Νέες προτάσεις για τη θωράκιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων έναντι της αύξησης των τιμών ενέργειας εισηγείται η Γαλλία, σύμφωνα με νέο non-paper που παρουσιάζεται στο σημερινό Ecofin και παρουσιάζει η «Καθημερινή».
Η νέα γαλλική πρόταση, σύμφωνα με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ, στηρίζεται από την Ελλάδα, την Ισπανία και την Τσεχία. Συζητήθηκε ήδη χθες στη συνεδρίαση του Eurogroup και θα τεθεί επί τάπητος στο Ecofin.
Το έγγραφο, το οποίο βρίσκεται στη διάθεση της «Κ», περιλαμβάνει πέντε προτάσεις για τον περιορισμό του αντίκτυπου των τιμών ενέργειας. Τρεις είναι πιο άμεσης εφαρμογής.
Πρώτον, η Γαλλία εισηγείται τη δημιουργία ενός μηχανισμού που θα συνδέει τις τιμές που πληρώνουν οι τελικοί καταναλωτές και με το κόστος της καθαρής ενέργειας, που περιλαμβάνεται στο εθνικό ενεργειακό μείγμα, ώστε να μπαίνει φρένο στις μεγάλες αυξήσεις. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον κ. Λε Μερ, θα επέτρεπε την αυτόματη σταθεροποίηση των τιμών καταναλωτή σε συνθήκες αύξησης των τιμών των ορυκτών καυσίμων, χωρίς να επηρεάζει την πανευρωπαϊκή χονδρική αγορά και χωρίς να υπονομεύει τα κίνητρα για επενδύσεις στις ΑΠΕ.
Δεύτερον, το έγγραφο αναφέρεται στα μακροπρόθεσμα συμβόλαια μεταξύ παραγωγών ηλεκτρισμού μέσω ΑΠΕ και επιχειρήσεων που είναι οι τελικοί καταναλωτές, ως «ένα επιπρόσθετο εργαλείο για την παροχή ορατότητας σχετικά με τις τιμές». Το σχέδιο στηρίζεται από την Ελλάδα, την Ισπανία και την Τσεχία.
Τρίτον, σημειώνεται ότι πρέπει να δοθεί και στα νοικοκυριά η δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε συμβόλαια που παρέχουν κάποια σταθερότητα και προβλεψιμότητα όσον αφορά τις τιμές, αλλά και καλύτερη πληροφόρηση σχετικά με τους κινδύνους που συνεπάγονται τα συμβόλαια που συνδέονται με τη spot αγορά.
«Δεν έχουμε το περιθώριο τέτοιες εκτινάξεις των τιμών του ρεύματος ή του αερίου να διακινδυνεύσουν την κοινωνική και την οικονομική βιωσιμότητα της ενεργειακής μετάβασης», αναφέρεται στο non-paper. Γίνεται συνεπώς έκκληση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να «διερευνήσει τις ευελιξίες που θα μπορούσε να παρέχει στα κράτη-μέλη ώστε να συμβάλει στη σταθεροποίηση των τιμών λιανικής, να περιορίσει τη μεταβλητότητα για τους καταναλωτές και να παράσχει τα σωστά κίνητρα για την απανθρακοποίηση της οικονομίας μέσω της χρήσης του ηλεκτρισμού».
Πέραν αυτών, το έγγραφο αναφέρεται στην ανάγκη «καλύτερου συντονισμού των εθνικών ρυθμιστικών πλαισίων για την τήρηση αποθεμάτων αερίου». Κάτι τέτοιο, σημειώνεται, θα «ενίσχυε την ενεργειακή ασφάλεια» της Ε.Ε. και θα επέτρεπε την πιο αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς αερίου.
Τέλος, «μακροπρόθεσμα» η Ε.Ε. πρέπει να επιδιώξει την «ενεργειακή ανεξαρτησία» μέσω επενδύσεων σε «όλες τις μορφές ενέργειας» που δεν εκπέμπουν άνθρακα (συμπεριλαμβανομένης και της πυρηνικής), ώστε να περιορίσει δραστικά την εξάρτησή της από χώρες που εξάγουν αέριο.
Ο κ. Λε Μερ, προσερχόμενος στη συνεδρίαση του Eurogroup χθες, τόνισε τη σημασία που αποδίδει η Γαλλία στην προστασία των πιο ευάλωτων καταναλωτών από την αύξηση των τιμών. Είναι «ανυπόφορο» να υφίστανται καταναλωτές μεταβολές των λογαριασμών ρεύματος που να φτάνουν έως το 35%, ανέφερε.
Ο πρόεδρος του Eurogroup Πασκάλ Ντόνοχιου αναφέρθηκε στον αντίκτυπο της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας και των αυξήσεων των τιμών ενέργειας στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας (παρότι αυτή, όπως επέμεινε, «εδραιώνεται»).
Ανέφερε μάλιστα ότι, αν και παραμένει εν ισχύι η εκτίμηση ότι η πληθωριστική έξαρση είναι παροδικό φαινόμενο, «αποδεικνύεται κάπως πιο επίμονο από ό,τι υπολογίζαμε».
Ανοιξε η συζήτηση για το Σύμφωνο Σταθερότητας
Στη χθεσινή συνεδρίαση έγινε και η πρώτη συζήτηση για πιθανές αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης μετά την επίσημη επανέναρξη των σχετικών διαβουλεύσεων από την Κομισιόν στις 19 Οκτωβρίου. Ο κ. Ντόναχιου είπε ότι αναζητείται η ισορροπία μεταξύ της προώθησης επενδύσεων που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη και της ανάγκης για βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Ο επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι υπογράμμισε ότι η συζήτηση δεν πρέπει να «αποτελέσει άλλο ένα κεφάλαιο» στο «πολύ εκτενές βιβλίο» των αντιπαραθέσεων για το ΣΣΑ, στο οποίο «οι εδραιωμένες θέσεις διατυπώνονται ξανά και ξανά». Θα πρέπει να είναι «ένα κεφάλαιο σε μια νέα ιστορία», της δημιουργίας των προϋποθέσεων «ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης στη μεταπανδημική εποχή». Υπενθύμισε, δε, ότι μόνο για την επίτευξη των στόχων της πράσινης μετάβασης θα απαιτηθούν ετησίως κατά την ερχόμενη δεκαετία 520 δισ. ευρώ επιπρόσθετες επενδύσεις ανά την Ε.Ε.
Ο κ. Τζεντιλόνι υπονόησε ότι πολύ δύσκολα θα υπάρξει ομοφωνία για αλλαγή του ορίου χρέους από το 60% του ΑΕΠ στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων.
Ανέφερε ότι υπάρχει ευρεία συνειδητοποίηση ότι θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να μειωθούν τα πολύ υψηλά επίπεδα χρέους που προκάλεσε η πανδημία, που να μην καταπνίξει την ανάκαμψη στις υπερχρεωμένες χώρες. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι η εξεύρεση του κοινού τόπου επί της πιο σταδιακής αυτής πορείας αποκλιμάκωσης του χρέους θα χρειαστεί πολλές ακόμα συζητήσεις.