Με ένα μυθιστορηματικό κείμενο, το οποίο θυμίζει ιστορίες κατασκοπείας του ψυχρού πολέμου, διηγείται ο συγγραφέας και μαθηματικός Απόστολος Δοξιάδης την ελληνική αντίδραση στο παρ’ ολίγον πραξικόπημα του 2016 στην Τουρκία αλλά και τους χειρισμούς της τότε κυβέρνησης στο αίτημα για πολιτικό άσυλο που υπέβαλλαν οι οκτώ Τούρκοι αξιωματικοί που κατάφεραν να φτάσουν στην Ελλάδα.
Ο κ. Δοξιάδης μιλάει ξεκάθαρα για την ελληνική εκδοχή του σκανδάλου Προφιούμο, το οποίο είχε συνταράξει την Αγγλία της δεκαετίας του 1960. Τον ρόλο του τότε υπουργού Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου παίζει ο τότε στενός συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα –και σήμερα διπλωματικός σύμβουλος του- Βαγγέλης Καλπαδάκης, ενώ η Κριστίν Κίλερ της δικής μας ιστορίας είναι η Φεϊζά Μπαρουτσού, στέλεχος της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα και σύντροφος τότε του Καλπαδάκη.
Γράφοντας στο protagon.gr, ο Απόστολος Δοξιάδης τονίζει ότι «όταν κάποιος άνθρωπος, διπλωμάτης ή μη, κατέχει κρατική θέση ύψιστης διαβάθμισης και μέγιστης εθνικής ευαισθησίας σε μια χώρα, απλούστατα δεν είναι δυνατόν να διατηρεί τόσο στενό δεσμό με ένα όργανο της κυβέρνησης μιας άλλης χώρας, χώρας μάλιστα με την οποία η σχέση της πρώτης είναι τόσο ευαίσθητη, επικίνδυνη και συχνότατα απειλητική, όσο της Τουρκίας με την Ελλάδα».
Όταν περιγράφει τη δράση της Μπαρουτσού στην Αθήνα τις ώρες και τις μέρες που ακολούθησαν την απόπειρα του πραξικοπήματος, ο Απόστολος Δοξιάδης δεν διστάζει να την χαρακτηρίσει «ασφαλίτικη» και σίγουρα όχι αυτή που ταιριάζει σε εκπρόσωπο του διπλωματικού σώματος. «Γνωρίζουμε μάλιστα από μαρτυρίες ότι, μεταξύ άλλων, πήγαινε στα σπίτια στην Αθήνα των συναδέλφων της που διέφευγαν στη Δύση, για να τα ψάξει. Φυσικά, αυτό δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα ενός διπλωμάτη, αλλά ενός ασφαλίτη», σημείωσε.
Όταν οι «οκτώ» ζήτησαν πολιτικό άσυλο, γράφει ο κ. Δοξιάδης, αντιμετώπισαν την εχθρική συμπεριφορά της κυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα, αφού ο κ. Τσίπρας είχε υποσχεθεί στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την έκδοση τους στην Τουρκία. «Στην πρώτη ανάκριση από την ΕΥΠ των Οκτώ, λίγες ώρες αφού προσγειώθηκαν, παρίσταντο και δύο Τούρκοι αξιωματούχοι, στους οποίους οι Έλληνες ομόλογοί τους έδιναν δικαίωμα να ανακρίνουν τους αξιωματικούς, λες και ήταν ίσα και όμοια με εμάς» σημείωσε και πρόσθεσε:
«Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι το κλίμα τρόμου που είχε προσπαθήσει προκαταβολικά αλλά και κατά τη διάρκεια των διασκέψεών της να μεταφέρει στους αρεοπαγίτες που θα δίκαζαν την υπόθεση των Οκτώ. Η απώτατη πηγή της τρομοκρατίας αυτής βρίσκεται στο περιβάλλον του Μαξίμου, που διαβουλευόταν και αποφάσιζε για τα θέματα αυτά. Και στο οποίο βέβαια καθοριστικός παράγων ήταν ο κ. Καλπαδάκης. Αυτό, με τη σειρά του μεταδιδόταν στον αλήστου μνήμης Κοντονή και τη Θάνου».
Ο συγγραφέας, ο οποίος με κείμενα του είχε πρωταγωνιστήσει στις αντιδράσεις που είχαν εκδηλωθεί για το ενδεχόμενο έκδοσης των αξιωματικών, λέει ότι τις μέρες εκείνες είχε κάνει δύο συναντήσεις, μια εκ των οποίων ήταν με τον ίδιο τον Καλπαδάκη. «Ο δεύτερος δεν ήταν άλλος από τον κ. Καλπαδάκη. Σε αυτόν διατύπωσα τις προειδοποιήσεις μου όσο γίνεται πιο απόλυτα: ”Αν τους δώσετε πίσω, παραβαίνοντας κάθε αρχή ανθρωπισμού, ηθικής και νομιμότητας, σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω σκοπό της ζωής μου να σας ξεφτιλίσω σε όλο τον πλανήτη!”. (…)
»Ο κ. Καλπαδάκης (…) σε τόνο σχεδόν παρακλητικό, άρχισε να προσπαθεί να με πείσει ότι αν οι Οκτώ δεν εκδίδονταν, ο ”Ερντογάν θα θυμώσει πάρα πολύ”. ”Ε, ας θυμώσει”, του είπα εγώ. ”Δεν είναι έτσι απλό”, συνέχισε, κουνώντας το κεφάλι σοβαρά. ”Ο θυμός του θα έχει τρομερές συνέπειες”. Και πες, πες, κατέληξε να μου πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αν δεν εκδώσουμε τους Οκτώ θα γίνει πόλεμος. Εγώ έμεινα άφωνος. ”Μα το πιστεύετε σοβαρά αυτό;”, ρώτησα. ”Ναι, και έχουμε έγκυρες πληροφορίες. Και σας παρακαλώ να το πιστέψετε και εσείς”. (Οι έγκυρες πληροφορίες σίγουρα περιλάμβαναν και την κυρία Barutçu)» .
Σε επόμενη συνάντηση του με τον Βαγγέλη Καλπαδάκη, η οποία έγινε δύο χρόνια αργότερα, ο Απόστολος Δοξιάδης επανέφερε το θέμα. Όπως έγραψε στο protagon.gr ««Αλλά εκείνος μας ειρωνευόταν (…) Και, πες, πες, ξαναφτάσαμε στη μαγική λέξη: ”Πόλεμος”. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. ”Πάλι πόλεμος;”, του είπα. ”Και με τον Άρειο Πάγο μού λέγατε ότι θα γίνει πόλεμος, αν δεν εκδοθούν οι Οκτώ, και δεν έγινε”. ”Ναι”, μου είπε ο δαίμων αυτός της διπλωματίας. ”Αλλά δεν ξέρετε τι αγώνα δώσαμε εμείς για να μη γίνει!”. Δεν άντεξα να συγκρατήσω τα γέλια μου (…) Στο τέλος της συνάντησης, όταν μείναμε ένα λεπτό οι δυο μας, στην πόρτα του γραφείου του, ο κ. Καλπαδάκης μου είπε κατ’ ιδίαν ότι έχει από μένα ένα παράπονο (…), ότι ανέμειξα την προσωπική του ζωή στην πολιτική –καθώς είχα ήδη σχολιάσει δημόσια τη σχέση του με την κ. Barutçu. Του είπα ότι, η σχέση αυτή, εφ’ όσον εκείνος κατείχε τη θέση που κατείχε, δεν ήταν θέμα προσωπικής ζωής, αλλά εθνικής ασφάλειας. Και τότε μου είπε το αμίμητο: ”Οι αρμόδιες υπηρεσίες (η ΕΥΠ του Ρουμπάτη υποθέτω εννοούσε) ενημερώθηκαν και δεν βρήκαν στο γεγονός της σχέσης τίποτε το επιλήψιμο”».
Η συγκεκριμένη υπόθεση είχε έρθει ξανά στο προσκήνιο λίγο καιρό μετά τα δραματικά γεγονότα. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε απαντήσει, τονίζοντας ότι προσωπικός σύμβουλος του προέδρου της ΝΔ. Κυριάκου Μητσοτάκη, που υπηρετούσε στο ΝΑΤΟ ήταν παντρεμένος με γυναίκα από την Τουρκία και είχε δύο παιδιά. Και αναρωτήθηκε αν ο Καλπαδάκης είναι εν δυνάμει πράκτορας, ενώ το στέλεχος της ΝΔ δεν είναι.
Στην απάντηση του σε όσα έγραψε ο Απόστολος Δοξιάδης, ο Βαγγέλης Καλπαδάκης αναφέρει: «Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης, κατασκευάζοντας ψεύδη και επινοώντας ευφάνταστες θεωρίες που διαστρεβλώνουν προκλητικά την πραγματικότητα, πασχίζει εδώ και μέρες να παρουσιάσει μια εικόνα ενός δήθεν “σκανδάλου” γύρω από την προσωπική μου ζωή και τη θητεία μου ως διευθυντής του διπλωματικού γραφείου Πρωθυπουργού. Δεν πρόκειται να τον ακολουθήσω στον πολιτικό βούρκο και κατήφορο. Είμαι περήφανος για τη μέχρι τώρα διαδρομή μου στη διπλωματική υπηρεσία την οποία υπηρετώ με βαθιά αγάπη για την πατρίδα μου και προσήλωση στο εθνικό συμφέρον, όπως γνωρίζουν όσοι έχουν εικόνα για την επαγγελματική μου υπόσταση, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Ως Έλληνας διπλωμάτης, η αφοσίωσή μου στον όρκο μου και στην προάσπιση των συμφερόντων της χώρας, κρίθηκαν, κρίνονται και θα κρίνονται από τους πολιτικούς και υπηρεσιακούς μου προϊσταμένους. Τα υπόλοιπα είναι απλώς συμβολή στην καλλιέργεια μίσους, φανατισμού και τοξικότητας – σε όλα αυτά δηλαδή τα οποία δεν χρειάζεται η πατρίδα μας».