Ήταν η «Ζάρα» του φθηνού κοσμήματος. Για να πούμε διαφορετικά. Ήταν το όχημα που έφερε το φθηνό αλλά και καλόγουστο κόσμημα στα δάχτυλα ή στους καρπούς ή στον λαιμό των απλών γυναικών αυτού του κόσμου. Ήταν όμως και η απόλυτη «φούσκα».
Οι ιδρυτές της εταιρείας, πατέρα και γιος, αλλιώς οι Δημήτρης Κουτσολιούτσος και Τζώρτζης Κουτσολιούτσος, έστησαν μία εταιρεία η οποία γιγαντώθηκε χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του fake. Faux bijoux. Fake στοιχεία, fake ισολογισμούς, fake ετήσια αποτελέσματα, fake ανάπτυξη.
Στην αρχή ήταν όλα ρόδινα. Για να είμαστε σαφείς και ξεκάθαροι. Οι Κουτσολιούτσοι ήταν γαλαντόμοι και σπάταλοι. Ικανοποιούσαν τα γούστα τα δικά τους και των φίλων τους.
Ακόμα και αν αυτά τα γούστα ήταν ακριβά. Όχι. Οι Κουτσολιούτσοι δεν ήταν τσιγκούνηδες γιατί είχαν καταλάβει από νωρίς ότι η δημόσια εικόνα του επιχειρηματία στηρίζεται από τις κρίσεις και εκτιμήσεις των παρατρεχάμενων της εσωτερικής και εξωτερικής Αυλής που περιστοιχίζει τον στενό οικογενειακό πυρήνα. Από τα κουτσομπολιά χτίζεται η φήμη. Στη φήμη βασίζεται η καλλιέργεια των fake εντυπώσεων.
Οι fake εντυπώσεις προσελκύουν επενδυτές και συνεργάτες. Τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Μετά έρχεται η κατάρρευση. Ποιος όμως σκέφτεται το τέλος όταν όλα είναι τόσο λαμπερά και ανέφελα τουλάχιστον τον πρώτο καιρό.
Είπαμε. Η Folli Follie ήταν η αυτοκρατορία του faux δηλαδή του fake, δηλαδή του ψευδεπίγραφου, μόνο που το faux είναι εκ των πραγμάτων φθηνό. Πολύ γρήγορα μπορεί να καταντήσει φτηνιάρικο. Τότε αρχίζει η καταστροφή. Το fake πολλοί αγάπησαν. Τους αρχιτέκτονες του fake οι πάντες μίσησαν. Αυτά έχει ο καπιταλισμός. Σε θεοποιούν όσο βγάζουν πακτωλούς χρημάτων. Σε στέλνουν στο πυρ το εξώτερον όταν αποκαλυφθεί η απάτη.
Μένεις απολύτως μόνος. Εσύ και η σκιά σου στο κελί της φυλακής. Οι πρώην καλοί φίλοι, η παρέα, όσοι δηλαδή διασκέδαζαν, συνήθως τζάμπα, μαζί τους, ξέχασαν τα πάντα σχεδόν στη στιγμή. Γύρισαν την πλάτη τους όσοι στις Σπέτσες, ή ως «λαθρεπιβάτες» στο ελικόπτερο ή ως προσκεκλημένοι στα πάρτι, πούλαγαν μούρη ως «μέλη του ντόπιου τζετ σετ», τρομάρα τους. Έτσι είναι αυτά τα εφήμερα. Αυτά έχουν οι φούσκες.
Προχθές οι αστυνομικοί πέρασαν τα βραχιόλια στους δύο επιχειρηματίες. Αυτά τα βραχιόλια δεν ήταν καθόλου faux. Το αντίθετο. Είναι απολύτως πραγματικά. Τα φοράνε μόνον οι υπόδικοι, οι κατάδικοι, οι προφυλακισμένοι, οι κρατούμενοι. Τα φοράνε και οι απατεώνες όταν αποκαλύπτονται. Οι Κουτσολιούτσοι παραβίασαν σχεδόν τον μισό Ποινικό Κώδικα.
Η φούσκα που έσκασε άφησε στον δρόμο εκατοντάδες και μέσω των συνεργασιών και εταιρικών συμμαχιών μπορεί και χιλιάδες εργαζόμενους, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Κίνα και αλλού. Τώρα με σκυμμένο το κεφάλι πήραν τον δρόμο για τη φυλακή. Εκεί θα καταλάβουν, όπως και όλοι οι άλλοι, πως της φυλακής τα σίδερα δεν έχουν καμία λεβεντιά.
Το προφίλ, οι κοσμικότητες και οι… συνήθειες
Ο Γιώργος (Τζώρτζης Κουτσολιούτσος), διευθύνων σύμβουλος της Folli Follie, πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Μιλάνο. Φαίνεται πως ήταν και τα καθοριστικά χρόνια. Μετά από μία σύντομη παραμονή στη Νέα Υόρκη, επέστρεψε στην Αθήνα και ενεπλάκη στην οικογενειακή επιχείρηση.
Δεν υπήρχαν τότε πολλά χρήματα. Διακοπές στον Πόρο, εκδρομές στις Σπέτσες, ζωή λιτή και μετρημένη. Ξαφνικά έγινε το άλμα.
Το «πείραμα» της Ιαπωνίας πέτυχε, το άνοιγμα στις ασιατικές αγορές επίσης και ο γάμος με την Κίνα αποδείχτηκε «θησαυρός». Το στυλ ζωής άλλαξε. Η οικογένεια απέκτησε ένα ακίνητο στις Σπέτσες, «ένα καταπληκτικό κομμάτι», όπως λένε οι ντόπιοι, μια βίλα που ανήκε παλιά στην κυρία Μπαϊλέτ, της γνωστής οικογενείας ιδιοκτητών του ομίλου ΜΜΕ Depeche από την Τουλούζη.
Είναι στην περιοχή Αγριόπετρες, 40 στρέμματα, βίλα, πάνω στη θάλασσα, απέναντι από τη Σπετσοπούλα.
Απεκτήθη και ένα προσωπικό σκάφος με το οποίο πηγαινοέρχεται, όπως και ελικόπτερο, το οποίο χρησιμοποιεί η οικογένεια για να πηγαινοέρχεται στην Αθήνα. Επίσης έχει άλλα 70 στρέμματα αγορασμένα από την Εταιρεία του εφοπλιστή Μαρτίνου, προς τους Άγιους Αναργύρους, που συνορεύουν με την έπαυλη του Μάκη Μάτσα της Μinos EMI.
Καλοπληρωτής ο Γιώργος Κουτσολιούτσος και, όπως αναφέρουν οι Σπετσιώτες, δεν έφερε ποτέ αντίρρηση σε ό,τι του ζητήθηκε για τους καθαρισμούς δρόμων ή για άλλη συνεισφορά προς διευκόλυνση της ζωής των δημοτών.
Στην ιδιοκτησία του στο νησί συχνά πυκνά θα αντίκριζε ο περιηγητής τη γνωστή φυσιογνωμία του Διονύση Σαββόπουλου, αφού με τον πατέρα του Τζώρτζη έχουν παντρευτεί δύο αδελφές και είναι μπατζανάκηδες.
Η άνοδος, η κρίση και τελικά η… πτώση
Οι ιδρυτές της φίρµας, Δηµήτρης Κουτσολιούτσος, και η σύζυγός του, Καίτη, αν και αµιγώς ελληνικής καταγωγής, από την περιοχή της Άμφισσας, έθεσαν τις βάσεις της επιχείρησής τους στον ιταλικό Βορρά και αποφάσισαν να κάνουν την «τρέλα» τους. Μέχρι που θα έφθανε όμως αυτή η τρέλα;
Το ζευγάρι άνοιξε την εταιρεία του το 1982 και δημιούργησε το πρώτο κατάστημά της στο Κολωνάκι. Κάποια στιγμή το εγχείρηµά τους βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία σε περισσότερες από 30 χώρες ελέγχοντας µια αλυσίδα µε πάνω από 660 καταστήματα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που κάποια στιγμή άρχισαν να αμφισβητούνται με «θανατηφόρα ένταση».
Πάντως, στις τρεις και πλέον δεκαετίες που μεσολάβησαν, η εταιρεία της οικογένειας απέκτησε πολυσχιδή χαρακτήρα, εντάσσοντας νέες φίρµες και δραστηριότητες.
Το 2015 βρέθηκε να ελέγχει πλειοψηφικά τα σηµαντικότερα πολυκαταστήµατα της χώρας (Attica και Factory Outlet), να αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, αλλά και στη δυτική Ευρώπη σηµαντικά brands ένδυσης και να έχει αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της βρετανικής εταιρείας κοσµηµάτων Links of London.
Τίποτα, ωστόσο, δεν ήταν προβλέψιµο από την αρχή. Η οικογένεια Κουτσολιούτσου λέει πως διέγνωσε το «κενό στην αγορά». Διαπίστωσε πως ανάµεσα στο φθηνό faux bijoux και στα πανάκριβα κοσµήµατα µεσολαβούσε τότε… το χάος.
Δεν υπήρχαν αναγνωρίσιµες φίρµες που να διαθέτουν «προσιτή πολυτέλεια» και έτσι αποφάσισαν να την προσφέρουν. Σχεδόν επέβαλαν το ασήµι ως luxury µέταλλο κοσµηµάτων.
Στη διοίκηση της εταιρείας εισήλθε σταδιακά και ο γιος του ζευγαριού, Τζώρτζης Κουτσολιούτσος, σηµερινός διευθύνων σύµβουλος και αντιπρόεδρος του οµίλου.
Μόλις το 1995, ενώ όλοι οι εξωστρεφείς επιχειρηµατίες επένδυαν στο «Ελ Ντοράντο των Βαλκανίων» -ή το πολύ πολύ κατέστρωναν σχέδια εισόδου σε κάποια ευρωπαϊκή αγορά-, η οικογένεια Κουτσολιούτσου προέβη σε µια εντελώς απρόσµενη κίνηση διεισδύοντας στην Ιαπωνία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Folli Follie έχει βάλει πια πλώρη για την Κίνα. Συνεταιρισµοί µε ντόπιους επιχειρηµατίες, δικτύωση µε ενδηµούντες παράγοντες και µεταφορά της παραγωγής στο Χονγκ Κονγκ ήταν τα «κλειδιά».
Μετά την πρώτη δεκαετία, η Folli Follie ανακοινώνει ότι ανοίγει σχεδόν ένα καινούριο κατάστηµα την εβδοµάδα στις πιο κεντρικές λεωφόρους των µεγάλων αστικών κέντρων µιας αχανούς χώρας, όπου η καταναλωτική ζήτηση δεν έχει αντίπαλο.
Ο διευθύνων σύµβουλος του οµίλου από τότε επιμένει να θεωρεί ότι υπάρχει µια τάση υπερβολής ως προς την ανησυχία των αγορών για την Κίνα. Είναι η πρώτη, ανώδυνη φαινομενικά, «σύγκρουση» με τις αγορές.
Πέρα από τις επεκτάσεις της δικής του φίρµας, ο όµιλος µέσα στη δεκαετία του 2000 προχωρά σε εξαγορές όπως εκείνη των Καταστηµάτων Αφορολογήτων Ειδών (ΚΑΕ), αρχικά µε συνέταιρο τον Πάνο Γερµανό.
Αργότερα εξαγοράζει το ποσοστό του και η οικογένεια Κουτσολιούτσου γίνεται ο βασικός µέτοχος µιας εταιρείας που είναι υπολογίσιµος «παίκτης» στο ταξιδιωτικό εµπόριο της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Ακολουθεί η εξαγορά της αγγλικής εταιρείας κοσµηµάτων Links Of London.
Αργότερα έρχεται και η εξαγορά της ελληνικής εισηγµένης Elmec Sport, µέσω της οποίας επιτυγχάνεται πρόσβαση στα πολυκαταστήµατα Attica και Factory Outlet, σε µια ευρεία γκάµα αντιπροσωπειών µεγάλων σηµάτων ένδυσης και με σηµαντική διείσδυση στη Ρουµανία και τη Βουλγαρία.
Παράλληλα, οι δραστηριότητες του οµίλου FF Group εκτείνονται από αθλητικά είδη, καθώς διανέµει σήµερα κατ’ αποκλειστικότητα τα είδη της Nike στη Ρουµανία και τη Βουλγαρία, όπως και τις ολοκληρωµένες συλλογές της Converse στις αγορές της Ελλάδας, της Κύπρου, της Ρουµανίας και της Βουλγαρίας, µέχρι και διεθνώς αναγνωρισµένα σήµατα µόδας (Ermenegildo Zegna, UGG Australia, Guess, Ted Baker, Franklin & Marshall, Calvin Klein Jeans, Converse, Scotch & Soda, G-Star Raw και πολλά άλλα).
Την ίδια στιγµή, ο όµιλος ξεκίνησε τη στρατηγική ανάπτυξη των δικών του multi brand concept stores, Collective και Kix. Δηµιούργησε, επίσης, νέο ειδικό τµήµα καλλυντικών επιλεκτικής διανοµής, αναλαµβάνοντας αρχικά την αντιπροσώπευση της φίρµας Dolce & Gabanna και µέσα στο 2015 της ιαπωνικής Shiseido.
Παρά την ανθεκτικότητα, τις διαρκείς επενδύσεις και επεκτάσεις, η κρίση στην εγχώρια αγορά δεν άφησε αλώβητο τον όµιλο, ο οποίος προέβη εσπευσµένα σε διορθωτικές κινήσεις, προκειµένου να εξυγιάνει τα θεµελιώδη µεγέθη και να µειώσει τον δανεισµό του, που αξιοποιήθηκε για την ανάπτυξή του.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, προχώρησε στην πώληση του 51% των ΚΑΕ στην ελβετική Dufry στο τέλος του 2012 και στο τέλος του 2013 πούλησε και το υπόλοιπο ποσοστό. Μετά την ολική µεταβίβαση των ΚΑΕ, ο όµιλος Folli Follie φρόντισε να κρατήσει ένα µικρό ποσοστό συµµετοχής στο νέο σχήµα, που του επιτρέπει να διατηρεί σχέσεις µε έναν συνεργάτη ο οποίος του ανοίγει δρόµο για τις αγορές των ΗΠΑ και της Λατινικής Αµερικής.
Ήταν όμως ήδη αργά
Ο Τζώρτζης Κουτσολιούτσος δεν αρνήθηκε ποτέ ότι το περιβάλλον στο οποίο επιχειρούσε ήταν δύσκολο.
Αναγνώριζε πως το πρόβληµα ρευστότητας φρενάρει την επιχειρηµατικότητα, αν και η εταιρεία αναπτυσσόταν µε ίδια κεφάλαια, προχωρώντας σε λελογισµένες (έτσι ισχυριζόταν) επενδύσεις. Ο όρος «λελογισμένες» σημαίνει ουσιαστικά πως δεν υπήρχε πλέον καμία δυνατότητα επέκτασης. Αυτές οι δουλειές είναι σαν το ποδήλατο. Το δίκυκλο μένει όρθιο και σταθερό όσο κινείται. Μόλις σταματήσει η κίνηση, σωριάζεται. Ήταν πια φανερό. Ουσιαστικά οι τράπεζες είχαν αρχίσει να «κλείνουν τις πόρτες». Ήταν η αρχή του τέλους.