“Η βιώσιμη ανάπτυξη ορίζεται ως: η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσας γενιάς χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες”
Η Βιώσιμη Ανάπτυξη αποτελεί έννοια-κλειδί στον αιώνα που διανύουμε και μία μεγάλη πρόκληση για την ανθρωπότητα. Είναι ο λόγος, που τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται διεθνώς σε μία σημαντική προτεραιότητα κυβερνήσεων, οργανισμών, επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών γενικότερα. Όλοι καλούνται να αντιληφθούν την πολυπλοκότητα και αλληλεξάρτηση των ζητημάτων που τίθενται, να συμβάλουν στην αναζήτηση των σωστών λύσεων και να δεσμευτούν σε συγκεκριμένες ενέργειες τόσο ατομικές όσο και συλλογικές.
Στην Ελλάδα όμως έχει παγιωθεί μια άλλη, παντελώς λανθασμένη προσέγγιση:
Δεκαεννιά ολόκληρους μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας και παρότι ο ιός επιμένει σθεναρά, η Ελλάδα είναι σε θέση να ανοίξει βήμα και να αρχίσει να βλέπει τους ρυθμούς ανάπτυξης να επηρεάζουν τα δημοσιονομικά μεγέθη. Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να κρατήσουμε, ότι ο σχεδιασμός και οι εφαρμοσμένες επιλογές κράτησαν την χώρα μέχρι σήμερα υγειονομικά, οικονομικά και κοινωνικά όρθια. Συνεπώς και με τους ρυθμούς ανάπτυξης να επιταχύνονται θα πρέπει οι αστοχίες που εντοπίζονται, να επιδιορθώνονται άμεσα, ειδικά εκεί που αποδεικνύονται άδικες ή επικίνδυνες για τους στόχους που η Πολιτεία έχει θέσει…
Στον τομέα της οικονομίας και της χρηματοδότησης, μια επένδυση θεωρείται ότι είναι η διάθεση κεφαλαίου σε μια πράξη ή οικονομική δραστηριότητα που δημιουργεί μακροπρόθεσμες αποδόσεις και οφέλη, σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Είναι μια εν γένει οικονομική δραστηριότητα, που περιλαμβάνει κινδύνους και περιλαμβάνει χρόνο, έχοντας ως νομοτελειακό της σκοπό, να αποφέρει κέρδη και οφέλη, βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.
Το επενδυτικό σχέδιο από την άλλη και εν προκειμένω οι Συμβάσεις Ενεργειακής Απόδοσης (ΣΕΑ), είναι ένα σχέδιο δράσης στο οποίο έχουν τεθεί στόχοι και χρησιμοποιούνται ανθρώπινοι, υλικοί και τεχνικοί πόροι για τη δημιουργία οικονομικών αποδόσεων για όλους τους συμμετέχοντες για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο που έχει οριστεί από τους συμβαλλόμενους.
Τίθεται όμως το ερώτημα: Θέλουμε πραγματικά τις επενδύσεις και μάλιστα στον κρίσιμο τομέα του Περιβάλλοντος;
Η απάντηση είναι σαφής: ναι, ειδικά σε εκείνες που αφορούν στο περιβάλλον η απάντηση είναι δυο φορές ναι. Ωστόσο αρκεί μόνο η βούληση;
Είναι προφανές πως η βούληση πρέπει απαρέγκλιτα να συνοδεύεται από συντονισμένες δράσεις, όπως παροχή κινήτρων, δημιουργία πλαισίου, κλπ. Επιπροσθέτως θεωρείται δεδομένη η βούληση της Πολιτείας να δοθούν κίνητρα στους ΟΤΑ, ώστε να είναι σε θέση να παρέχουν ανταποδοτικές υπηρεσίες προς όφελος των δημοτών τους και οι οποίες θα είναι εναρμονισμένες στις στρατηγικές επιλογές της χώρας και της ΕΕ.
Ωστόσο, τα παραπάνω προφανή δεδομένα αμφισβητούνται, πολλές φορές στην πράξη, εξαιτίας της ολιγωρίας ή της αμέλειας που επιδεικνύεται από τον κρατικό μηχανισμό, στην αντιμετώπιση απλών ζητημάτων που προκύπτουν.
Ας εστιάσουμε τώρα την προσοχή μας σε ένα απλό παράδειγμα: τυχαίος ΟΤΑ αποφασίζει να υλοποιήσει αυτοχρηματοδοτούμενη δράση Ενεργειακής Αναβάθμισης του Δικτύου Οδοφωτισμού του, μέσω διεθνούς ανοικτής διαγωνιστικής διαδικασίας, με τη χρηματοδότηση να προέρχεται από ιδιωτικά κεφάλαια και την πληρωμή του Αναδόχου να γίνεται από την εξοικονόμηση ενέργειας που θα προκύπτει από τη Σύμβαση Ενεργειακής Απόδοσης (ΣΕΑ) μεταξύ του ΟΤΑ και του Ιδιώτη Αναδόχου.
Όλα καλά ως εδώ, αφού το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο διασφαλίζει τη διαφάνεια και την εγκυρότητα της διαδικασίας μέχρι την υλοποίηση της σχετικής σύμβασης. Υπάρχει όμως ένα παράδοξο στην ιστορία αυτή, που εμφανίζεται λόγω του υφιστάμενου φορολογικού πλαισίου στη χώρα μας.
Πιο συγκεκριμένα και με δεδομένο ότι η αποπληρωμή αυτών των παρεμβάσεων στους Αναδόχους γίνεται σε εύρος τουλάχιστον 12 ετών, με έλεγχο του αποτελέσματος, που αφορά καθαρά στην εξοικονόμηση και λογίζεται ως Παροχή Υπηρεσιών με συντελεστή ΦΠΑ 24%, δυστυχώς δημιουργείται ένα αυξημένο κόστος αποπληρωμής στο δημόσιο τομέα -τους ΟΤΑ δηλαδή, για τους οποίους ο ΦΠΑ θεωρείται και είναι δαπάνη μη δυνάμενη συμψηφισμού.
Πριν την Ενεργειακή Αναβάθμιση οι ΟΤΑ έχουν ως ΦΠΑ ενεργειακής κατανάλωσης ποσοστό 6% επί της αξίας κατανάλωσης, ενώ με την υλοποίηση της Ενεργειακής Αναβάθμισης ο κάθε ΟΤΑ θα αναλάβει αυξημένο κόστος απόπληρωμής κατά… 18 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες ΦΠΑ, εξαιτίας του χαρακτηρισμού της αποπληρωμής ως… Παροχή Υπηρεσίας.
Είναι προφανές ότι αυτή η εξέλιξη μειώνει σημαντικά -ή μάλλον εξανεμίζει το όποιο όφελος, ανάλογα με την έκπτωση που θα έχει από τον ιδιώτη Ανάδοχο, κάτι που λειτουργεί ως αντικίνητρο στους ΟΤΑ, με δεδομένη και την υφιστάμενη χρηματοδοτική τους κατάσταση και την έλλειψη πόρων που έχουν δυστυχώς να αντιμετωπίσουν. Το γεγονός αυτό αναμένεται να επιδεινωθεί με τη σημαντική σε μέγεθος αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας στις καταναλώσεις των ΟΤΑ για το Δίκτυο Οδοφωτισμού τους, όπως έχει ανακοινωθεί και έχει ξεκινήσει να υλοποιείται από τους παρόχους.
Παρότι η αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας δεν έχει επίπτωση στις εν ισχύ Συμβάσεις Ενεργειακής Απόδοσης (ΣΕΑ), αφού οι τιμές έχουν “κλειδώσει” κατά τη διεξαγωγή των σχετικών διαγωνισμών, θα τους δημιουργήσει ωστόσο ένα πρόσθετο κόστος στην αξία της κατανάλωσης που δεν εξοικονομείται. Φυσικά εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι ΟΤΑ που δεν έχουν προβεί σε διαδικασίες Ενεργειακής Αναβάθμισης των Δικτύων Οδοφωτισμού τους, θα υποχρεωθούν άμεσα να προβούν σε διορθωτικές ενέργειες, αυξάνοντας τα ανταποδοτικά τους τέλη, μετακυλίοντας έτσι το πρόσθετο κόστος στους δημότες.
Έχουμε λοιπόν να αντιμετωπίσουμε το εξής οξύμωρο: ΟΤΑ που επέλεξαν να προβούν σε διαδικασίες Ενεργειακής Αναβάθμισης, με Συμβάσεις Ενεργειακής Απόδοσης, να “τιμωρούνται”, αντί να “επιβραβεύονται” για αυτό.
Προκειμένου λοιπόν, η Ενεργειακή Αναβάθμιση των υποδομών της χώρας να έχει αίσιο τέλος προς όφελος όλων των εμπλεκομένων μερών, αλλά και των πολιτών, και η προοπτική επενδύσεων στον συγκεκριμένο τομέα να γίνει πραγματικά και επί της ουσίας ελκυστική, θεωρούνται σκόπιμα να τονιστούν τα κάτωθι, ως πρόταση:
“Για περιπτώσεις Συμβάσεων Ενεργειακής Απόδοσης (ΣΕΑ) και για το σύνολο των αποπληρωμών της επένδυσης στο συμβατικό χρόνο υλοποίησης της, τα παραστατικά που θα εκδίδονται από τον Ανάδοχο προς την Αναθέτουσα Αρχή και θα αφορούν στην πιστοποίηση της εξοικονόμησης ενέργειας που θα προκύπτει μετά την παραλαβή και θέση σε λειτουργία του έργου, να επιβαρύνονται με ΦΠΑ 6% και όχι με 24%. Η έννοια της, τόσο στη Διακήρυξη, όσο και στη Σύμβαση θα πρέπει ρητά να ορίζεται όπως στο ν. 4342/2015 Άρθρο 3 / Ορισμοί (άρθρο της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ) που αφορά: “στη συμβατική συμφωνία μεταξύ του Δικαιούχου και του Παρόχου μέτρου βελτίωσης της Ενεργειακής Απόδοσης, η οποία επαληθεύεται και παρακολουθείται καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της Σύμβασης, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιούνται πληρωμές για παροχή ενεργειακών υπηρεσιών για το μέτρο αυτό, οι οποίες συνδέονται με το συμφωνηθέν επίπεδο βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης”.
Με την υλοποίηση της περιγραφείσας ανωτέρω, τόσο απλής νομοθετικής πρωτοβουλίας, το κράτος σε καμία περίπτωση δεν θα χάνει έσοδα, αφού θα εισπράττει τον ΦΠΑ που δικαιούται επί της αξίας της ενέργειας που καταναλώνεται.
Επιπροσθέτως διακόπτοντας την χρέωση επιπλέον ΦΠΑ τον οποίο δεν δικαιούται, δίνει οικονομικά κίνητρα στους ΟΤΑ, να προχωρήσουν σε υλοποιήσεις Συμβάσεων Ενεργειακής Απόδοσης, τονώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις επενδύσεις και βελτιώνοντας τόσο τα οικονομικά τους, όσο και την παροχή ανταποδοτικών υπηρεσιών προς τους πολίτες, προωθώντας παράλληλα περιβαλλοντικές δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και μείωσης εκπομπών CO2 , τις οποίες τόσο έχει ανάγκη η χώρα μας !
Είναι δεδομένο ότι ο τομέας Οδοφωτισμού των ΟΤΑ αποτελεί μεν σημαντικό τμήμα ενεργειακής κατανάλωσης αυτών, θεωρείται όμως πολύ μικρότερο συγκρινόμενο με την ενεργειακή κατανάλωση του κτιριακού αποθέματος του Δημόσιου Τομέα της Χώρας.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη ότι χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ, πρόκειται να συμπεριλάβουν ως μέθοδο υλοποίησης των ενεργειακών παρεμβάσεων στις επιλέξιμες κατηγορίες κτιρίων (Νοσοκομεία, Σχολεία, Υπηρεσίες, Αθλητικές Εγκαταστάσεις και άλλες συναφείς υποδομές), τις Συμβάσεις Ενεργειακής Απόδοσης, αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν η κατάσταση παραμείνει ως έχει, οι επιβαρύνσεις των προϋπολογισμών όλων των φορέων θα επιβαρυνθούν άδικα και καταχρηστικά.
Αντιθέτως με την εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθετικής πρωτοβουλίας ,το όφελος που θα προκύψει για την εθνική οικονομία της χώρας μας και το περιβάλλον, θα είναι εξαιρετικά μεγάλο συνδράμοντας στην ανάπτυξη ενός δυναμικού επενδυτικού κύματος σε αυτόν τον τόσο κρίσιμο τομέα του περιβάλλοντος όπου ζητάμε την προσέλκυση επενδύσεων και την δημιουργία όφελους και για τις δύο πλευρές.
Τέλος συνοπτικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι στον Τομέα του Οδοφωτισμού απαιτείται επενδυτικό κεφάλαιο του 1,0 δις ευρώ και στον Τομέα των Κτιριακών Υποδομών απαιτείται επενδυτικό κεφάλαιο περισσότερο από 4,0 δις ευρώ, με τα οφέλη της εξοικονόμησης στην 12ετή περίοδο λειτουργίας να είναι πενταπλάσια της αρχικής επένδυσης, για να αντιληφθεί ο καθένας πλέον το μέγεθος της επιβάρυνσης που επιφέρει το 24% του ΦΠΑ αντί του προτεινόμενου 6% που είναι και η δικαιότερη για όλους επιλογή.