Ζήσης Ψάλλας
Σε μια πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη εν αναμονή της αξιολόγησης από ομοτίμους περιγράφεται το ανησυχητικό εύρημα ότι στους πιο άρρωστους ασθενείς με COVID-19 η παραγωγή αυτοαντισωμάτων είναι κάτι κοινό. Το εύρημα αυτό μπορεί να έχει μεγάλο αντίκτυπο τόσο στη φροντίδα των ασθενών όσο και στην αποκατάσταση της λοίμωξης.
Η σοβαρή μόλυνση συνδέεται με την παραγωγή αυτοαντισωμάτων. Τα αυτοαντισώματα έρχονται σε «ποικιλίες» που συνήθως σχετίζονται με συγκεκριμένους τύπους ασθενειών. Οι ασθενείς με λύκο, για παράδειγμα, συχνά έχουν αντισώματα που στοχεύουν το δικό τους DNA. Οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα είναι λιγότερο πιθανό να έχουν αυτά τα αντισώματα, αλλά είναι πιθανότερο να παρουσιάσουν θετικές εξετάσεις για ρευματοειδή παράγοντα – αντισώματα που στοχεύουν άλλα αντισώματα.
Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν την πορεία της ασθένειας σε 52 άτομα που μπήκαν στην εντατική με COVID-19. Κανένα από αυτά δεν είχε ιστορικό αυτοάνοσων διαταραχών. Ωστόσο, έγινε τεστ κατά τη διάρκεια της μόλυνσης για αυτοαντισώματα τα οποία ανευρίσκονται σε μια ποικιλία ασθενειών. Πάνω από τους μισούς ήταν θετικοί στα αυτοαντισώματα αυτά. Σε ασθενείς με τα υψηλότερα επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (ένας δείκτης γενικής φλεγμονής) στο αίμα, πάνω από τα δύο τρίτα των ασθενών έδειξαν στοιχεία ότι το ανοσοποιητικό τους σύστημα παρήγαγε αντισώματα που επιτίθενται στους δικούς τους ιστούς.
Παρόλο που οι ασθενείς με σοβαρή νόσο εμφανίζουν αυτοαντισώματα, τα δεδομένα δεν λένε σε ποιον βαθμό αυτά συμβάλλουν σε πιο σοβαρά συμπτώματα της νόσου COVID-19. Θα μπορούσε να ισχύει ότι η σοβαρή ιογενής ασθένεια οδηγεί στην παραγωγή αυτοαντισωμάτων. Είναι πιθανό αυτά τα αυτοαντισώματα να είναι καλοήθη ή ακόμη και χρήσιμα με κάποιον τρόπο που δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη, αλλά είναι εξίσου πιθανό να είναι καταστροφικά. Πάντως οι ερευνητές πιστεύουν ότι τα αυτοαντισώματα συνδέονται με τη λοίμωξη του SARS-CoV-2 και ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν αναμένεται μέσω εμβολιασμού κατά του ιού.
Η ύπαρξη των αυτοαντισωμάτων και ο καταστροφικός ρόλος τους θα μπορούσαν να είναι η αιτία για την οποία η δεξαμεθαζόνη, ένα ανοσοκατασταλτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για να εξουδετερώσει τις «εξάρσεις» των αυτοάνοσων διαταραχών, μπορεί να είναι αποτελεσματική στη θεραπεία των ασθενών μόνο με σοβαρή ασθένεια.