Στην Κολομβία είναι ενεργές πάνω από 90 ένοπλες ομάδες, οι οποίες μετρούν πάνω από 10.000 μαχητές, καταγράφει έκθεση κολομβιανού κέντρου ερευνών, του Ινστιτούτου Μελετών για την Ανάπτυξη και την Ειρήνη (Instituto de Estudios para el Desarrollo y la Paz, INDEPAZ) για το 2020.
Συνολικά 93 ένοπλες ομάδες –τις συγκροτούν αποστάτες των FARC, αντάρτες του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης (ELN), μέλη ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων– δρουν στη χώρα των Άνδεων, σύμφωνα με το ιδιαίτερα λεπτομερειακό κείμενο.
Έχουν αθροιστικά 10.210 πολεμιστές, σύμφωνα με το INDEPAZ, παρόντες ιδίως στις περιφέρειες Βόρεια Σανταντέρ, Αράουκα, Αντιόκια, Ναρίνιο, Κάουκα, Μέτα, Κόρδοβα, Μπολίβαρ και Τσοκό.
Οι αποστάτες των FARC (των πρώην Επαναστατικών Ένοπλων Δυνάμεων της Κολομβίας), που απορρίπτουν τη συμφωνία ειρήνης η οποία υπογράφτηκε το 2016, μετρούν 5.200 πολεμιστές, το 85% εκ των οποίων είναι νεοσύλλεκτοι, κατά την εκτίμηση του INDEPAZ.
Είναι ενεργοί σε 123 δήμους, αριθμός που αυξήθηκε το 2020.
Χωρίς ενιαία διοίκηση, οι διαφωνούντες αυτοί μοιράζονται κυρίως σε δύο ομάδες: το «Νοτιοανατολικό μπλοκ» («Bloque Suroriental», 2.700 άνδρες) και τη «Δεύτερη Μαρκετάλια» («Segunda Marquetalia», 2.000 άνδρες), υπό τη διοίκηση του «Ιβάν Μάρκες», πρώην ανώτατου στελέχους των FARC. Μια τρίτη ομάδα, η «Δυτική συντονιστική διοίκηση» (Comando Coordinador de Occidente), μετρά κάπου 500 πολεμιστές.
Οι ομάδες αυτές δρουν κατά «ανεξάρτητο τρόπο» και «χωρίς οργανικό δεσμό», σαν «σπασμένα κλαδιά δέντρου», δίχως αληθινό «σχέδιο εξέγερσης ή σενάριο πολέμου» εναντίον του κολομβιανού κράτους, σημειώνει το ινστιτούτο.
Η μοναδική –επισήμως– οργάνωση ανταρτών που παραμένει ενεργή στη χώρα, ο ELN (γκεβαριστές), διαθέτει περίπου 2.450 μαχητές, υπολογίζει το INDEPAZ.
Είναι οργανωμένοι «σε οκτώ μέτωπα και κεντρική διοίκηση» και δρουν ή είναι εγκατεστημένοι «σε 136 δήμους».
Οι περισσότεροι από τους ηγέτες της οργάνωσης δεν βρίσκονται στην Κολομβία, ενώ κάθε μέτωπο έχει ευρεία επιχειρησιακή και οικονομική αυτονομία.
Ενώ οι εχθροπραξίες του ELN με τις δυνάμεις ασφαλείας του κράτους μειώθηκαν, οι συγκρούσεις με άλλες ένοπλες οργανώσεις αυξήθηκαν, ειδικά κατά μήκος των ακτών στον Ειρηνικό Ωκεανό, σύμφωνα με το Ινστιτούτο.
Κατά το INDEPAZ, ο ELN δεν βρίσκεται στη φάση που θα πρόβαλε κάποιο πολιτικό σχέδιο ή κάποια στρατηγική για τη σύγκρουση με το κράτος και την κατάληψη της εξουσίας· επικεντρώνεται «στην υπεράσπιση των ζωνών επιρροής του».
Τρίτος μείζων παράγοντας στη σύρραξη είναι οι οργανώσεις που το ινστιτούτο περιγράφει με τον όρο «ναρκωπαραστρατιωτικές» («narcoparamilitares»). Διαθέτουν περίπου 2.560 μέλη, ωστόσο δεν είναι πολύ καλά διαρθρωμένες. Πρόκειται για τους κληρονόμους των παραστρατιωτικών οργανώσεων που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1990 για να πολεμήσουν τους αντάρτες της άκρας αριστεράς και κατηγορούνται πως διέπραξαν σωρεία εγκλημάτων, σφαγών και ωμοτήτων. Κατόπιν, αφοσιώθηκαν στη διακίνηση των ναρκωτικών.
Δεν αποτελεί έκπληξη πως η επίφοβη Clan del Golfo είναι η ισχυρότερη από αυτές τις οργανώσεις, με 1.600 έως 1.700 πολεμιστές, πολλούς περισσότερους από τις συμμορίες Καπάρος, Πατσένκας, Πελούσας και Ραστρόχος.
Η Κλαν είναι ενεργή στο 80% των 291 κοινοτήτων όπου δρουν, ή είναι εγκατεστημένοι, παραστρατιωτικοί. Ο αριθμός είναι θεαματικά αυξημένος: το 2019, δεν λυμαινόταν παρά 30 δήμους.