Σχεδόν 100 ημέρες μετά την έναρξη της θητείας του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ ο προκάτοχός του Ντόναλντ Τραμπ παραμένει μια ισχυρή προσωπικότητα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και ένας πιθανός ισχυρός παράγοντας για τις προεδρικές εκλογές του 2024.
Εγκατεστημένος στην πολυτελή του κατοικία στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντας, ο Ρεπουμπλικανός δισεκατομμυριούχος έχει δημοσιεύσει τον τελευταίο καιρό μια σειρά ανακοινώσεων για να εκφράσει την άποψή του για μια σειρά ζητήματα, όπως η μετανάστευση ή η πολιτική του κόμματός του. Χθες Δευτέρα χρησιμοποίησε αυτό το μέσο για να επιτεθεί σε Ρεπουμπλικανούς οι οποίοι δεν στήριξαν τις αβάσιμες καταγγελίες του για νοθεία στις προεδρικές εκλογές του 2020.
Ο Τραμπ προσφέρει τη στήριξή του στους συντηρητικούς υποψήφιους, περιλαμβανομένων αυτών που αψηφούν το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο, και υποδαυλίζει τη βάση του επικρίνοντας τον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς, «την άκρα αριστερά», όπως καταγγέλλει. Αφού αποκλείστηκε οριστικά από το Twitter, ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ επανεμφανίστηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο συντηρητικό τηλεοπτικό δίκτυο Fox News για μια συνέντευξη στη διάρκεια της οποίας παραπονέθηκε ότι παραπέμφθηκε σε δίκη στο Κογκρέσο παρά το γεγονός ότι «δεν έκανα κάτι κακό».
Από τότε που τελείωσε η θητεία του και μετακόμισε στο Μαρ-α-Λάγκο δεκάδες Ρεπουμπλικανοί τον επισκέπτονται για να τον συμβουλευτούν ή να ζητήσουν τη στήριξή του. Παράλληλα ο πολίτης πλέον Τραμπ είναι αντιμέτωπος με σειρά δικαστικών προβλημάτων, κυρίως την έρευνα για τα οικονομικά του και ενδεχόμενες κατηγορίες για φοροδιαφυγή και τραπεζική απάτη.
Ωστόσο ο Ρεπουμπλικανός δεν δείχνει διατεθειμένος να αποσυρθεί από τους προβολείς. Στα τέλη Φεβρουαρίου επέστρεψε θριαμβευτικά στο CPAC, το ετήσιο συνέδριο των Συντηρητικών, όπου άφησε να εννοηθεί ότι εξακολουθεί να εκπροσωπεί το μέλλον του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Αφού έχασε την προεδρία και τη Γερουσία και απέτυχε να κερδίσει την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο Τραμπ αποχώρησε από τον Λευκό Οίκο με ποσοστό δημοφιλίας μόλις 34%, το χαμηλότερο της θητείας του, και άφησε πίσω του ένα Ρεπουμπλικανικό κόμμα εμφανώς πιο αδύναμο.
Όμως παραμένει μια δύναμη την οποία πολλοί Ρεπουμπλικανοί αγνοούν με δικό τους κίνδυνο.
«Εκπροσωπεί μόνο ένα κομμάτι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ή είναι μια κυρίαρχη δύναμη;» διερωτάται η Ιλέιν Κάμαρκ, ερευνήτρια του Brookings Institution που ασχολείται με την αμερικανική προεδρία.
Όπως και άλλοι ειδικοί παρατηρεί με προσοχή τις πρώτες μάχες για τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, στις οποίες ενδέχεται να κριθεί η επιρροή του Τραμπ -ανάλογα με την επικράτηση ή όχι υποψηφίων που στηρίζει- ενόψει μιας νέας υποψηφιότητάς του για την προεδρία το 2024.
«Αν χάσει στις προκριματικές εκλογές, οι πολιτικοί που παρακολουθούν αυτά τα πράγματα θα πιστέψουν ότι ίσως δεν είναι και τόσο τρομακτικός» επισημαίνει η Κάμαρκ. «Αν τις κερδίσει, θα είναι μια δύναμη την οποία θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους» προσθέτει.
Εσωτερική διαμάχη
Οι διαφωνίες στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είναι έντονες και μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου από υποστηρικτές του δισεκατομμυριούχου κάποιοι Ρεπουμπλικάνοι επιθυμούν το κόμμα να απομακρυνθεί από τον Τραμπ και τον τραμπισμό.
Η βουλευτίνα Λιζ Τσένι προειδοποίησε τους συναδέλφους της να απορρίψουν την ιδέα μιας λατρείας προσωπικότητας, κυρίως μετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου. Σε απάντηση ο Τραμπ επισήμανε ότι θα στηρίξει όποιον συντηρητικό υποψήφιο είναι αντιμέτωπος το 2022 με τη βουλευτίνα του Γουαϊόμινγκ.
Όμως, αν και κάποιοι Ρεπουμπλικανοί αξιωματούχοι προσπαθούν να καταστείλουν τις πιο ακραίες φωνές του κόμματος, αυτές εξακολουθούν να εμφανίζονται. Το Σάββατο η βουλευτίνα Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν εκφώνησε ομιλία στη διάρκεια εκδήλωσης του «America First» στη διάρκεια της οποίας εξέφρασε τη στήριξή της στον Τραμπ και τις αβάσιμες καταγγελίες του για νοθεία στις εκλογές.
Η Τέιλορ Γκριν είναι μια από τις πιο δυνατές φωνές του τραμπισμού και μαζί με κάποιους πιστούς του τέως προέδρου μάχεται για να δει ξανά τον δισεκατομμυριούχο να εκπροσωπεί τους Ρεπουμπλικανούς στις εκλογές του 2024 ή, σε διαφορετική περίπτωση, έναν από τους οπαδούς του, όπως ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις ή ο γερουσιαστής του Μιζούρι Τζος Χόλεϊ.
Σύμφωνα με την Κάμαρκ, οι Ρεπουμπλικανοί έχουν εμπλακεί σε μια εσωτερική διαμάχη μεταξύ «φιλοτραμπικών» και «αντιτραμπικών», ενώ πολλοί στο κόμμα «κρύβονται και ελπίζουν να μη θεωρηθεί ότι ανήκουν στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο».
«Θα γνωρίζουμε καλύτερα το 2022 σε ποιον βαθμό ο Τραμπ είναι πραγματικά ισχυρός» καταλήγει η ίδια.
Πηγή: ΑΠΕ