Με τις «ευλογίες» του ΣτΕ, η ηλεκτρονική καταγραφή των αποτελεσμάτων από τα rapid test στο Δημόσιο τομέα ενώ …αχρείαστη θεωρείται η συγκατάθεσή των εργαζομένων εφόσον πρόκειται για σκοπό δημόσιου συμφέροντος.
Με το σκεπτικό αυτό το Συμβούλιο της Επικρατείας, είναι …ελαστικό ως προς τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, κρίνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ πως δεν πρόκειται για «απόλυτο δικαίωμα» αλλά συναρτάται και σταθμίζεται ανάλογα με άλλα κοινωνικά αγαθά!!!
Έτσι, λοιπόν, στο … βωμό της προστασίας της δημόσιας υγείας, «θυσιάζεται», η νόμιμη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων και δεν απαιτείται ως απαραίτητος όρος η συγκατάθεση του «υποκειμένου» δηλ. του εργαζόμενου στο δημόσιο.
Εν μέσω πανδημίας, η 7μελής σύνθεση του Δ΄ Τμήματος του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, προεδρευούσης της αντιπροέδρου Μαρίας Καραμανόφ, δίνει τη συγκατάθεσή της στην εφαρμογή του υποχρεωτικού μέτρου του διαγνωστικού ελέγχου νόσησης από κορωνοϊό στους υπαλλήλους του Δημοσίου τομέα, μια φορά την εβδομάδα και στην ηλεκτρονική καταγραφή του αποτελέσματος, χωρίς προηγουμένως να ερωτηθούν αν συναινούν σε αυτό, με αποτέλεσμα να υπόκεινται σε επεξεργασία τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα υγείας τους.
Αφορμή ήταν προσφυγή πολιτικής υπαλλήλου του Υπουργείου Εθνικής, στην οποία απαγορεύτηκε η είσοδος στη Γραμματεία του στρατιωτικού εργοστασίου όπου εργάζεται, επειδή αρνήθηκε να υποβληθεί σε διαγνωστικό έλεγχο για τον κορωνοϊό.
Οι ισχυρισμοί της περί παραβίασης των προσωπικών δεδομένων της αλλά και της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς της, απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι. ισχυρισμούς της υπαλλήλου.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι σύμφωνα με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «η υποχρέωση υποβολής σε διαγνωστικό έλεγχο και σε μη νοσούντες, ως προϋπόθεση για την προσέλευση και παροχή της εργασίας, αποτελεί νόμιμο περιορισμό του δικαιώματος συναίνεσης σε ιατρικά θέματα, δεδομένου ότι τίθεται για την προστασία της δημόσιας υγείας ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ατομικώς της ζωής και υγείας όλων από τη διασπορά του COVID-19 και συνιστά αποτελεσματικό και αναγκαίο μέτρο, κατά την επιστημονική τεκμηριωμένη κρίση του νομοθέτη».
Επίσης, σύμφωνα με το ΣτΕ, «το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα, αλλά εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία, σταθμιζόμενο με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητα». Άρα, «η συγκατάθεση δεν αποτελεί τη μοναδική βάση για τη νομιμότητα της επεξεργασίας (σ.σ.: των προσωπικών δεδομένων). Αντίθετα τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου, όταν τούτο είναι απαραίτητο για σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας».