Η γερμανική δικαιοσύνη ανακοίνωσε την Τετάρτη τη σύλληψη του πρώην διευθύνοντα συμβούλου και ιδρυτή της εταιρείας διαδικτυακών πληρωμών Wirecard, καθώς και δύο πρώην διευθυντών, στο πλαίσιο της υπόθεσης της φερόμενης απάτης που ενδέχεται να ανέρχεται έως και 3,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Πρόκειται για την τελευταία εξέλιξη σε αυτό το τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο, που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες ανατροπές, έπειτα την πτώχευση της εταιρείας τον Ιούνιο.
Η γερμανική εταιρία χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech) παραδέχθηκε έκτοτε ότι ποσό 1,9 δισεκ. ευρώ, που είχε εγγραφεί στον ισολογισμό της, δεν υπήρξε ποτέ.
«Η εντατική έρευνα της εισαγγελίας του Μονάχου έδειξε ότι οι κατηγορίες εναντίον των κατηγορουμένων έχουν ενισχυθεί σημαντικά», δήλωσε η εισαγγελία του Μονάχου, υποδεικνύοντας ότι καθόρισε, ιδίως μέσω ενός βασικού μάρτυρα, ότι η υπεξαίρεση είχε ξεκινήσει ήδη από το 2015.
Έκτοτε, οι ύποπτοι αποφάσισαν να «φουσκώνουν» το σύνολο του ισολογισμού της εταιρείας «επινοώντας έσοδα».
Ο στόχος ήταν να καταστεί η Wirecard πιο ελκυστική για τους πελάτες και τους επενδυτές και να αποκτήσει τα απαραίτητα κεφάλαια για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων.
3,2 δισεκατομμύρια «πιθανόν απολεσθέντα»
Στην πραγματικότητα, οι κατηγορούμενοι «ήξεραν ήδη μέχρι το τέλος του 2015 το αργότερο ότι η εταιρεία είχε ζημιές», σύμφωνα με την εισαγγελία.
Η έρευνα αποκάλυψε ότι τράπεζες στη Γερμανία και την Ιαπωνία, καθώς και άλλοι επενδυτές, παρείχαν κεφάλαια ύψους 3,2 δισεκ. ευρώ στην εταιρεία, ποσά που «πιθανόν χάθηκαν λόγω της χρεοκοπίας της Wirecard», σύμφωνα με το έγγραφο των δικαστικών αρχών.
Στα τέλη Ιουνίου ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Wirecard Μάρκους Μπράουν συνελήφθη για παραποίηση του ισολογισμού, αλλά αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση.
Φυλακίστηκε εκ νέου την Τετάρτη στο Μόναχο, όπως και δύο πρώην διευθυντές του ομίλου: ο Μπούρκχαρντ Λέι, υπεύθυνος για τα οικονομικά και ο Στέφαν φον Έρφα, αρμόδιος λογιστής.
Χαρακτηριζόμενο από την γερμανική κυβέρνηση ως «σκάνδαλο χωρίς ισοδύναμο στον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό τομέα», η κατάρρευση της ‘αγαπημένης’ του χρηματιστηρίου εταιρείας συγκλόνισε τη χώρα και έφερε τη γερμανική κυβέρνηση σε θέση άμυνας.
Κυβέρνηση υπό πίεση
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς συγκεκριμένα δέχεται πυρά μετά την πρόσφατη δημοσίευση έκθεσης που αποκαλύπτει ότι ήταν ενήμερος, ήδη από το 2019, μιας έκθεσης σύμφωνα με την οποία ο χρηματοπιστωτικός ρυθμιστικός φορέας Bafin «ερευνούσε υποψίες παραβίασης της απαγόρευσης χειραγώγησης της αγοράς» από την εταιρεία.
Σύμφωνα με αυτό το έγγραφο, το οποίο συνέταξε το ίδιο το υπουργείο, ο Σολτς ήξερε ότι «ο Bafin ερευνούσε προς όλες τις κατευθύνσεις».
Μόλις ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 2020, το σκάνδαλο ξέσπασε, μετά την ανακάλυψη της παραποίησης των εσόδων της εταιρείας, ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών θα κληθεί να μιλήσει για το θέμα αυτό στα τέλη Ιουλίου ενώπιον των Γερμανών βουλευτών, κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης συνεδρίασης της Επιτροπής Οικονομικών της Μπούντεσταγκ.
Η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ φέρεται να εμπλέκεται επίσης στην υπόθεση, με το Der Spiegel να τονίζει ότι προώθησε την εταιρεία κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της στην Κίνα το 2019 ενώ το επιτελείο της γνώριζε ήδη την ύπαρξη έρευνας σε βάρος της εταιρείας.
Η γερμανική αντιπροσωπεία στην Κίνα γνώριζε τις υποψίες, αλλά εξακολουθούσε να υποστηρίζει την εταιρεία, η οποία τότε προσπαθούσε να αποκτήσει τις κινεζικές πληρωμές AllScore, σύμφωνα με το περιοδικό.
Η καγκελαρία αρνείται ότι η Μέρκελ γνώριζε από τόσο νωρίς τα προβλήματα της εταιρείας.
Το Βερολίνο έχει υποσχεθεί μια «μεταρρύθμιση των ρυθμιστικών φορέων» των οποίων οι αδυναμίες έχουν φανεί σε αυτήν την υπόθεση, η οποία έχει αμαυρώσει τη φήμη του γερμανικού χρηματοοικονομικού κέντρου.