Του Henri J Barkey στην Asian Times*

Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έβαλε ένα μεγάλο στοίχημα στη Λιβύη και όλα δείχνουν πώς το κέρδισε τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί σημαντικές αλλαγές στον πολιτικό χάρτη της Μεσογείου. Γιατί η Τουρκία πέτυχε όχι μόνο να επιδείξει την αποφασιστικότητά της, να γίνει ο κυρίαρχος παίκτης στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και να επιδείξει τη στρατιωτική της (επιχειρησιακή της) δυνατότητα. Αυτό μπορεί να προκαλέσει μια βαθύτερη σύγκρουση και κρίση στην περιοχή, που θα επεκταθεί βορειότερα προς την Ελλάδα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Ερντογάν επέλεξε να στηρίξει την αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας εναντίον του Λιβυκού Εθνικού Στρατού του Στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ (LNA), ο οποίος πολιορκούσε επί περίπου ένα χρόνο την πρωτεύουσα Τρίπολη. Ο Χαφτάρ υπέστη ταπεινωτική ήττα καθώς τουρκικά αεροσκάφη, σμήνη τουρκικών drones στρατιωτικές μονάδες, πολεμικά πλοία και περίπου 10.000 Σύροι Τζιχαντιστές, μισθοφόροι μαχητές που μεταφέρθηκαν από την Άγκυρα στη Λιβύη, διέκοψαν την προέλαση του και στη συνέχεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει βάσεις και εδάφη που είχε καταλάβει στη Δυτική Λιβύη.

Το αίτημα της τελευταίας στιγμής για κατάπαυση του πυρός από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ ελ-Σίσι απορρίφθηκε από το νικηφόρο GNA και την κυβέρνηση της Τρίπολης η οποία έχει θέσει άλλες προτεραιότητες και στόχους, όπως να καταλάβει άλλες πόλεις και εδάφη, συμπεριλαμβανομένης και της πόλης της Σύρτης με το μεγάλο λιμάνι της.

Έμμεσα αυτή η εξέλιξη ήταν επίσης μια ήττα για τις χώρες που υποστήριξαν τον Χαφτάρ: την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Ρωσία. Τα ΗΑΕ είχαν συνεισφέρει με στρατιωτική βοήθεια και η Ρωσία με δυνάμεις μισθοφόρων της παραστρατιωτικής ιδιωτικής οργάνωσης WAGNER.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η παρουσία-παρέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη πρέπει να εξεταστεί από δύο απόψεις. Πρώτον, το GNA συνήψε συμφωνία με την Άγκυρα που οριοθέτησε τις αντίστοιχες Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ) με τέτοιο τρόπο ώστε να χωρίζει τη Μεσόγειο Θάλασσα σε δύο τμήματα. Σκοπός της Τουρκίας είναι να εμποδίσει τις προσπάθειες της Αιγύπτου, της Κύπρου, του Ισραήλ και της Ελλάδας να εξάγουν φυσικό αέριο, είτε μέσω αγωγού, είτε με πλοία LNG (υγροποιημένο, φυσικό αέριο) προς στην Ευρώπη.

Η Τουρκία παρενέβη επιθετικά και στις προσπάθειες αυτών των χωρών για έρευνα και εξόρυξη φυσικού αερίου. Η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι τα περισσότερα θαλάσσια οικόπεδα γύρω από την Κύπρο ανήκουν στην Τουρκία ή στη λεγόμενη Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου η οποία ειρήσθω εν παρόδω αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία.

Ωστόσο, πιο σημαντικό από το να παρεμποδιστούν απλώς οι εξαγωγές φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου είναι η βασική στρατηγική της Τουρκίας που καθοδηγεί αυτήν την άσκηση πίεσης εναντίον του Haftar. Από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία το 2003, ο Ερντογάν έχει προσπαθήσει να αναδείξει τον διεθνή ρόλο της Τουρκίας σε επίπεδο μιας περιφερειακής, αν όχι παγκόσμιας δύναμης.

Αρχικά, η στρατηγική έλαβε το όνομα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» (δόγμα Νταούτογλου), το οποίο χρησίμευσε για να τονίσει την «ήπια» δύναμη της Τουρκίας. Ο κυρίαρχος στόχος ωστόσο ήταν η επιδίωξη της Τουρκίας να αναλάβει ηγεμονική θέση στη Μέση Ανατολή. Αυτή η πολιτική θεμελιώθηκε και στη συνέχεια ουσία ενταφιάστηκε από την Αραβική Άνοιξη και το πραξικόπημα των Στρατηγών στην Αίγυπτο

Το δόγμα που έχει αντικαταστήσει αυτήν την προηγούμενη φάση είναι μια πιο επιθετική και στρατιωτικοποιημένη στρατηγική που προκρίνει τη συνεχή αναμέτρηση κατασκευάζοντας εχθρούς. Αυτό θα μπορούσε να αφορά τον οποιονδήποτε και όλους μαζί  καθώς οι Τούρκοι τείνουν να βλέπουν τις περισσότερες χώρες ως απειλή, ακόμα κι αν είναι σύμμαχοι.

Πριν τον Ερντογάν η Άγκυρα ακολουθούσε αμυντικές στρατηγικές. Υπό τον Ερντογάν και μετά, η Τουρκία παρενέβη στη Συρία ενάντια στο καθεστώς Άσαντ και εναντίον των Κούρδων που είναι (ήταν) σύμμαχοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τα τουρκικά στρατεύματα και οι Σύροι Ισλαμιστές σύμμαχοί τους κατέλαβαν δύο κουρδικές περιοχές στη βόρεια Συρία με την τελική πρόθεση να κατασκευάσουν μια ζώνη ελέγχου απαλλαγμένη από Κούρδους. Ο μόνος λόγος που το σχέδιο της Άγκυρας παραμένει ανολοκλήρωτο είναι ότι μια μικρή αμερικανική στρατιωτική δύναμη εξακολουθεί να στηρίζει με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις Ανατολικά του Ευφράτη. Παρ’ όλα αυτά και παρά τις αντίθετες θέσεις των συμβουλών και των βοηθών του ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δεν αντιτάχθηκε στις κινήσεις του Ερντογάν στη Συρία.

Στη Μεσόγειο είναι σαφές ότι ο Ερντογάν έχει πλέον υιοθετήσει μια στρατηγική που αναπτύχθηκε από τους υπερεθνικιστές αξιωματικούς του στρατού. Το δόγμα τους αποκαλείται «Γαλάζια Πατρίδα». Ως πρώτο βήμα, αυτό το νέο δόγμα προβλέπει την κυριαρχία στο Αιγαίο, στο μεγαλύτερο τμήμα της Μεσογείου και στη Μαύρη Θάλασσα. Για το σκοπό αυτό, η Τουρκία έχει επενδύσει στην ενίσχυση τόσο της δύναμης, όσο και των δυνατοτήτων ανάληψης πολύπλοκων δράσεων από το Πολεμικό Ναυτικό της.

Οι τουρκικές επιτυχίες στη Συρία και τη Λιβύη κατέστησαν δυνατές χάρη στην απροθυμία της Ουάσιγκτον και της Ευρώπης να αντισταθούν στον Ερντογάν. Αυτή η στάση των ΗΠΑ και της Ευρώπης τροφοδοτεί την αίσθηση του αήττητου που κυριαρχεί αυτήν την περίοδο στην Άγκυρα. Αυτή την εβδομάδα, ξεκίνησαν αεροπορικές επιθέσεις εναντίον κουρδικών θέσεων του ΠΚΚ και των συνδεδεμένων με αυτό ομάδων στο Ιράκ. Ο Ερντογάν μπορεί χωρίς να αντιμετωπίσει εμπόδια να συνεχίσει αυτές τις πρώτες αεροπορικές επιχειρήσεις  με μια χερσαία εισβολή στο βόρειο Ιράκ.

Ωστόσο καιροφυλακτούν πραγματικοί κίνδυνοι. Ο σημαντικότερος αφορά μια πιθανή αντιπαράθεση με την Ελλάδα, η οποία όπως και η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952.

Το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» καθιστά σαφές ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τις ρυθμίσεις στα Βαλκάνια, την Εγγύς Ανατολή, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Τουρκία διεκδικεί πολλά ελληνικά νησιά και την ΑΟΖ της Ελλάδας. Υπήρξαν άδειες (από την Ελλάδα) για γεωτρήσεις προκειμένου να εντοπιστούν κοιτάσματα φυσικού αερίου νότια της Κρήτης. Όσο η Άγκυρα  εκδηλώνει την αυτοπεποίθηση της μετά τις επιτυχίες  στη Συρία και τη Λιβύη, τόσο είναι πιθανόν να προκληθούν ισχυρές αντιδράσεις από την Αίγυπτο με την στήριξη της Ρωσίας πιθανώς δε και της Αλγερίας.

*Ο Henri J Barkey διδάσκει διεθνείς σχέσεις στο Lehigh University στη Βηθλεέμ της Πενσιλβανίας και ανώτερο στέλεχος του συμβουλίου διεθνών σχέσεων για τη Μέση Ανατολή. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του υπηρέτησε ως στέλεχος στο Αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών στη Διεύθυνση Σχεδιασμού με αντικείμενο κυρίως τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ εργάστηκε και στο τομέα Συλλογής και Ανάλυσης Πληροφοριών (CIA).

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης