Ο Αμερικανός τραγουδοποιός Μπρους Σπρίνγκστιν είναι ο αρχετυπικός ρόκερ της δεκαετίας του ’70, έχοντας κερδίσει το προσωνύμιο «Το Αφεντικό» («The Boss»). Από το πρώτο του άλμπουμ («Greetings from Asbury Park, NJ») έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από την κριτική, ενώ το μεγάλο κοινό άρχισε να τον γνωρίζει σταδιακά από το μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Born to Run». Κατά τη διάρκεια της καριέρας του που διαρκεί εδώ και πέντε δεκαετίες έγινε γνωστός για τους ποιητικούς και κοινωνικά συνειδητοποιημένους στίχους του και τις μαραθώνιες συναυλίες του. Έχει ηχογραφήσει μια σειρά από άλμπουμ προσανατολισμένα στη ροκ και φολκ μουσική, ενώ οι στίχοι τους αντανακλούν τις εμπειρίες και τους αγώνες των Αμερικανών της εργατικής τάξης.
Ο Σπρίνγκστιν έχει πουλήσει περισσότερα από 130 εκατομμύρια δίσκους σε όλο τον κόσμο και περισσότερα από 60 εκατομμύρια στις ΗΠΑ, καθιστώντας τον έναν από τους πλέον δημοφιλείς μουσικούς παγκοσμίως. Τα πιο γνωστά του τραγούδια είναι τα «Born to Run» (1975), «Thunder Road» (1975), «Badlands» (1978), «Hungry Heart» (1980), «Dancing in the Dark» (1984), «Born in the USA» «Days of Glory» (1985), «Brilliant Disguise» (1987), «Human Touch» (1992) και «Streets of Philadelphia» (1994).
Έχει κερδίσει πολλά βραβεία για το έργο του, συμπεριλαμβανομένων 20 βραβείων Γκράμι, ενός Όσκαρ και ενός Τόνι. Το 1999, εισήχθη στο «Πάνθεο της Δόξας του Ροκ εντ Ρολ» («Rock And Roll of Fame») και το 2016, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα του απένειμε το «Μετάλλιο της Ελευθερίας», την ανώτατη τιμητική διάκριση για έναν Αμερικανό πολίτη.
Ο Μπρους Φρέντερικ Τζόζεφ Σπρίνγκστιν γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1949 στο Λονγκ Μπραντς της πολιτείας του Νιού Τζέρσεϊ. Ο ιρλανδικής και ολλανδικής πατέρας του, Ντάγκλας Σπρίνγκστιν, ήταν οδηγός λεωφορείου, και η ιταλικής καταγωγής μητέρα του, Αντέλ Αν Ζερίλι, εργαζόταν ως γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο. Ο Μπρους μεγάλωσε ως Καθολικός Χριστιανός μαζί με τις δύο αδελφές του. Σε ηλικία επτά αποφάσισε ότι το πεπρωμένο του ήταν να γίνει μουσικός, όταν είδε τον Έλβις Πρίσλεϊ (το παντοτινό του ίνδαλμα) στο τηλεοπτικό σόου του Εντ Σάλιβαν. Στα 13 του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και στα 15 του μια πιο επαγγελματική με δάνειο από την μητέρα του. Ο κύβος είχε ριφθεί.
Το 1965, έγινε ο βασικός κιθαρίστας και αργότερα ο ηγέτης του συγκροτήματος «The Castiles». Η μπάντα ηχογράφησε δύο τραγούδια σε ένα τοπικό στούντιο και έδωσε κάποιες συναυλίες. Από το 1969 έως το 1971 συνεργάστηκε με τους Στίβ Βαν Ζαντ, Ντάνι Φεντερίτσι και Βίνι Λόπεζ στο συγκρότημα «Child», που μετονομάστηκε αργότερα σε «Steel Mill» με την έλευση του κιθαρίστα Ρόμπιν Τόμπσον.
Το 1972, ξεκινάει ουσιαστικά η επαγγελματική του καριέρα του, όταν υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας με την Columbia Records. Τον Ιανουάριο του 1973 κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο «Greetings from Asbury Park, NJ», με μουσικούς από το Νιου Τζέρσεϊ, που αργότερα συγκροτούσαν την μπάντα «The E Street Band», που θα τον συντρόφευε για πολλά χρόνια σε ηχογραφήσεις και συναυλίες. Το άλμπουμ έτυχε της κριτικής αποδοχής, όπως και το δεύτερο άλμπουμ του «The Wild, The Innocent & The Street Shuffle», που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιά, αλλά είχε ελάχιστη εμπορική επιτυχία. Σ’ αυτά τα δύο άλμπουμ, οι αναφορές του στο φολκ-ροκ, την σόουλ και το ριθμ εντ μπλουζ ήταν εμφανείς, όπως και οι επιρροές του από τη μουσική του Βαν Μόρισον και του Μπομπ Ντίλαν.
Δείτε το βίντεο:
Το 1975, ήταν η σειρά του τρίτου του άλμπουμ «Born to Run», το οποίο γνώρισε κριτική και εμπορική επιτυχία και αποτέλεσε το διαβατήριο για την γνωριμία του με ένα ευρύτερο κοινό. Είχε μεταμορφωθεί πλέον σε ένα γνήσιο ρόκερ, με οφειλές στον Φιλ Σπέκτορ και τον Ρόι Όρμπισον. Το 1977, επέστρεψε στο στούντιο, ύστερα από διετή νομική διαμάχη με τον πρώην μάνατζέρ του Μάικ Άπελ και ηχογράφησε το άλμπουμ «Darkness on the Edge of Town» (1978), πιο σκοτεινό και σκληρό από το προηγούμενο.
Το 1980 , ήρθε η κυκλοφορία του διπλού άλμπουμ «The River», με την πρώτη του μεγάλη διεθνή επιτυχία το τραγούδι «Hungry Heart». Ακολούθησε το άλμπουμ «Nebraska» (1982), ένα σετ ακουστικών τραγουδιών με πεισιθανάτια διάθεση, που αποτελεί ένα ασυνήθιστο ιντερλούδιο, σε σχέση με ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Το 1984, η κυκλοφορία του «Born in the USA», το εκτόξευσε εμπορικά και τον έκανε γνωστό σε ακροατήρια που μέχρι τότε τον αγνοούσαν ή είχαν ακούσει λίγα γι’ αυτόν. Το άλμπουμ πούλησε πάνω από 15 εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ και είχε επτά σινγκλ στα δέκα πρώτα των ΗΠΑ. Το ομώνυμο τραγούδι, ένα συμπαθητικό πορτρέτο των βετεράνων του Πολέμου στο Βιετνάμ, παρερμηνεύθηκε ευρέως (κυρίως από την αμερικανική Δεξιά) ως ένας πατριωτικός ύμνος, χωρίς να είναι αυτή η πρόθεση του καλλιτέχνη.
Μετά την τεράστια επιτυχία του «Born in the USA»,που αποτελεί τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στη μέχρι τούδε καριέρα του,ο Μπρους Σπρίνγκστιν κυκλοφόρησε ένα πιο προσωπικό άλμπουμ, το 1987, με το τίτλο «Tunnel of Love», το οποίο περιελάμβανε τραγούδια για χαμένες αγάπες και τις προκλήσεις της αγάπης, μετά τον χωρισμό του από την πρώτη του σύζυγό, την ηθοποιό Τζουλιάν Φίλιπς. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και τα «Lucky Town» και «Human Touch», που κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα το 1992.
Το 1994 κέρδισε Όσκαρ για το τραγούδι του «Streets of Philadelphia», που ακουγόταν στην ταινία του Τζόναθαν Ντέμι «Φιλαδέλφεια» («Philadelphia, 1993), με πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς, στον ρόλο ενός επιτυχημένου δικηγόρου που μαθαίνει ότι πάσχει από AIDS. Το 1995 κυκλοφόρησε το δεύτερο ακουστικό άλμπουμ του με τίτλο «The Ghost of Tom Joad», με αναφορές στο Μεγάλη Ύφεση της δεκαετία του 1930 και τον συσχετισμό της με την σημερινή κατάσταση των μη προνομιούχων αμερικανών. Ο Τομ Τζόουντ είναι ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος του Τζον Στάινμπεκ «Τα Σταφύλια της Οργής», που αναφέρεται στην εποχή εκείνη. Πηγή έμπνευσης αποτέλεσε και το βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του συγγραφέα Ντέιλ Μάχαριτζ «Journey to Nowhere: The Saga of the New Underclass» («Ταξίδι στο Πουθενά: Το Έπος των Νεοπληβείων»).
Το 1999, ο Σπρίνγκστιν και τα μέλη της «The E Street Band» ξανασυναντήθηκαν, έπειτα από σχεδόν δέκα χρόνια για μια επιτυχημένη περιοδεία, η οποία τερματίστηκε το 2000 στην Νέα Υόρκη. Το 2002 κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ με πλήρη με μπάντα ύστερα από 18 χρόνια με τίτλο «The Rising» που γνώρισε εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Το 2005 κυκλοφόρησε το τρίτο φολκ άλμπουμ του (μετά το «Nebraska» και The Ghost of Tom Joad»), το «Devils & Dust» και ακολούθησαν τα «We Overcome: The Seeger Sessions» (2006), «Magic» (2007) και «Working on a Dream» και «Promise» (2010), με ακυκλοφόρητο υλικό.
Τον Ιούνιο του 2011, ο Σπρίνγκστιν έχασε τον σημαντικότερο συνεργάτη του, τον σαξοφωνίστα Κλάρενς Κλέμονς, που υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε σε ηλικία 69 ετών. Ήταν αναμφισβήτητα ένα βαρύ πλήγμα για τον «Μπος». Γράφτηκε ότι η απουσία του Κλέμονς θα σήμαινε το τέλος της «The E Street Band» ή ακόμα και της μουσικής σταδιοδρομίας του Σπρίνγκστιν. Ο ίδιος φρόντισε να το διαψεύσει: «Ο Κλάρενς δεν αφήνει την E Street Band. Θα φύγει όταν πεθάνουμε» τόνισε κατά τη διάρκεια του επικήδειου λόγου του στην κηδεία του πολύτιμου συνεργάτη του.
Ο Μπρους Σπρίνγκστιν θα κυκλοφορήσει τρία ακόμα επιτυχημένα άλμπουμ Wrecking Ball (2012), «High Hopes» (2014) και «Western Stars» (2019).
Το 2016 κυκλοφόρησε τα απομνημονεύματα του με τίτλο «Born to Run» και τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μια σειρά εμφανίσεων στο Μπρόντγουεϊ, που έλαβε την ονομασία «Springsteen on Broadway». Μόνος του επί σκηνής (με την συνοδεία σε κάποια μέρη της δεύτερης συζύγου του Πάτι Σιάλφα) τραγουδούσε και διηγόταν ιστορίες από την γεμάτη εμπειρίες ζωή του. Η παράσταση του τιμήθηκε με το θεατρικό βραβείο «Τόνι» το 2018, μαγνητοσκοπήθηκε και προβάλλεται από το Netflix και η μουσική της κυκλοφόρησε σε άλμπουμ.