Απορρίπτει τις όποιες εκκλήσεις για αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες στην ΕΕ και την Ευρωζώνη ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, τονίζοντας πως ήδη παρέχεται αρκετή ευελιξία, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν κρίσεις όπως αυτή της πανδημίας.
Έτσι, πρακτικά, συνεχίζει στη γραμμή όλων σχεδόν των προκατόχων του, του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε συμπεριλαμβανομένου, αποδεικνύοντας ότι η οικονομική πολιτική του Βερολίνου είναι πρακτικά σταθερή και δεν αλλάζει με βάση τις κυβερνητικές εναλλαγές.
Αυτό, ωστόσο, είναι κάτι που αναμένεται να φέρει τους Γερμανούς για μια ακόμα φορά αντιμέτωπους με αρκετούς εταίρους τους, που κυριολεκτικά «διψούν» για μεγαλύτερη ευελιξία. Ανάμεσά τους δε και δύο πολύ ισχυρούς – τη Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν και την Ιταλία του Μάριο Ντράγκι, που έχουν εκφράσει ήδη τις σχετικές τους θέσεις.
Μανιφέστο στους Financial Times
Σε συνέντευξή του στους Financial Times, ο κ. Σολτς, ο οποίος θα διεκδικήσει την καγκελαρία στις ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου ως επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών, δήλωσε ότι η Γερμανία πρέπει να συνεχίσει τις αυξημένες δαπάνες και το επόμενο έτος, με σκοπό να αποφύγει μια σκληρή οικονομική προσγείωση.
«Τα έχουμε πάει καλύτερα από όσο θα περίμενε κανείς, ευρισκόμενοι στο μέσον της κρίσης, λόγω του ότι ακολουθήσαμε μια επεκτατική δημοσιονομική στρατηγική» είπε στους FT. Πρόσθεσε δε πως «δεν πρέπει να διακόψουμε απότομα τα μέτρα που λάβαμε, ούτως ώστε να διασφαλίσουμε την οικονομική ανάκαμψη».
Σημειώνεται ότι ο Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός κέρδισε… πόντους λόγω του τρόπου διαχείρισης της κρίσης του Covid-19, υποσχόμενος νωρίς να κάνει «ό,τι χρειάζεται» προκειμένου να μετριάσει την ύφεση και να προωθήσει ένα δημοσιονομικό πακέτο που έφτασε στα 130 δισ. ευρώ για τη Γερμανία, με σκοπό να ξεκινήσει η ανάκαμψη όσο το δυνατόν νωρίτερα.
Παράλληλα, ο κ. Σολτς αποκάλυψε τη λεπτή γραμμή που πρέπει να ακολουθήσει ως υποψήφιος του SPD με σκοπό να αντικαταστήσει την Άνγκελα Μέρκελ, η οποία σύντομα θα αποχωρήσει από την πολιτική σκηνή μετά από 16 χρόνια ως καγκελάριος, κάτι που ασφαλώς δεν θα είναι εύκολο, μιας και το κόμμα του βρίσκεται στην τρίτη θέση στις δημοσκοπήσεις, πίσω από Χριστιανοδημοκράτες και Πράσινους.