«Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι μυθιστόρημα; Είναι νουβέλα; Είναι διηγήματα; Είναι μια ιστορική διατριβή επιστήμονα; Τίποτα δεν είναι! Κάποια παιδικά αφηγήματα είναι. Μπορεί να έχουν και χρονολογικά λάθη, λάθος τοπωνυμίες, αλλά είναι αληθινά! Δεν υπάρχει πια κανένας φίλος μου να βεβαιώσει κάτι διαφορετικό. Είμαι δικαιωμένος!».
Με το γνωστό γλαφυρό ύφος και το ίδιο λεπτό χιούμορ που διατρέχει τις αγαπημένες ταινίες του, ο αξέχαστος Σταύρος Τσιώλης (1937-2019) μας παραδίδει, μετά θάνατον, ένα αφήγημα γεμάτο συγκινητικές μνήμες από την παιδική του ηλικία στη γενέτειρά του, την Τρίπολη, την περίοδο της Κατοχής.
Την ιδέα του έριξε ο παραγωγός Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος στα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας «Γυναίκες που περάσατε από ‘δώ», ακούγοντας τις διηγήσεις του. To βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε, αποτελεί την πρώτη εκδοτική δραστηριότητα της κινηματογραφικής εταιρείας παραγωγής FALIRO HOUSE PRODUCTIONS.
Η αφήγηση απλώνεται από το 1941, όταν ο σκηνοθέτης ήταν μόλις 4 ετών, έως και το 1945, αμέσως μετά την απελευθέρωση.
Οι σκόρπιες μνήμες του Σταύρου Τσιώλη, που εντυπώνονται στον νου, συνθέτουν την εικόνα της ρημαγμένης από την πείνα και τις κακουχίες ελληνικής επαρχίας, υπό το πρίσμα ενός παιδιού και του μικρόκοσμού του: η (εκπάγλου καλλονής) μητέρα που πασχίζει να σώσει τον ασθενικό μικρό αδερφό, η αυτοθυσία της γειτονιάς και τα σωτήρια ρυζόγαλα, τα αποφάγια των Γερμανών, οι μικρές, καθημερινές πράξεις ηρωισμού, ο πατέρας που γυρίζει από την Αλβανία, ο βαρύς χειμώνας, οι εκτελέσεις ως αντίποινα στις ενέδρες του ΕΛΑΣ, οι δωσίλογοι και οι καταδότες…
Οι μαυραγορίτες, ναι, αλλά και οι μπακάληδες που βοήθησαν, οι ταβερνιάρηδες που προσέφεραν ένα πιάτο φαΐ, οι ζαχαροπλάστριες που κέρασαν ένα χωνάκι τον μικρό Σταύρο και τον αδερφό του, τον Λάκη, που δεν ήξεραν τι θα πει λιχουδιά, παρά μόνο αφόρητη πείνα -χαρίζοντάς τους μια ανεκτίμητη παιδική ανάμνηση.
Παιδιά που αντίκριζαν τον θάνατο έξω από τα σπίτια τους, που βλέπαν δικούς τους να κείτονται νεκροί ή να διώκονται λόγω αντιστασιακής δράσης, που πάλευαν να επιβιώσουν ξεθάβοντας βόλια από τις εκτελέσεις και τις ασκήσεις των Γερμανών για να πουλήσουν το περιζήτητο μολύβι, που ξεγελούσαν την πείνα τους με την κορινθιακή σταφίδα και, στα δύσκολα, κατέφευγαν στο Μαίναλο.
Η σύλληψη του παππού, τα πρώτα σημάδια εμφύλιου διχασμού, οι διώξεις, οι μάχες των ανταρτών με τους ταγματασφαλίτες, οι διαψευσμένες ελπίδες, η φυλάκιση του πατέρα στην Ακροναυπλία… αλλά και τα πρώτα σκιρτήματα του μικρού Σταύρου, που …λιγοθυμά μπροστά σε κορίτσια-οπτασίες, προβληματίζοντας τον θείο Χρήστο:
«Άρχισες τους έρωτες από έξι χρονώ; Κακομοίρη, θα σου πιουν το αίμα οι γυναίκες!».
Αυτές οι γυναίκες έμελλε να παίξουν σημαντικό ρόλο στην κινηματογραφική πορεία του Έλληνα δημιουργού που πέρυσι έφυγε από κοντά μας…
Ο Σταύρος Τσιώλης (1937-2019) γεννήθηκε στην Τρίπολη. Ήταν σκηνοθέτης του νέου ελληνικού κινηματογράφου, θεατρικός συγγραφέας και στιχουργός. Σπούδασε κινηματογράφο στη Σχολή Κινηματογράφου Τηλεόρασης Λ. Σταυράκου στην Αθήνα και από το 1958 δούλεψε ως βοηθός σκηνοθέτη σε 54 ταινίες, πολλές από τις οποίες της Φίνος Φιλμ. Η πρώτη δική του ταινία εμφανίστηκε το 1968, και το 1970 έκανε διεθνή επιτυχία με την ταινία «Κατάχρησις Εξουσίας». Κατόπιν εγκατέλειψε τον κινηματογράφο για μια δεκαπενταετία και επανήλθε το 1985 με ταινίες που έκαναν ιδιαίτερη επιτυχία.
Οι ταινίες του έχουν ένα ιδιαίτερα προσωπικό στυλ καθώς βασίζονται στο λεπτό χιούμορ, τους αυτοσχεδιαστικούς διαλόγους και τη χρήση, πολλές φορές, ερασιτεχνών ηθοποιών. Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα σενάριά του αποτελεί η περιπλάνηση, αρκετές φορές στον τόπο καταγωγής του, την Αρκαδία.
Από τις εκδ. Πανοπτικόν κυκλοφορεί η συγκεντρωτική έκδοση των θεατρικών του έργων. «Το Κεφάλια πέντε, ανάσες τέσσερες» είναι το πρώτο του αφήγημα που κυκλοφορεί σε μεταθανάτια έκδοση.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ