πορείας μνήμης: «Ποτέ ξανά, Θεσσαλονίκη- Άουσβιτς-79 χρόνια από την αναχώρηση του πρώτου συρμού», στην οποία και συμμετείχε, πορευομένη μαζί με θεσμικούς παράγοντες και απλούς πολίτες, από την Πλατεία Ελευθερίας ως τον Παλαιό Σιδηροδρομικό Σταθμό.
«Σήμερα, τιμάμε τη μνήμη των Ελλήνων Εβραίων που εκτοπίστηκαν, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν στα γερμανικά στρατόπεδα, και μαζί τη μνήμη όσων τους βοήθησαν να δραπετεύσουν από το γκέτο, να διαφύγουν από τον βέβαιο θάνατο. Άνθρωποι από διαφορετικούς πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής και θρησκεύματος, πορευτήκαμε όλοι μαζί στα βήματα των Εβραίων μαρτύρων, ακολουθήσαμε σιωπηλοί την τελευταία τους διαδρομή» ανέφερε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και, μεταξύ άλλων, πρόσθεσε:
«Μόνο αν μεταβιβάσουμε την ιστορική γνώση στις νέες γενιές, αν διαφυλάξουμε την ιστορική μνήμη, αν συναισθανθούμε ως δικό μας τον πόνο και την οδύνη των θυμάτων, αν κατανοήσουμε ότι το Ολοκαύτωμα είναι μια πανανθρώπινη ιστορική κληρονομιά, θα εξοπλιστούμε απέναντι σε μια νέα επέλαση του κακού, ενδεχομένως με άλλη μορφή, πάντοτε όμως απειλητική και αποτρόπαιη».
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μιλώντας στην εκδήλωση στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, αναφέρθηκε στην τραγωδία των Θεσσαλονικιών Εβραίων, μέσα από τα λόγια συγγραφέων και επιζησάντων του Ολοκαυτώματος, αλλά και σε όλα όσα προηγήθηκαν του αφανισμού τους από τους ναζί, την εφαρμογή των αντισημιτικών νόμων της Νυρεμβέργης, το κίτρινο άστρο στα ρούχα, τις επιτάξεις σπιτιών και μαγαζιών, τον βασανιστικό εξευτελισμό των ανδρών της εβραϊκής κοινότητας στην πλατεία Ελευθερίας στις 11 Ιουλίου 1942, και την αποστολή πολλών από αυτούς σε καταναγκαστικά έργα στη νότια Ελλάδα και πρόσθεσε:
«Τώρα γνωρίζουμε, ότι οι περισσότεροι από τους Εβραίους συμπολίτες μας, ταλαιπωρημένοι από το ταξίδι, αδυνατισμένοι, άρρωστοι, οδηγήθηκαν κατευθείαν στα κρεματόρια. Ελάχιστοι γύρισαν. Από τους περίπου 46.000 εκτοπισμένους επέστρεψαν λιγότεροι από 2.000, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά που καταγράφηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη» .
«Ο εκτοπισμός και ο αφανισμός της εβραϊκής κοινότητας υπήρξε μια μεγάλη κοινωνική και πολιτισμική απώλεια για την πόλη μας» συνέχισε η κ. Σακελλαροπούλου και πρόσθεσε:
«Γι’ αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία ότι, τα τελευταία χρόνια, η Θεσσαλονίκη έχει αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν για πράξεις και παραλείψεις του παρελθόντος, έχει αναγνωρίσει το ιστορικό τραύμα που προκάλεσε η αδιαφορία, ο εφησυχασμός, ο αντισημιτισμός του μεσοπολέμου και έχει καταδικάσει με τον πλέον εμφατικό τρόπο τη ναζιστική και φασιστική ιδεολογία που τρέφει τη βία και τον ρατσισμό. Γιατί η λήθη, η “αποθήκευση του ασύλληπτου στον καταψύκτη της ιστορίας”, όπως έγραψε ένας σπουδαίος Εβραίος, ο συγγραφέας Ζαν Αμερύ, ενέχει τον κίνδυνο να ξαναφέρει στην επιφάνεια “ψιθύρους από την κόλαση”».
Κλείνοντας την ομιλία της, εμφανώς συγκινημένη, η κ. Σακελλαροπούλου επεσήμανε την απόδοση τιμής στα θύματα, ιδιαίτερα από τη Θεσσαλονίκη, λέγοντας: «Είμαι σίγουρη ότι η Θεσσαλονίκη, “αυτή η μάνα, η ανά, η μάικω και η μάντρε, δεν θα τους λησμονήσει ποτέ, δεν θα τους σκεπάσει με το χώμα της λησμονιάς και της ανωνυμίας”, όπως γράφει ο Γιώργος Ιωάννου, αλλά θα εξυψώσει τη μνήμη τους στους αιώνες ως πράξη ιστορικής δικαίωσης και συγγνώμης».