Τα νέα από την πρωτεύουσα της Μιανμάρ προκάλεσαν χιονοστιβάδα αντιδράσεων σε όλο τον πλανήτη. Μόλις 10 χρόνια μετά την απελευθέρωση της ιστορικής Βιρμανίας από τη χούντα των στρατηγών που την κυβερνούσε επί δεκαπενταετία, η κυβέρνηση της χώρας συνελήφθη και κρατείται από τα χαράματα της Δευτέρας μετά την εκδήλωση στρατιωτικού πραξικοπήματος.
Η κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης, Αούνγκ Σαν Σου Κι, συνελήφθη και αυτή από τις στρατιωτικές δυνάμεις τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 1ης Φεβρουαρίου. Η αντίδραση είναι καθολική. Ακόμα και η Κίνα, η οποία βρισκόταν πάντα πολύ κοντά στη στρατιωτική ηγεσία της Μιανμάρ και διαδραματίζει ρόλο βασικού προμηθευτή οπλικών συστημάτων και αναλωσίμων του στρατού αυτής της χώρας, ζήτησε επισήμως το πολιτικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η Μιανμάρ να λυθεί εντός των πλαισίων που ορίζει το Σύνταγμα.
Ήδη ο στρατός ανακοίνωσε πως αναλαμβάνει την εξουσία για έναν χρόνο και δεσμεύτηκε να οργανώσει δημοκρατικές εκλογές εντός του πλαισίου ενός πολυκομματικού συστήματος.
Η Αούνγκ Σαν Σου Κι, προαισθανόμενη εδώ και μερικές ημέρες ένα πραξικόπημα, έγινε και πάλι, στα 75 της, η αντιστασιακή αφήνοντας ένα μήνυμα στον πληθυσμό που μεταδόθηκε σήμερα από το κόμμα της και στο οποίο καλεί τους Βιρμανούς «να μην αποδεχθούν» αυτό το πραξικόπημα.
«Δεν πιστεύω στην ελπίδα, δεν πιστεύω παρά μόνο στη δουλειά (…) Μόνο η ελπίδα δεν μας οδηγεί πουθενά» έλεγε τον Αύγουστο του 2015 στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Μερικούς μήνες αργότερα, ο Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία κέρδισε τις ιστορικές εκλογές και η Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία ήταν μια διαφωνούσα εδώ και τριάντα χρόνια, προωθήθηκε επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.
Τη θέση αυτή επρόκειτο να διατηρήσει, καθώς το κίνημά της κέρδισε και πάλι με συντριπτική νίκη στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου. Όμως ο στρατός αποφάσισε διαφορετικά, κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έφερε και πάλι τους στρατηγούς στην εξουσία.
Στη διάρκεια των ετών που πέρασε ως επικεφαλής της χώρας, η Αούνγκ Σαν Σου Κι υποβλήθηκε στη δοκιμασία της εξουσίας, καθώς ήταν υποχρεωμένη να συμβιβαστεί με τους πανίσχυρους στρατιωτικούς, οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής σε τρία σημαντικά υπουργεία (Εσωτερικών, Άμυνας και Συνόρων).
Αν και άλλοτε τη συνέκριναν με τον Νέλσον Μαντέλα ή τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η δημόσια εικόνα της αμαυρώθηκε για πάντα από την τραγωδία των μουσουλμάνων Ροχίνγκια.
Περίπου 750.000 άνθρωποι αυτής της μειονότητας διέφυγαν από τις ωμότητες του στρατού και των βουδιστικών πολιτοφυλακών το 2017 και κατέφυγαν σε πρόχειρους καταυλισμούς στο Μπανγκλαντές, μια τραγωδία εξαιτίας της οποίας η Βιρμανία κατηγορήθηκε για «γενοκτονία» ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, του κύριου δικαστικού οργάνου του ΟΗΕ.
Η Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία αρνείται πως υπήρξε «οποιαδήποτε πρόθεση για γενοκτονία», ήρθε η ίδια για να υπερασπιστεί τη χώρα της ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το γεγονός ότι δεν επέδειξε καμία συμπόνια στην υπόθεση αυτή προκάλεσε τους κεραυνούς της διεθνούς κοινότητας εναντίον της, όμως η «Μητέρα Σου» συνέχισε να διατηρεί την εμπιστοσύνη του λαού της.
«Κόρη του πατέρα μου»
Η ζωή της άρχισε με μια τραγωδία: τη δολοφονία, το 1947, του πατέρα της, ήρωα της ανεξαρτησίας, όταν εκείνη ήταν μόλις δύο ετών. Έζησε στη συνέχεια για καιρό εξόριστη, κυρίως στην Ινδία και μετά στη Βρετανία, την πρώην αποικιοκρατική δύναμη.
Εκεί έζησε μια ζωή νοικοκυράς, παντρεμένη μ’ έναν πανεπιστημιακό της Οξφόρδης ειδικευμένο στο Θιβέτ, τον Μάικλ Άρις, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.
Το 1988 επέστρεψε στη Βιρμανία στο προσκέφαλο της μητέρας της και αιφνιδίασε όλους με την απόφασή της να συμμετάσχει στο πεπρωμένο της χώρας της, εν μέσω μιας εξέγερσης κατά της χούντας.
«Δεν μπορούσα ως κόρη του πατέρα μου να παραμείνω αδιάφορη απέναντι σε όλα αυτά που συνέβαιναν» ανέφερε κατά την πρώτη ομιλία της, η οποία θεωρείται πως αποτέλεσε το σύμβολο της εισόδου της στην πολιτική.
Η καταστολή του 1988 στοίχισε τη ζωή σε περίπου 3.000 ανθρώπους, αλλά σηματοδότησε και τη γέννηση της Σου Κι ως ινδάλματος. Έγινε τότε «η θεματοφύλακας των ελπίδων για μια επιστροφή στη δημοκρατία» όλου του βιρμανικού λαού, που είχε συνθλιβεί από το 1962 από τη στρατιωτική χούντα, εξηγεί ο Φιλ Ρόμπερτσον της μη κυβερνητικής οργάνωσης Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, HRW).
Έλαβε άδεια για να σχηματίσει τον Εθνικό Σύνδεσμο για τη Δημοκρατία, αλλά γρήγορα τέθηκε υπό κράτηση κατ’ οίκον και παρακολούθησε μακρόθεν τη νίκη του κόμματός της στις εκλογές του 1990, των οποίων τα αποτελέσματα αρνήθηκε να αναγνωρίσει η χούντα.
Αυταρχική εξουσία
Στην κατοικία της στις όχθες μιας λίμνης της Ρανγκούν, όπου ζει υπό περιορισμό, επιτρέπεται να την επισκέπτονται λίγοι απεσταλμένοι, καθώς και μερικές φορές τα δύο παιδιά της, που έμειναν να ζήσουν στην Αγγλία με τον πατέρα τους, ο οποίος πέθανε από καρκίνο χωρίς εκείνη να μπορέσει να τον αποχαιρετήσει.
Το 1991 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης, όμως δεν μπόρεσε να πάει στο Όσλο. Θα περιμένει περισσότερο από 20 χρόνια για να πάει να παραλάβει το βραβείο.
Το 2010, απελευθερώθηκε αφού συμπλήρωσε 15 χρόνια σε κατ’ οίκον περιορισμό, και το 2012 μπήκε στο κοινοβούλιο μετά την αυτοδιάλυση της χούντας έναν χρόνο νωρίτερα.
Γρήγορα η εικόνα της «ράγισε» διεθνώς, καθώς μερικοί την κατηγόρησαν για αυταρχική αντίληψη για την εξουσία.
Στην ηγεσία, η Αούνγκ Σαν Σου Κι παγιδεύτηκε σε μια «θέση οιονεί πριγκίπισσας», που λατρεύεται στη χώρα της «εξαιτίας της σημασίας της οικογένειάς της και των χρόνων που πέρασε σε κατ’ οίκον κράτηση», σημειώνει ο πολιτειολόγος Νικολά Φαρελί.
Χιονοστιβάδα αντιδράσεων
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες εξέφρασε τη «μεγάλη ανησυχία» του για το πραξικόπημα σε εξέλιξη και «καταδίκασε με τον πιο σθεναρό τρόπο» τη σύλληψη της Αούνγκ Σαν Σου Κι και την κατάληψη «της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας» από τον στρατό, που πλήττει «τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις» των τελευταίων ετών στη Μιανμάρ.
Ο Λευκός Οίκος έκανε γνωστό ότι ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει ενημερωθεί για τις εξελίξεις. «Οι ΗΠΑ εναντιώνονται σε οποιαδήποτε απόπειρα αλλοίωσης του αποτελέσματος των πρόσφατων εκλογών και παρεμπόδισης της δημοκρατικής μετάβασης της Μιανμάρ» και «θα αναλάβει δράση σε βάρος όσων ευθύνονται εάν αυτά τα βήματα δεν αντιστραφούν», τόνισε η εκπρόσωπος της αμερικανικής προεδρίας, Τζεν Ψάκι.
Η Αυστραλία εξέφρασε «βαθιά ανησυχία» και απαίτησε η ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων της Μιανμάρ να αφήσει ελεύθερη την Αούνγκ Σαν Σου Κι και τους άλλους πολιτικούς που τέθηκαν υπό κράτηση, κατηγορώντας τους στρατηγούς πως «επιδιώκουν για άλλη μια φορά να αρπάξουν τον έλεγχο» της χώρας.
Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας ανέφερε ότι παρακολουθεί την κατάσταση και προς το παρόν δεν σχεδιάζει τον εσπευσμένο επαναπατρισμό των Ιαπώνων υπηκόων από τη χώρα.
Ο Ντάνιελ Ράσελ, Αμερικανός διπλωμάτης που επί Μπαράκ Ομπάμα ήταν αρμόδιος για την ανατολική Ασία, χαρακτήρισε το νέο πραξικόπημα «βαρύ πλήγμα για τη δημοκρατία στη Μιανμάρ» αλλά «και για τα συμφέροντα των ΗΠΑ».
Ο Μάρεϊ Χίμπερτ, ειδικός στη νοτιοανατολική Ασία στο ινστιτούτο μελετών Center for Strategic and International Studies της Ουάσινγκτον, χαρακτήρισε «πρόκληση» για τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν το πραξικόπημα.
Ο Τζον Σίφτον του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, HRW) υπογράμμισε από την πλευρά του ότι στην πραγματικότητα ο στρατός της Μιανμάρ ουδέποτε τέθηκε υπό τον έλεγχο των πολιτικών, καλώντας την Ουάσινγκτον και άλλους να επιβάλουν «αυστηρές», «στοχευμένες» κυρώσεις στα ηγετικά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και τα οικονομικά τους συμφέροντα.