Ανάσα για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους αποτελεί η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία μειώνει στο μισό -από τα είκοσι στα δέκα χρόνια- την παραγραφή αξιώσεων του ΕΦΚΑ για ασφαλιστικές εισφορές.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Μαίρη Σαρπ και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου) με την υπ’ αριθμ. 1833/2021 απόφασή της έκρινε ότι το άρθρο 95 παρ. 1 του Νόμου 4387/2016 που όρισε ως γενικό κανόνα την εικοσαετή παραγραφή για αξιώσεις για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών όσων υπάγονται στο ΕΦΚΑ, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.
Κατά πλειοψηφία, οι ανώτατοι δικαστές αποφάσισαν υπέρ της αντισυνταγματικότητας της διάταξης για 20 έτη παραγραφή, με το σκεπτικό ότι το επίμαχο άρθρο 95 του νόμου του 2016 «αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθ’ όσον χρόνος παραγραφής 20 ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια μιας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και της πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών, που αξιώνουν, κατ’ αρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεων των διοικούμενων».
Αναφορικά με την οργάνωση και τη λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων, επισημαίνεται στην απόφαση της Ολομέλειας ότι «ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί, ώστε, με τη συνδρομή και των σύγχρονων δυνατοτήτων της τεχνολογίας, να διενεργούνται, στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσής τους επίκαιροι και αποτελεσματικοί, από την άποψη της εισπραξιμότητας, έλεγχοι με στόχο την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, χωρίς να εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια, η οποία, λόγω της χρονικής απόστασης από την παράβαση, δεν συμβάλλει στην ορθή, κατά τον χρόνο ισχύος της, εφαρμογή της διαρκώς μεταβαλλόμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και τη δημιουργία συνείδησης συμμόρφωσης προς αυτήν οδηγεί αναγκαίως, δεδομένης και της σοβαρής υποστελέχωσης των υπηρεσιών, σε ανεπίκαιρους και για τον λόγο αυτόν μειωμένης εισπραξιμότητας ελέγχους, συνεπάγεται μη διαχειρίσιμο φόρτο για τις υπηρεσίες και, ενδεχομένως, ενθαρρύνει την απραξία των ασφαλιστικών φορέων».
Ως προς τους βεβαρημένους με τις ασφαλιστικές εισφορές υπόχρεους, σημειώνεται ότι «ο χρόνος της παραγραφής απαιτείται να είναι ο αναγκαίος, ώστε αφενός να διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας αυτών έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου να μην οδηγούνται οι οφειλέτες σε οικονομική εξουθένωση λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα».
Αντίθετα, η μειοψηφία εξέφρασε την άποψη ότι η εικοσαετής γενική παραγραφή, που θεσπίζεται με το άρθρο 95 του Ν. 4387/2016 δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη και αρχή.