«Όχι» στην ακύρωση της ποινικής δίωξης σε βάρος της Ελένης Τουλουπάκη λέει η εισαγγελέας ζητώντας να απορριφθούν από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας οι αιτιάσεις τις οποίες διατύπωσε η επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς στην αίτηση που υπέβαλε.
Η εισαγγελέας κατά της Διαφθοράς υποστηρίζει ότι η δικογραφία της είχε ήδη αρχειοθετηθεί από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Λ. Σοφουλάκη όταν ο δεύτερος αντεισαγγελέας Ε. Ζαχαρής έδινε την παραγγελία του, στην οποία αποκλειστικά στηρίχθηκε η ποινική της δίωξης για ένα κακούργημα και 5 πλημμελήματα.
Σύμφωνα με την προσφυγή της κ. Τουλουπάκη, το πόρισμα του κ. Σοφουλάκη που ζητούσε αρχειοθέτηση ελλείψει επαρκών στοιχείων ενοχής για την Εισαγγελέα Διαφθοράς, εστάλη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών στις 7 Ιουλίου, γεγονός που σημαίνει ότι η ποινική δικογραφία σε βάρος της αρχειοθετήθηκε. Ωστόσο, σύμφωνα με την κ. Τουλουπάκη, την επομένη «8/7/2020, δηλαδή σε χρόνο που είχε ήδη αρχειοθετηθεί η σε βάρος μου ποινική δικογραφία από τον αρμόδιο προς τούτο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Σοφουλάκη, ο έτερος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ζαχαρής υπέβαλε την ποινική προκαταρκτική δικογραφία στον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών με την παραγγελία να ασκηθεί σε βάρος μου ποινική δίωξη για εγκλήματα της κατάχρησης εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος, της παράβασης καθήκοντος και της ψευδούς βεβαίωσης».
Κατά την αιτούσα ο κ. Ζαχαρής «ενήργησε επί ήδη αρχειοθετημένης δικογραφίας» και επομένως η παραγγελία του «παραβιάζει τις διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης και συγκεκριμένα του άρθρο 43 παρ. 6 ΚΠΔ, αφού ισοδυναμεί με ανάσυρση από το αρχείο χωρίς την επίκληση κανενός νέου στοιχείου».
Η κ. Τουλουπάκη επισημαίνει «το δικονομικώς οξύμωρο να ζητείται η ποινική δίωξη μου για πράξεις, για τις οποίες είχε ήδη κριθεί από τον καθ’ ύλην αρμόδιο έτερο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες για την κίνηση της ποινικής δίωξης επαρκείς ενδείξεις ενοχής μου».
Όμως, σύμφωνα με πληροφορίες, η εισαγγελέας Πρωτοδικών στην πρότασή της προς το δικαστικό συμβούλιο αναφέρει ότι οι δύο αντεισαγγελείς, σύμφωνα και με την παραγγελία του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διενεργούσαν την έρευνά τους αυτόνομα και ισότιμα.
Συνεπώς ο καθένας είχε αυτοτελές δικαίωμα να καταλήξει σε κρίση, χωρίς να τίθεται θέμα χρονικής προτεραιότητας ή αρχαιότητας.
Τον τελικό λόγο θα έχει το αρμόδιο δικαστικό Συμβούλιο.