Ισχυρό «κλονισμό» του επιτελικού κράτους του Κυριάκου Μητσοτάκη, επιφέρει το Συμβούλιο της Επικρατείας, αμφισβητώντας ευθέως τη συνταγματικότητα βασικών σημείων του Προεδρικού Διατάγματος που αφορά την Προεδρία της Κυβέρνησης.
Σε γνωμοδότηση του (174/2020) το Ε Τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου θεωρεί αντισυνταγματικές σημαντικές διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος στο πλαίσιο του επιτελικού κράτους, προκαλώντας «πονοκέφαλο» στο Μαξίμου. Αν και το ΣτΕ κρίνει κατ΄ αρχάς νόμιμο το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος, διατυπώνει ενστάσεις και παρατηρήσεις σε βασικά σημεία του σχετικά με τις αρμοδιότητες που αφορούν στα θέματα Τύπου, τα οικονομικά δεδομένα αλλά και τη στελέχωση της ΠτΚ.
Συγκεκριμένα, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι είναι αντισυνταγματική η «κρατική εποπτεία» του Τύπου (ΕΡΤ – Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων Α.Ε. – ΑΠΕ-ΜΠΕ Α.Ε.) καθώς όπως προβλέπεται «η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον «άμεσο έλεγχο του Κράτους», έννοια που υπερβαίνει, ως προς την έκταση και το περιεχόμενο, την έννοια της κρατικής εποπτείας, φορέας δε ελέγχου και επιβολής κυρώσεων στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα είναι αποκλειστικώς το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και όχι η Κεντρική Δημόσια Διοίκηση».
Επίσης, το ΣτΕ παρατηρεί πως από νεότερα στοιχεία προκύπτει ότι η ΠτΚ θα επιφέρει «πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση σε βάρος των εγγεγραμμένων πιστώσεων του ειδικού φορέα “Προεδρία της Κυβέρνησης”, συνολικού ύψους 184.800 ευρώ για το έτος 2020 και 554.400 ευρώ για κάθε επόμενο έτος».
Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από έγγραφο της Προεδρίας της Κυβέρνησης, «οι πρόσθετες ανάγκες της ΠτΚ αναμένεται να ανέλθουν σε 1.700.000 ευρώ κατ’ έτος επιπλέον σε σχέση με τα ποσά που προβλέπονται με τον ψηφισθέντα προϋπολογισμό οικ. έτους 2020».
Το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ στην γνωμοδότηση τους κάνει λόγο για αριθμητικές ανακολουθίες ως προς τον αριθμό των θέσεων και καλεί τη Διοίκηση με δική της ευθύνη «να άρει τις αντιφάσεις αυτές». Ειδικότερα, επισημαίνει στη γνωμοδότησή του πως στο άρθρο 24 του ΠΔ αναφέρεται ότι «το σύνολο των θέσεων της ΠτΚ ανέρχεται σε 440, εκ των οποίων οι 100 είναι θέσεις μετακλητών υπαλλήλων και 340 οργανικές θέσεις μόνιμων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και δημοσιογράφων. Όπως παρατηρεί, ωστόσο, υπάρχουν ανακολουθίες ως προς τον αριθμό των θέσεων, καθώς αλλού αναφέρεται ότι «ο συνολικός αριθμός των θέσεων μονίμων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου είναι «214» και των θέσεων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου «126» και αλλού οι θέσεις αυτές προσδιορίζονται ως «(210)» και «(130)».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας διατυπώνουν τις ενστάσεις τους και για τον τρόπο στελέχωσης της ΠτΔ με προσωπικό λόγω των περιορισμών που θέτει το Σύνταγμα. Μεταξύ άλλων αναφέρουν ότι: «Στη Δημόσια Διοίκηση, η οποία, κατά τον κανόνα της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Συντάγματος, στελεχώνεται από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή, πρόσωπα συνδεόμενα με το κράτος ή άλλους φορείς δημόσιας εξουσίας με ειδική νομική σχέση και υπαγόμενα σε ειδικό νομικό καθεστώς δημοσίου δικαίου, είναι δυνατόν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και πρόσωπα, συνδεόμενα με τους εν λόγω φορείς με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Η σύναψη συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου μεταξύ φορέων δημόσιας εξουσίας και των προσώπων, αντικείμενο της οποίας είναι η παροχή εργασίας εκ μέρους των τελευταίων, δεν μπορεί να αποτελεί τον κανόνα για τη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης και τελεί υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτουν οι παράγραφοι 2, 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος».
Επιπλέον, συμπληρώνουν πως με το σχέδιο διατάγματος επιχειρείται η κατανομή θέσεων προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου οι οποίες δεν προκύπτει όμως ότι γίνεται με συνταγματικό τρόπο, καθώς η κατανομή αντιβαίνει το άρθρο 103 του Συντάγματος, αφού το προσωπικό αυτό δεν ανήκει στο ειδικό επιστημονικό, τεχνικό ή βοηθητικό προσωπικό που προβλέπουν οι συνταγματικές αυτές διατάξεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το επίμαχο ΠΔ, η ΠτΚ υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό και ο σκοπός της σύστασης της είναι η υποστήριξή του ώστε «να διασφαλίζεται η συνοχή και η αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου».