Η εταιρεία ΛΑΚΙΩΤΗΣ Α.Ε. πετυχαίνει μια ακόμη σημαντική διάκριση στα Kitchen & Bath Awards 2021, σε μια ξεχωριστή βραδιά που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 6 Ιουλίου 2021 στο House 124.
Η ΛΑΚΙΩΤΗΣ Α.Ε. διακρίθηκε με το GOLD AWARD στην κατηγορία 2.4.4 Best Office Project με το έργο SIX D.O.G.S. All Day Bar – Restaurant στην Αθήνα, του οποίου υπήρξε βασικός προμηθευτής όλων των υλικών του μπάνιου και όχι μόνο.
Το βραβείο παρέλαβε ο διευθύνων σύμβουλος κος Αντώνης Λακιώτης ο οποίος δήλωσε:
«Η εταιρεία ΛΑΚΙΩΤΗΣ Α.Ε. διακρίνεται στα Kitchen & Bath Awards 2021 για την παροχή καινοτόμων και ποιοτικών λύσεων πλακιδίων και ειδών υγιεινής που χαρακτηρίζονται από κορυφαίο design και εργονομία. Μέσα από το έργο Six Dogs, γίνεται ξεκάθαρο ότι ο σχεδιασμός έχει πλέον πάει σε άλλο επίπεδο, και η εταιρεία ΛΑΚΙΩΤΗΣ θέτει νέα standard στην αγορά με την παροχή υλικών που διαμορφώνουν τις νέες τάσεις της αγοράς. Αποστολή μας είναι να δίνουμε λύσεις του σήμερα, με την υπογραφή του αύριο, και στο έργο Six Dogs, αυτό διατυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο»
Το SIX d.o.g.s. στεγάζεται εδώ και 10 χρόνια σε ένα κτίσμα των μέσων του 20ου αιώνα. Το κτίριο από την πλευρά του πεζοδρόμου εμφανίζεται μονώροφο, ενώ η όψη που «βλέπει» στον ακάλυπτο έχει ύψος δύο ορόφων. Η υψομετρική διαφορά μεταξύ πεζοδρόμου και ακάλυπτου χώρου είναι περίπου 3,5m. Έως πρόσφατα, οι κύριοι χώροι και οι λειτουργίες, περιλάμβαναν ένα ολοήμερο υπαίθριο καφέ-bar εγκατεστημένο στον ακάλυπτο χώρο ( τον λεγόμενο κήπο) και το “gig space”, μια μουσική σκηνή στο ισόγειο του κτιρίου.
Ο νέος χώρος που διαμορφώθηκε δεν ήταν επισκέψιμος ούτε ορατός τα προηγούμενα χρόνια, ενώ βρίσκεται στην ίδια στάθμη με τον «κήπο». Το γενικό concept, αφορούσε στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου καφέ-εστιατορίου, το οποίο θα αποτελούσε τη φυσική συνέχεια του κήπου. Το σχεδιαστικό σενάριο και η δημιουργική βάση ήρθαν σε αλληλεπίδραση με τις εξής προθέσεις και συνθήκες που τέθηκαν από την ομάδα των ιδιοκτητών:
- Ο νέος χώρος θα έπρεπε να έχει αστικό χαρακτήρα και να εναρμονίζεται πλήρως με την ηλικία, την αισθητική του κτιρίου και την ατμόσφαιρα των δεκαετιών του ’50 και του ’60.
- Κατά τα αποκαλυπτήριά του στο κοινό, να φάνταζε ως ένας χώρος που ίσως και να υπήρχε εκεί από πάντα, αλλά δεν ήταν προσβάσιμος. Σε επίπεδο χορογραφίας κινήσεων, η αλληλεπίδραση εσωτερικού και εξωτερικού χώρου αποτέλεσε σχεδιαστικό πυρήνα για το έργο.
Η πορεία προς τον εξωτερικό χώρο που ξεκινά από τη χαμηλότερη κλίμακα με πρόσβαση από το πεζοδρόμιο, αξιοποιήθηκε ως βασικός άξονας κίνησης, ο οποίος οδηγεί στο νέο διαμορφωμένο χώρο, αλλά ταυτόχρονα τον διαπερνά ως «πασαρέλα».
Ο «διάλογος» των δύο αντικριστών εσωτερικών bar, καθώς και η διάταξη των σταθερών και κινητών καθιστικών, συντέλεσαν στο οπτικό παιχνίδι που αποτέλεσε ζητούμενο. Όσον αφορά την απτική και οπτική εμπειρία, για την υλοποίηση του concept, χρησιμοποιήθηκαν υλικά όπως μάρμαρο, μωσαϊκό, ριγωτό τζάμι, εμφανές τσιμεντοκονίαμα, ξύλο, tabac δέρμα, μέταλλο και κεραμικά επισμαλτωμένα πλακίδια με ειδικά καμπύλα τελειώματα. Η χρωματική παλέτα, κινήθηκε σε θερμές αποχρώσεις του γκρι, σε βεραμάν, γήινες αποχρώσεις, καθώς και στο μαύρο. Πολλά υλικά παρέμειναν στο φυσικό τους χρώμα και υφή.
Τέλος, σημαντικό κομμάτι της ταυτότητας του χώρου αποτέλεσαν οι φωτιζόμενες προσόψεις των bar, το σύστημα φωτεινού κανάβου στις οροφές που λειτουργεί σαν ιδιότυπο matrix και οι ιδιοκατασκευές φωτισμού που εφαρμόστηκαν σε τμήματα επιφανειών σε τοίχους και δάπεδα.
Ποιοι είναι οι στόχοι των νέων αρχιτεκτόνων όταν δημιουργούν χώρους εστίασης; Κατά τους Mutiny προέχει η καλύτερη δυνατή βιωματική εμπειρία του επισκέπτη κατά τη διάρκεια των λίγων ωρών ή ακόμα και λεπτών που θα βρεθεί στον χώρο. Λογικό. Αυτό βέβαια μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα: από το να ζήσει ο επισκέπτης μια μοναδική εμπειρία έως το να νιώσει απλά όμορφα, οικεία και άνετα. Από το να αισθανθεί μέρος της ιστορίας ενός κτιρίου, έως το να επικεντρωθεί απλά στο προσφερόμενο προϊόν.
«Το μέγεθος, το είδος, η απόδοση και η ένταση της εμπειρίας είναι κάτι που θα πρέπει να ορίζεται όχι μόνο από το πλάνο του κάθε επιχειρηματία ή από τις σχεδιαστικές φιλοδοξίες του κάθε αρχιτέκτονα. Πρέπει να μπαίνουν στην εξίσωση και παράμετροι όπως ο τόπος, το περιβάλλον, η προηγούμενη κατάσταση του χώρου, ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η τοπική κουλτούρα, τα νέα υλικά και τόσα άλλα», εξηγούν οι Μάνος Γεωργούλης, Μάνος Καραβασίλης και Απόστολος Κυτέας, οι τρεις νέοι αρχιτέκτονες για τους οποίους συζητάει η Αθήνα έμμεσα, αφού η αισθητική των χώρων που έχουν δημιουργήσει εντυπωσιάζει, η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους. Γεννημένοι και οι τρεις στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, ανήκουν σε μια γενιά νέων αρχιτεκτόνων που βρέθηκε μπροστά σε προκλήσεις και αδιέξοδα τα οποία με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να υπερβεί. Μότο τους είναι πως «η ζωή είναι πολύ έντονη για να σπαταλιέται σε βαρετούς χώρους».
Στην περίπτωση των συγκεκριμένων χώρων εστίασης, ο τόπος είναι το δραστήριο κέντρο.
«Και τα δύο έργα βρίσκονται στον πυρήνα του ιστορικού κέντρου των Αθηνών, σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους και σε μία ιδιαίτερα ζωντανή περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη παρουσία και κινητικότητα πεζών και οχημάτων, υψηλή εμπορική δραστηριότητα, τουριστική επισκεψιμότητα και πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα. Στο παραπάνω μοναδικό μωσαϊκό πρέπει να προστεθεί η ιδιαιτέρως πυκνή πλέξη του αθηναϊκού αστικού ιστού και η μορφολογία των κτιρίων που τον αποτελούν. Νεοκλασικά κτίρια συνυπάρχουν με σύγχρονα και με κτίρια του μεσοπολέμου και του μοντερνισμού».
Σχετικά με το six d.o.g.s., τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Ο προς μελέτη χώρος βρισκόταν στο ενδιάμεσο δύο ήδη υλοποιημένων, εγκατεστημένων και με ιδιαίτερο χαρακτήρα χώρων/τόπων: Του γνωστού κήπου, ο οποίος πλέον αποτελεί φυσική συνέχεια του καινούριου χώρου που σχεδίασαν και του Gig Space που βρίσκεται ακριβώς από πάνω. Σε αυτό το κτίριο των μέσων του 20ου αιώνα κλήθηκαν να σχεδιάσουν ένα ολοήμερο μπαρ-εστιατόριο αστικού χαρακτήρα, το οποίο- αν και υλοποιημένο στο σήμερα- θα πρέπει να είναι πλήρως εναρμονισμένο και ευθυγραμμισμένο με την ηλικία και την αισθητική του κτιρίου και την ατμόσφαιρα των δεκαετιών του ’50 και του ’60.
«Οι ιδιοκτήτες ήθελαν αυτός ο ενδιάμεσος χώρος που ήταν χρόνια κλειστός και κρυφός από τους θαμώνες του μαγαζιού, να ανοίξει ξαφνικά προς το κοινό αποκαλύπτοντας έναν χώρο που ίσως και να βρισκόταν εκεί από πάντα. Το ύφος και η ατμόσφαιρα του νέου χώρου ορίστηκαν κατά κύριο λόγο από τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, όπως το μάρμαρο, το μωσαϊκό, το ριγωτό τζάμι, το εμφανές τσιμέντο, το ξύλο, το tabac δέρμα, το μαύρο μέταλλο και το κεραμικό επισμαλτωμένο πλακάκι μαζί με την χρωματική παλέτα που επιλέχθηκε και τις αυστηρές γεωμετρίες στις οποίες καταφύγαμε», περιγράφουν οι αρχιτέκτονες.
Σημαντικό κομμάτι της ταυτότητας του project παίζουν οι φωτιζόμενες προσόψεις του κεντρικού μπαρ, του μπουφέ και του dj stand, οι φωτεινοί κάναβοι στις οροφές (το κάθε «μάτι» του κανάβου λειτουργεί σαν pixel ενός ιδιότυπου matrix) και οι ιδιοκατασκευές φωτισμού που εφαρμόστηκαν σε τοίχους και δάπεδα σε πολλά τμήματα των υπόλοιπων τοίχων και δαπέδων.
Πώς νιώθουν για το γεγονός ότι τους συγκεκριμένους χώρους θα τους δει αμέτρητος κόσμος, θα χαλαρώσει σε αυτούς, θα τους επιλέξει για την έξοδο του, θα συχνάζει εκεί; «Το συναίσθημα είναι μοναδικό. Τις περισσότερες φορές απλά και μόνο η αποδοχή ενός χώρου από το κοινό και η συνειδητή επιλογή του ως τόπο εξόδου, χαλάρωσης και διασκέδασης αποτελεί αυτόματα για τον δημιουργό του και αποδοχή – επιβράβευση της δουλειάς του, της προσπάθειας του και της δημιουργικής διαδικασίας που ακολούθησε ώστε να τον αποδώσει στην τελική του κατάσταση. Όταν επισκεπτόμαστε οι ίδιοι τους χώρους αυτούς, ως πελάτες πλέον, αισθανόμαστε κάθε φορά, με την ίδια σχεδόν ένταση, την ανάγκη να εισπράξουμε την έμμεση αποδοχή του κόσμου απλά μέσα από τη χαλαρή του διάθεση και την άνεση που θα αισθανθεί και θα επιδείξει δρώντας και αλληλοεπιδρώντας μέσα σε αυτούς τους χώρους».