Mε ένα σκεπτικό που προκαλεί αίσθηση για τα περιθώρια …εξουσίας που αναγνωρίζει στην Αστυνομία για τη διάλυση συγκεντρώσεων και κινητοποιήσεων, το Συμβούλιο της Επικρατείας επιδικάζει αποζημιώσεις που ξεπερνούν το 1,8 εκ. ευρώ και μάλιστα εντόκως σε εννέα επιχειρήσεις που υπέστησαν ολοσχερή ή μερική καταστροφή, κατά τη διάρκεια των επεισοδίων το Δεκέμβριο του 2008, μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Η Αστυνομία υποχρεούται να προστατεύει την περιουσία των πολιτών σε βίαια επεισόδια, πολύ δε περισσότερο όταν ήταν σε θέση να γνωρίζει πως η δολοφονία του 15χρονου μαθητή από αστυνομικό θα πυροδοτούσε μεγάλη κοινωνική αντίδραση. Αυτό τονίζει σε εννέα αποφάσεις του Α’ Τμήμα του Συμβούλιου του ΣτΕ θεωρώντας ότι θεμελιώνεται αστική ευθύνη του δημοσίου για την παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να προστατεύσουν τις περιουσίες των επιχειρήσεων στα Εξάρχεια και στις γύρω περιοχές οι οποίες υπέστησαν μεγάλες ζημιές στα επεισόδια.
Έτσι, αναιρώντας αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου της Αθήνας που είχαν απορρίψει στο παρελθόν τις προσφυγών των εταιρειών αυτών, κυρίως ασφαλιστικών, το Α΄ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, τους επιδίκασε αποζημιώσεις συνολικού ύψους 1.868.000 ευρώ τις οποίες το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει, εντόκως.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας τονίζουν ότι δεν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας κάτι που θα μπορούσε να απαλλάξει την Αστυνομία από τις ευθύνες για παραλείψεις στην αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων, σημειώνοντας χαρακτηριστικά «δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρα βίας, βίαια επεισόδια ιδιαίτερης μεγάλης έντασης και έκτασης που κλιμακώνονται και εξαπλώνονται σταδιακά και λαμβάνουν χώρα σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως με συνέπεια τη διάσπαση των αστυνομικών δυνάμεων και κατ΄ επέκταση τη μείωση της αποτελεσματικότητας τους, αν αυτά τα επεισόδια μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και να τεθούν υπό έλεγχο εγκαίρως, πριν δηλαδή εξαπλωθούν και καταστούν ανεξέλεγκτα με την λήψη άμεσων, αναγκαίων και πρόσφορων μέτρων».
Οι αποφάσεις θεωρούν μάλιστα προβλέψιμα τέτοια έντασης και έκτασης επεισόδια και αναφέρουν πως «αποτελούν συνήθη ή τουλάχιστον δεν αποτελούν ασυνήθη κατάσταση» την στιγμή μάλιστα που υπάρχουν πληροφορίες ή σοβαρές ενδείξεις για «μαζική κινητοποίηση εξαγριωμένων ή αγανακτισμένων πολιτών ή κοινωνικών ομάδων».
Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «η είδηση θανάτου ανηλίκου (σ.σ.: Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου) στην περιοχή των Εξαρχείων από πυροβολισμό αστυνομικού είναι λίαν πιθανό έως αναμενόμενο να προκαλέσει έντονη κοινωνική αντίδραση, να οδηγήσει σε άμεση μαζική κινητοποίηση πολιτών στα αστικά κέντρα και συνακόλουθα να πυροδοτήσει ανά πάσα στιγμή κοινωνική έκρηξη».
Σε άλλο σημείο, οι σύμβουλοι Επικρατείας, επισημαίνουν ότι «πολλώ μάλλον δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας, βίαια επεισόδια και βανδαλισμοί που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο προγραμματισμένης πορείας διαμαρτυρίας όταν το ίδιο γεγονός που πυροδότησε την διαμαρτυρία έχουν ήδη λάβει χώρα βίαια περιστατικά μεγάλης έντασης και έκτασης, καθώς και εκτεταμένες φθορές και καταστροφές είτε στην ίδια περιοχή είτε σε άλλη, εφόσον ανά πάσα στιγμή μια τέτοια εξέλιξη είναι αναμενόμενη με μεγάλη πιθανότητα και άρα είναι δυνατόν να προβλεφθεί και να αποτραπεί με άμεση ενέργεια και λήψη όλων των ενδεδειγμένων μέτρων, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας των αστυνομικών οργάνων να επιβάλλουν περιορισμούς στην διεξαγωγή συγκεντρώσεων ή συναθροίσεων ή να διυλίσουν συγκεντρώσεις και συναθροίσεις οι οποίες εκ του ότι εκτρέπονται σε πράξεις βίας κατά προσώπων είναι παράνομες».
Σύμφωνα με το ΣτΕ, η προστασία της περιουσίας των πολιτών από βιαία επεισόδια που εκδηλώνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής μαζικής κινητοποίησης πολιτών αποτελεί υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων, η εκπλήρωση της οποίας δεν εναπόκειται στην διακριτική τους ευχέρεια. Επομένως, αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν παντελώς να επέμβουν για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη η οποία απειλείται, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παράλειψη αυτή είναι παράνομη και συνεπώς συντρέχει η απαιτούμενη για την θεμελίωση αστική ευθύνη του Δημοσίου». Για το λόγο αυτό «διακριτική ευχέρεια διαθέτουν τα αστυνομικά όργανα μόνο ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσουν, δηλαδή ως προς την επιλογή του είδους των μέτρων που πρέπει να λάβουν προς εκπλήρωση της υποχρέωσης τους, δυνάμενα –κατόπιν εκτίμησης- να επιλέξουν και να εφαρμόσουν το καταλληλότερο για την συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρησιακό σχέδιο.
Στην ειδικότερη περίπτωση κατά την οποία τα αστυνομικά όργανα αν και επεμβαίνουν και επιχειρούν, δεν λαμβάνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η επιλογή της αποχής τους από κάθε ενέργεια, ειδικώς προς το σκοπό του αγαθού της περιουσίας, συνιστά υπέρβαση των άκρων ορίων της ευχέρειας τους και για το λόγο αυτό είναι παράνομη», καταλήγουν οι αποφάσεις.