Σύνταξη-Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Γιατί δεν μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να ενώσει τη δράση της όσον αφορά την εξωτερική πολιτική;
Παρά τα πολλά θετικά βήματα που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες – τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, για παράδειγμα, η οποία βοήθησε να γεφυρωθούν οι διαιρέσεις μεταξύ των χωρών και να δημιουργηθούν μέσα πολιτικής για την ανάληψη δράσης – η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, σε παράλυση.
Τα μέλη της ΕΕ διαφωνούν για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία του Vladimir Putin, την Κίνα του Xi Jinping και την Αμερική του Donald Trump. Και, ενώ η Ευρώπη λέγεται ότι μοιράζεται ένα κοινό όραμα και ορισμένες φορές αναλαμβάνει κοινή δράση, αυτά εξακολουθούν να απέχουν πολύ από μια συνεκτική, συνεπή και αποφασιστική εξωτερική πολιτική.
Το πρόβλημα δεν είναι μυστηριώδες: έγκειται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του μπλοκ. Σε αντίθεση με άλλους τομείς πολιτικής, οι αποφάσεις για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας πρέπει πάντα να λαμβάνονται με ομοφωνία. Αυτό σημαίνει ότι, πολύ συχνά, τα μέλη της ΕΕ, με τη καλά περιχαρακωμένη κυριαρχία τους, δίνουν προτεραιότητα σε συγκεκριμένα εθνικά συμφέροντα, σε σχέση με μια ευρωπαϊκή στρατηγική.
Εάν τα παραπάνω γραφόμενα αποτελούν μια κοινά αποδεκτή διάγνωση, δεν συμφωνούν όλοι σχετικά με την θεραπευτική αγωγή. Ωστόσο, η αναθεώρηση αυτής της αρχής είναι εξαιρετικά επείγουσα, καθώς η διαμάχη σχετικά με την αποτυχία της ΕΕ να συμφωνήσει σχετικά με τις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας, έδειξε ξεκάθαρα, την περασμένη εβδομάδα.
Σε συνάντηση με τον Ύπατο Εκπρόσωπο Josep Borrell και 27 υπουργούς της ΕΕ πριν από το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, η ηγέτις της αντιπολίτευσης της Λευκορωσίας, Svetlana Tikhanovskaya, έκανε μια παθιασμένη έκκληση προς την Ευρώπη να υποστηρίξει τον λαό της Λευκορωσίας. Και όμως, το μπλοκ απέτυχε – για άλλη μια φορά – να επιβάλει κυρώσεις λόγω της αντιπολίτευσης μιας χώρας-μέλους: της Κύπρου.
Η Λευκωσία δεν διαφωνούσε με την αξία ή την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων κυρώσεων. Αλλά, είχε αποφασίσει να κάνει μια παράλληλη επισήμανση, μεταξύ της βίαιης καταστολής του καθεστώτος της Λευκορωσίας εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών και των προκλήσεων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Για οποιονδήποτε ευρωπαϊστή με πίστη στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ΕΕ στην παγκόσμια σκηνή, αυτο το σκόπιμο μπλέξιμο ανόμοιων πραγμάτων θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα οδυνηρό.
Το περιστατικό ήταν ένα τρανταχτό παράδειγμα για το που μπορεί να οδηγήσει η αρχή της ομοφωνίας: η Κύπρος μπόρεσε να κρατήσει όμηρο τη διαδικασία, όχι επειδή η εθνική της ασφάλεια απειλήθηκε από την κίνηση να επιβάλει κυρώσεις στη Λευκορωσία, αλλά επειδή είδε μια ευκαιρία για να ασκήσει πίεση στην ΕΕ, προκειμένου να ενεργήσει σε άλλο ζήτημα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κοινή πολιτική της ΕΕ έχει παραλύσει, εξαιτίας της στρατηγικής καθυστέρησης μιας χώρας-μέλους. Έχει συμβεί επανειλημμένα στο θέμα της μετανάστευσης. Όλο και περισσότερο, ορισμένες χώρες εμφανίζονται σχεδόν περήφανες – και όχι ντροπιασμένες – να ξεχωρίζουν ενάντια σε μια καθαρή και αδιαφιλονίκητη συναίνεση των χωρών της ΕΕ, κάτι που διευκολύνει τις ξένες δυνάμεις, από τη Ρωσία έως την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, να εκμεταλλευτούν τις ευπάθειες της Ευρώπης και να διαβρώσουν την ενότητά της.
Αυτό βάζει την Ευρώπη σε μια δυσάρεστη – και κάπως ειρωνική – θέση. Καθώς οι Ευρωπαίοι βλέπουν όλο και περισσότερο τους εαυτούς τους ως μια κοινότητα που μοιράζεται την ίδια μοίρα σε έναν όλο και πιο αβέβαιο κόσμο, τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής των κρατών μελών συγκλίνουν. Ωστόσο, ορισμένες κυβερνήσεις γίνονται όλο και πιο πρόθυμες να απειλήσουν με άσκηση βέτο την κοινή πολιτική της ΕΕ, καταστρέφοντας την εικόνα και την ικανότητα του μπλοκ να ενεργεί ως ενιαίο σύνολο.
Αυτό μπορεί να αποφευχθεί εάν εγκαταλειφθεί η αρχή της ομοφωνίας, εάν όχι σε κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, τουλάχιστον – όπως πρότειναν η Πρόεδρος της Επιτροπής Ursula von der Leyen και ο Ύπατος Εκπρόσωπος Josep Borrell – όσον αφορά τις κυρώσεις και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ίσως να μην είναι μια τέλεια λύση. Αναμφισβήτητα, η μεγαλύτερη πρόκληση στη δράση δεν είναι πάντα η επίτευξη μιας κοινής θέσης – είναι αυτό που ακολουθεί. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, μόλις στεγνώσει το μελάνι σε αυτά τα προσεκτικά στοιχειοθετημένα κείμενα, υπάρχουν χώρες που επιστρέφουν στην καθημερινή επιδίωξη των εθνικών εξωτερικών πολιτικών τους. Όμως, ενώ η εγκατάλειψη της ομοφωνίας σε ορισμένα ζητήματα μπορεί να μην είναι η τελική λύση για τα δεινά της εξωτερικής πολιτικής της Ευρώπης, είναι οπωσδήποτε μια αρχή. Η εναλλακτική λύση είναι η καθολική απώλεια της αξιοπιστίας της ΕΕ και η περαιτέρω καθυστέρηση της ενηλικίωσης της, στην παγκόσμια σκηνή.
Πηγή: Politico